ΕΛΛΑΔΑ. Κατά τον δεύτερο εµφύλιο (Οκτώβριος 1824 - Μάιος 1825), που αποτελεί εν πολλοίς συνέχεια του πρώτου, η κυρίαρχη διένεξη µεταβλήθηκε από σύγκρουση πολιτικών και στρατιωτικών σε σύγκρουση µεταξύ Στερεοελλαδιτών και νησιωτών από τη µια πλευρά και Πελοποννησίων από την άλλη.

Τέλη της άνοιξης του 1824 ο Υδραίος πλοιοκτήτης και νέος πρόεδρος του Εκτελεστικού («πρωθυπουργός») Γεώργιος Κουντουριώτης περιγράφει µε γλαφυρά λόγια στον αδελφό του το απόλυτο αδιέξοδο στο οποίο είχε βρεθεί η Επανάσταση τρία µόλις χρόνια µετά την εκδήλωσή της: «∆εν δύναµαι να σε περιγράψω εις πόσην ελεεινήν κατάστασιν ευρίσκονται τα πράγµατα της Πατρίδος· και τούτο προέρχεται από την δυσαρέσκειαν την οποίαν έλαβον τα δύο σώµατα… το εθνικόν ταµείον έφθασεν εις τόσην αχρηµατίαν ώστε δεν έχει δέκα γρόσια· στρατεύµατα πολλά· σίτος διόλου· δύο ηµέρας έχουσι χωρίς ψωµί τα στρατεύµατα και ηγριώθησαν κάµνοντα πολλάς αταξίας εις το Αργος, µ’ έναν λόγον ευρίσκεται η Πατρίς εις τον έσχατον κίνδυνον… τι δρόµον θέλει πιάσει το πράγµα τούτο, ευρίσκοµαι εις άκραν αµηχανίαν».

Από την πλευρά του ο Γεώργιος Ψύλλας, εκδότης της «Εφηµερίδος των Αθηνών», της πρώτης που εκδόθηκε στη µετέπειτα πρωτεύουσα, θα γράψει εµφανώς ανήσυχος στην εφηµερίδα του: «∆ιά το όνοµα του Θεού, αδελφοί, ας ενθυµηθούµεν τι καλόν απολαύσαµεν έως τώρα από αυτήν την διχόνοιαν. Μήπως επιθυµούµεν να χάσωµεν από την Ελλάδα και άλλην Κρήτην, άλλην Κάσσον και άλλα Ψαρρά; Ή µήπως δεν είναι αρκετά γεµάταις οι Επαρχίαις, όπου ακόµη µας σώζονται από αδελφούς µας πεινασµένους, γυµνούς, ξεσπήτωτους, όπου καίγεται η καρδιά του ανθρώπου όταν τους βλέπη».

Εισβολή στην Πελοπόννησο

Παρά τα παραπάνω προφητικά λόγια του Ψύλλα, µέσα σε αυτό το ζοφερό κλίµα και ακολουθώντας οδηγίες του (επίσης πολιτικού) Ιωάννη Κωλέττη, που επηρέαζε πολλούς οπλαρχηγούς της Στερεάς Ελλάδας, τα ρουµελιώτικα στρατεύµατα εισέβαλαν στη βόρεια Πελοπόννησο. Οι συγκρούσεις είναι ανελέητες, ενώ ο γιος του Κολοκοτρώνη, Πάνος, σκοτώνεται σε ενέδρα που του στήνουν οι αντίπαλοι στις 13 Νοεµβρίου του 1824. Ο πατέρας του αποσύρεται στη Βυτίνα θρηνώντας τον χαµό του παιδιού του και αδιαφορεί πλέον για τον εµφύλιο. Η εντολή του προέδρου του Εκτελεστικού, Γεωργίου Κουντουριώτη, να εισβάλουν στρατεύµατα από τη Στερεά Ελλάδα στην Πελοπόννησο, σηµατοδοτεί µία από τις αποκρουστικότερες σελίδες του εµφυλίου. Οι άνδρες του Γεωργίου Καραϊσκάκη και του Γιάννη Γκούρα καταστρέφουν και λεηλατούν την Κορινθία και την Αχαΐα. Σε λιγότερο από δύο µήνες κάθε αντίσταση είχε καµφθεί.

Στη φυλακή

Οι ισχυρότεροι πρόκριτοι και καπεταναίοι του Μοριά, όπως οι ∆εληγιανναίοι, ο Θεόδωρος Γρίβας, οι Γεώργιος και Χρύσανθος Σισίνης, οι Σωτήρης και Ιωάννης Νοταράς και ο Κολοκοτρώνης παραδίνονται ή συλλαµβάνονται. Ακολουθεί ο εγκλεισµός τους και στη συνέχεια, µε εισήγηση του Κωλέττη, η εξορία τους στο µοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Υδρας, τον Ιανουάριο του 1825. Είχαν βεβαίως γλιτώσει τον θάνατο, αφού η διοίκηση αποδέχθηκε σχετικές εισηγήσεις, βάσει των οποίων «το ελληνικόν αίµα είναι πολύτιµον και δεν πρέπει να χυθή από τας χείρας των ιδίων Ελλήνων». Προφανώς ακούγεται ειρωνικό ως επιχείρηµα, αφού µόλις πριν από λίγες µέρες αλληλοσκοτώνονταν. ∆εν εκτελέστηκαν γιατί προφανώς φοβήθηκαν ότι µπορεί να υπήρχε ξεσηκωµός και έντονες αντιδράσεις.

Καθώς έπαιρνε τον δρόµο για την Υδρα, ο Γέρος του Μοριά φέρεται να δήλωσε στο έκπληκτο πλήθος: «Τι µε κοιτάζετε, βρε Ελληνες; Εγώ είµαι, ο Κολοκοτρώνης· θάλασσα εµένα δεν µε τρώγει, αλλ’ ούτε τα ψάρια»! ∆εν βγήκε από τη φυλακή, παρά µόνο όταν έφθασε ο Ιµπραήµ πασάς της Αιγύπτου µε τα στρατεύµατά του στην Πελοπόννησο και ο Οθωµανός Μεχµέτ Ρεσίτ πασάς (ο επικαλούµενος Κιουταχής) πολιορκούσε το Μεσολόγγι. Απαντες αντιλήφθηκαν ότι δεν υπήρχε άλλος ικανός στρατηγός να τον αντιµετωπίσει, παρά µόνο ο Κολοκοτρώνης.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις