Γράφει ο Γιάννης Μητράκος

Ο ηρωικός οπλαρχηγός του 1821 Αντώνης Νικολόπουλος είχε την καταγωγή του από το χωριό της Λογγάστρας της Λακεδαίμονος, που είχε το προσωνύμιο «καπετανοχώρι».

Η οικογένεια των Νικολοπουλαίων ανήκε στις παλιές φάρες των κλεφτών και ήταν γνωστή σε όλη την Πελοπόννησο. Ο πρωτοκλέφτης του Μοριά Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης είχε παντρευτεί την αδελφή του Αντώνη Νικολόπουλου και μαζί της είχε αποκτήσει δυο κόρες και δυο γιους.

Ο Φωτάκος αναφέρει τον Αντώνη Νικολόπουλο μεταξύ των σημαντικών οπλαρχηγών που προεπαναστατικά είχαν γίνει μέλη της Φιλικής Εταιρείας.

Ο Αντώνης Νικολόπουλος και ο αδελφός του Παναγιώτης είχαν χτίσει οικογενειακό πύργο στην οχυρή θέση «Ροΐστη» του Καστορίου, που πήρε το όνομα «Το λημέρι των Νικολοπουλαίων».

Εκεί είχαν ιδρύσει μια υποτυπώδη στρατιωτική σχολή που μάθαινε την τέχνη του πολέμου στους μελλοντικούς επαναστάτες. Από αυτήν πέρασαν πολλοί προεστοί του Μυστρά και καπεταναίοι της περιοχής.

Στις αρχές του Μάρτη του 1821 είχαν κυκλοφορήσει στη Λακεδαίμονα οι φήμες για την επικείμενη επανάσταση των Ελλήνων. Στα μέσα του μήνα, μάλιστα, οι προεστοί του Μυστρά Παναγιώτης Κρεββατάς και Αναγνώστης Κοπανίτσας έφυγαν κρυφά και πήγαν στη Λογγάστρα, όπου ο Αντώνης Νικολόπουλος συγκέντρωσε στρατιώτες για να χτυπήσει την έδρα της τουρκικής διοίκησης στο Μυστρά.

Στις 28 Μαρτίου 1821 οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στην οχυρή θέση «Τρούπες» και κήρυξαν την Επανάσταση, υψώνοντας τα κλέφτικα μπαϊράκια. Οι Τούρκοι φοβισμένοι έφυγαν με τα χαράματα της άλλης μέρας, αναζητώντας καταφύγιο στην Τριπολιτσά.

Τις επόμενες μέρες ο γέρων Αντώνης Νικολόπουλος, ο Πανάγος Βενετσανάκης από την Καστανιά της Μάνης και ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, με πεντακόσιους άντρες, ήλθαν στου Πάπαρη (6 Απριλίου), όπου είχαν συγκεντρωθεί 3000 επαναστάτες, για να υποστηρίξουν το σχέδιο του Κολοκοτρώνη για την πολιορκία της Τρίπολης.

Στη συνέχεια οι επαναστατικές δυνάμεις ίδρυσαν το μεγάλο στρατόπεδο των Βερβένων, «όπου το οχυρό κελάρι του πολέμου». Οι 3 Λάκωνες οπλαρχηγοί, όμως, προτίμησαν να το εγκαταλείψουν και να στρατοπεδεύσουν με 500 άνδρες στην Κερασίτσα.

Ο Γέρος του Μοριά δεν συμφώνησε με αυτήν την κίνησή τους και όπως γράφει ο Ιωάννης Φιλήμων στο έργο του «Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως»:

« …ὅταν δέ ἔμαθεν ἀποσπασθέντας μετά πεντακοσίων ἀπό τοῦ ἐν Βερβένοις στρατοπέδου καί στρατοπεδεύσαντας ἐν τῇ Βλαχοκερασιᾷ τόν Κυριακούλην Μαυρομιχάλην καί Ἀντώνιον Νικολόπουλον, ἔγραψε παρατηρῶν αὐτοῖς τό ἐπίκαιρον τῆς θέσεως καί τόν κίνδυνον, ὅν τρέχουσιν ὡς ὁλίγοι· προέτρεψε δ’ ἑπομένως, ὅπως ἑνωθῶσι κἄν μετά τοῦ ἐν Πάπαρι σώματος, ἀφ’ οὗ ἅπαξ ἀπεχώρησαν τῆς δυνατῆς θέσεως τῶν Βερβένων, ἐνισχυθείσης τότε καί διά τεσσάρων ἐγερθέντων πύργων.

Ἀλλ’ οὗτοι ἠπήντησαν: “Καλό πόστο τεσσάρων κρατοῦμεν καί ἄν ἔλθουν οἱ Τοῦρκοι ἐπάνω μας νά μᾶς ἐλθῆτε μεντάτι”».

(σ.σ. μεντάτι: βοήθεια)

Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης έστειλε ένα γράμμα στους πολιορκημένους Τούρκους και απαιτούσε να απελευθερώσουν τον Αναστάσιο Μαυρομιχάλη, τους αρχιερείς και προκρίτους, που κρατούνταν στα μπουντρούμια των φυλακών της Τρίπολης, γιατί αλλιώς θα εφορμούσε κατά της πόλεως με 14000 άνδρες!!!

Οι Τούρκοι, όμως, ήταν σε θέση να παρακολουθούν τις κινήσεις των επαναστατικών δυνάμεων και σύντομα διαπίστωσαν ότι οι δυνάμεις που είχαν στρατοπεδεύσει στο Λεβίδι, στου Πάπαρη και στα Βέρβενα ήταν πολυάριθμες, σε αντίθεση με αυτές στην Κερασίτσα.

Και για να βεβαιωθούν μέθυσαν τον Έλληνα χωρικό που ήταν ο γραμματοκομιστής του Μαυρομιχάλη κι έμαθαν όλη την αλήθεια.

Έτσι αποφάσισαν να χτυπήσουν το πιο αδύνατο σημείο της πολιορκίας και μάλιστα την Κυριακή του Πάσχα, 10 Απριλίου. Η απόφασή τους αυτή ήταν υστερόβουλη, αφού γνώριζαν ότι οι χριστιανοί μόλις τελέσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα επιδίδονται σε οινοποσία κι έτσι «θα τους είχαν του χεριού τους»!

Οι Τούρκοι πράγματι επιτέθηκαν ξαφνικά, μετά τα μεσάνυχτα της 10ης Απριλίου, με 3000 στρατιώτες, εξουδετέρωσαν τη φρουρά, που την αποτελούσαν ανεκπαίδευτοι ντόπιοι, κι επιτέθηκαν στο ανοχύρωτο ελληνικό στρατόπεδο, σκορπίζοντας τους επαναστάτες.

Ο Κυριακούλης με τους άνδρες του αναζήτησε σωτηρία στα γειτονικά βουνά, ενώ ο Νικολόπουλος με τον Βενετσανάκη έφτασαν κυνηγημένοι μέχρι την Αρβανιτοκερασιά (Βλαχοκερασιά) και ταμπουρώθηκαν σ’ ένα έρημο εκκλησάκι για να αντιμετωπίσουν τους Τούρκους.

Η άνιση μάχη κράτησε περίπου μισή ώρα. Ο γέρων Νικολόπουλος αντιλήφθηκε πως η αντίστασή τους ήταν μάταιη και γι’ αυτό έδιωξε τους συγγενείς του, κρατώντας κοντά του μόνο τον ψυχογιό του, ώστε αμυνόμενος να καλύψει το φευγιό τους.

Οι 2 οπλαρχηγοί σκοτώθηκαν μαχόμενοι και αποκεφαλίστηκαν όπως και οι συμπολεμιστές τους, ενώ άλλοι συνελήφθησαν κι οδηγήθηκαν σιδεροδέσμιοι στην πρωτεύουσα του Μοριά.

Η Κερασίτσα και η Βλαχοκερασιά πυρπολήθηκαν ολοσχερώς.

ΟΙ Έλληνες στα στρατόπεδα των Βερβένων και του Πάπαρη άκουσαν το θόρυβο της μάχης κι έσπευσαν να βοηθήσουν, αλλά η απόσταση ήταν τουλάχιστον δυο ώρες κι όταν έφτασαν ήταν αργά.

Ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του λέει:

«…δεν ευρήκαμεν ούτε Έλληνες ούτε Τούρκους, τα σπίτια καημένα, τους 15 κοψοκέφαλους, εγυρίσαμε οπίσω εις την Μαρμαριά».

Τα κεφάλια των Ελλήνων οι Τούρκοι τα περιέφεραν στους δρόμους της Τριπολιτσάς ως μακάβρια τρόπαια.

Λέγεται ότι ο Κολοκοτρώνης φτάνοντας στο σημείο της μάχης και μαθαίνοντας για το ηρωικό τέλος του Αντώνη Νικολόπουλου μονολόγησε:

«Χάσαμε έναν από τους καλύτερους καπεταναίους!».