Γράφει ο Γιάννης Μητράκος

Την Κυριακή, 31 Οκτωβρίου, παρακολουθούσα τη Θεία Λειτουργία σε ραδιοφωνική αναμετάδοση από τον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών και σε κάποιο σημείο, ως είθισται, έγινε το κήρυγμα σχετικά με την ευαγγελική περικοπή του Κατά Λουκά Ευαγγελίου (ΙΣΤ΄, 19-31), που αναφέρει την παραβολή του πλούσιου και του φτωχού Λάζαρου, την οποία είπε ο Χριστός. Ο εντεταλμένος ιερέας ανέπτυξε με ευγλωττία κι ευστροφία την περικοπή πλην όμως σε μία αποστροφή της ομιλίας του διερωτήθηκε αν τα λόγια του Κυρίου περιλάμβαναν κάποια κοινωνική καταγγελία κι αν με την παραβολή αυτή ο Ιησούς καταδίκαζε τον πλούτο, για να απαντήσει ευθύς αμέσως ότι δεν υπάρχει κάποιο υπονοούμενο για την κοινωνική αδικία και πως υπάρχουν πλούσιοι που διαχειρίζονται με φιλάνθρωπο τρόπο τα πλούτη τους, αφήνοντας να εννοηθεί πως υπάρχει στην ανθρώπινη κοινωνία και ο λεγόμενος «δίκαιος» πλούτος. Είναι πράγματι έτσι; Προτού παραθέσουμε κάποια στοιχεία και τους συνακόλουθους προβληματισμούς και τις σκέψεις μας για τούτο το τεράστιας ηθικής κι όχι μόνο θέμα ας κάνουμε τον κόπο να διαβάσουμε την αυθεντική περικοπή και την απόδοσή της στη νεοελληνική γλώσσα, γιατί όπως έλεγαν οι Λατίνοι, «scripta manent», δηλαδή «τα γραπτά μένουν»:

Ευαγγέλιο Κατά Λουκά (ΙΣΤ'(16) 19-31)

῎Ανθρωπος δέ τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ᾿ ἡμέραν λαμπρῶς.

πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος

καὶ ἐπιθυμῶν χορτασθῆναι ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ.

ἐγένετο δὲ ἀποθανεῖν τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ· ἀπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη.

καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων ἐν βασάνοις, ὁρᾷ τὸν ᾿Αβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ.

καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ ᾿Αβραάμ, ἐλέησόν με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ.

εἶπε δὲ ᾿Αβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι·

καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν.

εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου·

ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως διαμαρτύρηται αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου.

λέγει αὐτῷ ᾿Αβραάμ· ἔχουσι Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν αὐτῶν.

ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ ᾿Αβραάμ, ἀλλ᾿ ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτούς, μετανοήσουσιν.

εἶπε δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ πεισθήσονται.

Νεοελληνική Απόδοση

«Κάποιος άνθρωπος, λοιπόν, ήταν πλούσιος, και ντυνόταν με πορφύρα και εκλεκτό λινό και ευφραινόταν κάθε ημέρα λαμπρά.

Ενώ κάποιος φτωχός με το όνομα Λάζαρος ήταν ριγμένος μπροστά στην πύλη του, έχοντας έλκη,

και επιθυμούσε να χορτάσει από αυτά που έπεφταν από το τραπέζι του πλούσιου. Αλλά και τα σκυλιά έρχονταν και έγλειφαν πάνω στα έλκη του.

Συνέβηκε λοιπόν να πεθάνει ο φτωχός και να μεταφερθεί από τους αγγέλους στην αγκαλιά του Αβραάμ. Πέθανε κατόπιν και ο πλούσιος και τάφηκε.

Και μέσα στον άδη σήκωσε τα μάτια του, ενώ βρισκόταν σε βάσανα, και βλέπει τον Αβραάμ από μακριά και το Λάζαρο μέσα στην αγκαλιά του.

Και τότε αυτός φώναξε και είπε: Πατέρα Αβραάμ, ελέησέ με και στείλε το Λάζαρο να βουτήξει το άκρο του δαχτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, γιατί πονώ υπερβολικά μέσα στη φλόγα αυτή.

Είπε τότε ο Αβραάμ: Τέκνο μου, θυμήσου ότι απόλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου, και ο Λάζαρος ομοίως τα κακά· τώρα όμως εδώ παρηγοριέται, ενώ εσύ πονάς υπερβολικά.

Και επιπλέον σε όλα αυτά, ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εσάς είναι στηριγμένο μεγάλο χάσμα, ώστε εκείνοι που θέλουν να διαβούν από εδώ προς εσάς να μη δύνανται να το κάνουν, μήτε από εκεί προς εμάς να διαπερνούν.

Είπε τότε: Σε παρακαλώ, λοιπόν, πατέρα, να τον στείλεις στον οίκο του πατέρα μου,

γιατί έχω πέντε αδελφούς, για να τα διαβεβαιώνει σ’ αυτούς, ώστε να μην έρθουν και αυτοί στον τόπο τούτο του βασάνου.

Λέει λοιπόν ο Αβραάμ: Έχουν το Μωυσή και τους προφήτες, ας ακούσουν αυτούς.

Εκείνος είπε: Όχι, πατέρα Αβραάμ, αλλά αν κάποιος από τους νεκρούς πορευτεί προς αυτούς, θα μετανοήσουν.

Είπε όμως σ’ αυτόν: Αν δεν ακούν το Μωυσή και τους προφήτες, ούτε αν κάποιος από τους νεκρούς αναστηθεί θα πειστούν.

Ο Χριστός απέφευγε την πολυλογία και ο λόγος του ήταν μετρημένος, συνοπτικός, σαφής και περιεκτικός. Διαβάζοντας, λοιπόν, κάποιος αυτήν την περικοπή ποιο συμπέρασμα αποκομίζει; Αποτελούσε καταγγελία του πλούτου και αυτών που τον κατέχουν ναι ή όχι; Υπάρχει έστω και υπόνοια ότι ο Χριστός δικαιολογούσε κάποια μορφή του πλούτου αρκεί να χρησιμοποιείται κάποιο μέρος του για την ανακούφιση των φτωχών; Κι ακόμα διαφαίνεται ναι ή όχι μια μελλοντική δικαίωση των φτωχών και μια καταδίκη των πλούσιων εκμεταλλευτών; Εν τέλει καταδικάζεται ναι ή όχι η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο;

Ο άγιος αδελφόθεος Ιάκωβος, πιστός στο Ευαγγέλιο του Χριστού, απευθύνει στην επιστολή του (Ιακ. Ε΄, 1-5) ένα σκληρό κατηγορητήριο προς όλους τους πλούσιους γενικά χωρίς εξαίρεση με αυτά τα λόγια:

«Ακούστε με τώρα κι εσείς οι πλούσιοι. Κλάψτε με γοερές κραυγές για τα βάσανά σας, που όπου να ‘ναι έρχονται. Ο πλούτος σας σάπισε και τα ρούχα σας τα ‘φαγε ο σκόρος, το χρυσάφι σας και το ασήμι κατασκούριασαν και η σκουριά τους θα είναι μαρτυρική κατάθεση εναντίον σας και θα καταφάει τις σάρκες σας σαν τη φωτιά. Κι ενώ πλησιάζει η κρίση, εσείς μαζεύετε θησαυρούς. Να, ο μισθός των εργατών που θέρισαν τα χωράφια σας κι εσείς τους τον στερήσατε κραυγάζει και οι κραυγές των θεριστών έφτασαν στ’ αυτιά του Παντοδύναμου Κυρίου. Ζήσατε πάνω στη γη με απολαύσεις και σπατάλες. Παχύνατε σαν τα ζώα, που τα πάνε για σφάξιμο. Καταδικάσατε και φονεύσατε τον αθώο, δε σας πρόβαλε αντίσταση.»

Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ως σταθεροί συνεχιστές του αποστολικού έργου, κρατούν ανάλογη καταδικαστική στάση έναντι των πλουσίων κι όχι μόνο αποκαλύπτουν το στενό σύνδεσμο του πλούτου με την αδικία, αλλά επιχειρούν επίσης να αποκαλύψουν και το μηχανισμό με τον οποίο επιβάλλεται στην πράξη η παντοδυναμία του χρήματος.

Ενδεικτικά αναφέρουμε την ομιλία του Μεγάλου Βασιλείου, «Προς πλουτούντας»:

«Όπως οι ποταμοί ξεκινούν από μικρά ρυάκια και σιγά σιγά μεγαλώνουν και αποκτούν τέτοια ορμή, ώστε να παρασύρουν οτιδήποτε βρεθεί μπροστά τους, έτσι και οι πλούσιοι με τη δύναμη που απέσπασαν απ’ αυτούς που ήδη αδίκησαν, αυξάνουν την αρπακτική τους ικανότητα, μ’ αυτήν πάλι καταληστεύουν καινούρια θύματα και γίνεται αυτοίς δυνάμεως αύξησις η περιουσία της πονηρίας».

Και σε άλλο σημείο της ίδιας ομιλίας έχει αυτή συναρπαστική αποστροφή: «Ως πότε θα είναι παντοδύναμο το χρυσάφι, των ψυχών η αγχόνη, το αγκίστρι του θανάτου, της αμαρτίας το δόλωμα; Ως πότε θα κυβερνάει ο πλούτος, η αιτία του πολέμου, για τον οποίο κατασκευάζονται όπλα, για τον οποίο ακονίζονται ξίφη;».

Ο ιερός Χρυσόστομος ήταν κι αυτός εξαιρετικά ευαίσθητος στο πρόβλημα του πλούτου και της φτώχειας και σε μια ομιλία του για την ανωτέρω ευαγγελική περικοπή του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου τονίζει ότι:

«Τούτο και επί των πλουτούντων και πλεονεκτούντων λόγισαι. Λησταί τινες εισίν οδοίς εφεδρεύοντες, τα των παριόντων αρπάζοντες, ώσπερ εν σπηλαίοις και καταδύσεσι, τοις εαυτών θαλάμοις κατορύττοντες τας ετέρων περιουσίας»(Ε.Π.Μ. 48, 980). Τουτέστιν, «οι πλούσιοι είναι ένα είδος ληστών, τα ξένα αγαθά κι αυτοί αρπάζουν και σαν σε σπήλαια τα καταχωνιάζουν στις αποθήκες και τα ταμεία τους».

Επειδή κάποιες φορές οι Πατέρες έκαναν κάποιες λεκτικές παραχωρήσεις λ.χ. αναγνωρίζοντας ότι μπορεί να υπάρχει μια μορφή «δίκαιου» πλούτου όπως π.χ. από κληρονομιά, υπάρχει μια ηθελημένη παρανόηση από κάποιους ιεροκήρυκες οι οποίοι στρεψοδικούν, προκειμένου να δικαιολογήσουν την κοινωνική ανισότητα, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, την ύπαρξη πλούτου και φτώχειας, ενώ οι ιεροί συγγραφείς είχαν βαθύτατη την πεποίθηση, την οποία δε δίσταζαν να διακηρύξουν δημοσίως, ότι «δίκαιος» πλούτος με γνώμονα τη χριστιανική αντίληψη περί δικαιοσύνης, είναι αδύνατο να υπάρξει!

Γράφει ο Χρυσόστομος στη ΙΒ΄ ομιλία του στην Α΄ προς Τιμόθεον επιστολή σχετικά με τον πλούτο ως καρπό πλεονεξίας και αρπαγής:

«Τι λοιπόν θα αντείπει κανείς, μ’ άδικα μέσα θα έχει πλουτίσει αν κληρονομήσει τον πλούτο από τον πατέρα του; Τα προϊόντα της αδικίας κληρονόμησε. Γιατί δεν ήταν βέβαια πλούσιος από την εποχή του Αδάμ ο πρόγονός του, αλλά φυσικό είναι να υποθέσουμε ότι πολλοί υπήρξαν πριν απ’ αυτόν, κάποιος δε από τους πολλούς άρπαξε τα αγαθά των άλλων και τα καρπώθηκε…».

Αυτό απέδειξε με επιστημονικό τρόπο, πολλά χρόνια αργότερα, ο Καρλ Μαρξ που εξέτασε τις σχέσεις ανάμεσα στο κεφάλαιο και τη μισθωτή εργασία στη σύγχρονη αστική κοινωνία, όπου οι κάτοχοι των μέσων παραγωγής πλουτίζουν εκμεταλλευόμενοι την υπεραξία που παράγουν με την εργασία τους οι εργαζόμενοι, κάτι που είναι καθαρή κλοπή σε βάρος τους.

Το θέμα του πλούτου και της φτώχειας είναι τεράστιο και πέρα από τις κοινωνικοοικονομικές πλευρές του έχει και μια αναντίρρητη ηθική διάσταση, που δεν επιτρέπει στο Χριστιανισμό να το παραβλέψει πολύ δε περισσότερο να το δικαιολογήσει, όπως επιχειρούν να κάνουν ενίοτε κάποιοι ιεροκήρυκες, οι οποίοι αποφαίνονται ότι: Ο Θεός χορηγεί τον πλούτο και ότι υπάρχει «δίκαιος» πλούτος που μπορούν να τον διαχειριστούν φιλάνθρωπα οι ιδιοκτήτες του!

Σ’ αυτούς απαντά ο ίδιος ο Χριστός με τη συγκλονιστική φράση Του: «Ευκοπώτερον εστί κάμηλον δια τρυμαλιάς ραφίδος εισελθείν ή πλούσιον εις την Βασιλείαν του Θεού εισελθείν».

Κι επειδή αυτή η Βασιλεία του Θεού ξεκινά απ’ αυτή τη γη, στην οποία κυριαρχούν οι επιπτώσεις της αμαρτίας (εκμετάλλευση, αδικία, ανεργία, φτώχεια κλπ) πολύ σωστά επισημαίνει ο Θεολόγος Γεώργιος Ροδίτης στο βιβλίο του «Χριστιανισμός και πλούτος» (Αθήνα 1994):

«Ο αγώνας για την επικράτηση της Βασιλείας του Θεού στη γη είναι η μεγάλη δόξα του Χριστιανού. Η επίγεια Βασιλεία του Θεού είναι βασιλεία αλήθειας, δικαιοσύνης, ισότητας, ελευθερίας, αγάπης και ειρήνης και ο Χριστιανός δεν είναι απλώς ένας τηρητής, αλλ’ απόστολος και μάρτυρας αυτών των αξιών.»

Γι’ αυτό ο Χριστιανισμός δεν μπορεί να είναι παθητικός θεατής της κοινωνικής αδικίας και ν’ αφήνει το πεδίο ελεύθερο στους κάθε είδους -ισμούς.

Όπως έγραφε στο βιβλίο του «Η Χριστιανική Επανάσταση» (Εκδόσεις ΜΗΝΥΜΑ 1973) ο αξέχαστος πρωτοπόρος του χριστιανικού κοινωνικού αγώνα Νίκος Ψαρουδάκης:

«Ο Χριστιανισμός, καθολική επανάσταση, δεν μπορεί να πολεμά μονόπλευρα και περιορισμένα. Διεξάγει πάλη κατά του κακού, όπου κι αν βρίσκεται. Γενική επανάσταση ίσον γενική πάλη. Γι’ αυτό χριστιανός σημαίνει αγωνιστής.

Αν ο Χριστιανισμός δεν έχει νικήσει ακόμη τη δυστυχία και τον πόλεμο, είναι γιατί απόκτησε οπαδούς κι όχι στρατιώτες. Ο χρόνος που πέρασε μέχρι σήμερα δεν χρησιμοποιήθηκε όπως έπρεπε. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος άγονα, πράγμα που αυξάνει την ευθύνη των χριστιανών της εποχής μας, πρέπει να κερδηθεί ο καιρός που χάθηκε.»

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις