Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Ο μπαρμπα - Χρήστος ο Μπέλπας ήτανε από τα μέρη του Πύργου της Ηλείας. Ποιος ξέρει σε ποιο «ταξίδι» τα κύματα της θάλασσας της ζωής τον έφεραν στη Σπάρτη!

Προκομμένος, εργατικός, έξυπνος και καλός άνθρωπος ήταν, έριξε ρίζα με τη γυναίκα του, την Αντιγόνη, στη Λάκκα της Σπάρτης, γωνία Ορθίας Αρτέμιδος 92 και Καρυατίδων, όπου φτιάξανε ένα όμορφο σπιτάκι, μονώροφο, με μια μικρή αυλή στο πλάι κι ένα υπόγειο στενό στην πρόσοψη, που ο Χρήστος ο Μπέλπας σκέφτηκε να το κάνει ταβέρνα. Παράλληλα, ανήσυχο και εργατικό πνεύμα καθώς ήταν, βρήκε δουλειά σαν οδηγός των σκουπιδιάρικων και της καταβρεχτήρας του Δήμου Σπάρτης και δημιούργησε και μια μικρή χοιροτροφική μονάδα κοντά στη γέφυρα του Ευρώτα.

Μέσα στο μικρό και στενό υπόγειο του σπιτιού του συναρμολόγησε τα ξύλινα βαρέλια για το κρασί της ταβέρνας με «βασιλιά», ανάμεσά τους, το μεγάλο βαγένι του ενάμιση τόνου!!! Τα βαρέλια στη μια μεριά και ακουμπητά, σχεδόν, τα τραπεζάκια, 4-5 τραπεζάκια, όσα έπαιρνε το μικρό και στενό υπόγειο.

Έψαξε για καλό κρασί ο κυρ-Χρήστος και κατέληξε στη Χώρα Τριφυλλίας, την αμπελομάνα της Μεσσηνίας. Κρασιά βγαλμένα από εύφορα και καλο - καλλιεργημένα αμπέλια, φροντισμένα από χέρια που ξέρανε, για ψυχές που γνωρίζανε ν’ αγαπούν και να χαίρονται τον ευλογημένο χυμό της αμπέλου, το κρασί. Τα νέα κυκλοφόρησαν γρήγορα μεταξύ των «βαρελοφρόνων» της Σπάρτης, που τότε, 10ετία ’50-’60, ήταν και πολλοί και απαιτητικοί: «Πάμε στου Μπέλπα. Είπανε ότι έχει καλό κρασί»!

«Διακρίνονται οι Λαγονίκος, Τσέρτος, Δυραχίτης, Τόμπρος, Κουντούρης κ.α». (*Ο Χρήστος Μπέλπας όρθιος δεξιά)

Τούτοι δω οι μερακλήδες του καλού κρασιού και της παλιάς ταβέρνας, δεν ήτανε που δεν είχανε στο σπίτι τους να φάνε και να πιούνε. Ήτανε άνθρωποι κουρασμένοι και πονεμένοι απ’ τη ζωή, που βρίσκανε στην ταβέρνα στασίδι να ξαποστάσουνε και στο κρασί ένα φίλο γκαρδιακό, που άκουγε τα παράπονα, ένιωθε τους πόνους τους και γιάτρευε τις πληγές τους. Γι’ αυτό άνοιγαν την ξώπορτα της ταβέρνας σαν να ‘μπαιναν σε ξωκλήσι κι έπιναν το κρασάκι τους σαν να μεταλαβαίνανε από τα χέρια του παπά. Όπως είπε μια φορά ο μεγάλος μας ηθοποιός Μάνος Κατράκης για μια παλιά αθηναϊκή ταβέρνα: «Δεν έρχομαι στου Δαμίγου για να φάω, έρχομαι για να προσκυνήσω».

Και δεν ήτανε μόνο το καλό κρασί του Μπέλπα. Ήτανε και τα μεζεδάκια της κυρα-Αντιγόνης αλλά (πάνω απ’ όλα) ήτανε το κουτούκι. Που πάει να πει μικρό κρασοπουλιό, όσο να χωράει τα βαρέλια, τα λίγα τραπέζια και τις καρέκλες τους, για να ’ναι οι άνθρωποι κοντά ο ένας στον άλλο, να χτυπάνε οι καρδιές αδερφωμένες, να φτάνουν τα χέρια να τσουγκράνε τα γεμάτα ποτήρια και να ζεσταίνεται η ταβέρνα απ’ τις ανάσες τους, κάτω απ’ τα βαρέλια και μέσα στην ομίχλη του τσιγάρου και καμένου τηγανόλαδου.

Από το πρωί που άνοιγε, μέχρι αργά το βράδυ, η Ταβέρνα του Μπέλπα, «ΤΑ ΚΑΛΑ ΚΡΑΣΙΑ», ήτανε γεμάτη. Μια παρέα έφευγε άλλη έμπαινε. Όταν έλειπε στη δουλειά του ο κυρ- Χρήστος, άνοιγε η κυρα-Αντιγόνη. Όταν ερχότανε ο κυρ-Χρήστος, κατέβαινε στην υπόγεια την ταβέρνα, χαιρέταγε τους θαμώνες-φίλους του, γέμιζε μια κούπα με κρασί, καθότανε σ’ ένα τραπέζι με μια παρέα και μ’ ένα: «Γεια μας, ρε παιδιά» ρούφαγε την κούπα το κρασί απνευστί. Ήτανε η ώρα να αναλάβει αυτός και να ξεκουραστεί η γυναίκα του.

Έκανε όνομα ο Μπέλπας. Αρχίσανε και πηγαίνανε εκεί στην υπόγεια την ταβέρνα και Σπαρτιάτες από ψηλότερα στρώματα, όχι για να «κοκορευτούνε» πως καταδεχούντανε τους παρακατιανούς, αλλά γιατί τους άρεσε αυτή η ατμόσφαιρα, έτσι μόνοι τους χωρίς συνοδεία γυναικών, χωρίς μαχαιροπίρουνα και σερβίτσια, χωρίς γκαρσόνια, χωρίς καθωσπρεπισμούς, απλά και λαϊκά και ανθρώπινα και πάνω απ’ όλα χωρίς το: «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ, ρε ;». Όλοι ίσοι, όλοι το ίδιο.

Κάποια στιγμή σκέφτηκε ο κυρ-Χρήστος ότι το μαγαζί χρειαζότανε και μια ταμπέλα κι έβαλε τον αξέχαστο ζωγράφο Βαγγελάκη Δημητρίου και του ’φτιασε μια μικρή λαμαρινένια ταμπελίτσα, που την κάρφωσε πάνω απ’ την πόρτα της ταβέρνας:

ΟΙΝΟΠΩΛΕΙΟ

«ΤΑ ΚΑΛΑ ΚΡΑΣΙΑ»

ΧΡΗΣΤ. Κ. ΜΠΕΛΠΑ

ΤΗΛ: 28552

Κι από δίπλα απ’ τα γράμματα μια μικρή ζωγραφιά, που παρίστανε (τι άλλο;) μια παρέα να πίνει κρασί με φόντο τα βαρέλια του Μπέλπα.

2.--.jpg
Η είσοδος της ταβέρνας Μπέλπα.
(Φωτ. Αρχείο Β. Μητράκου)

Κάποια στιγμή πήρε ο κυρ-Χρήστος ο Μπέλπας και μια μεγάλη λαμαρινένια ψησταριά για σουβλάκια και άλλα ψητά στα κάρβουνα. Δε χώραγε, φυσικά, στο υπόγειο, την έβαλε στην αυλίτσα του σπιτιού. Δεν ευοδώθηκαν τα σχέδια, δεν «τράβηξε» η ψησταριά, εγκαταλείφθηκε η ιδέα.

Πέρασαν τα χρόνια, η κούραση και η ηλικία δεν επέτρεπαν στην κυρα-Αντιγόνη να μαγειρεύει, έγινε η ταβέρνα του Μπέλπα το κουτούκι των «ξεροσφύρηδων», που στη γλώσσα της ταβέρνας «ξεροσφύρης» πάει να πει «πίνω κρασί χωρίς μεζέ».

Οι «ξεροσφύρηδες» ήτανε τόσο παλιοί όσο και η ταβέρνα. Ίσως και να γεννήθηκαν μαζί. Και αιτία δεν ήτανε άλλη παρά η «καταραμένη φτώχεια».

Η νύχτα είναι παγερή

και σιγοψιχαλίζει

κι απ’ την απέναντι γωνιά

το καπηλειό

το καπηλειό φωτίζει

Κι ένας απένταρος μπεκρής

έξω απ’ το ταβερνάκι

συλλογισμένος κάθεται

στο χαμηλό

στο χαμηλό πορτάκι

Θέλει να μπει κι αυτός εκεί

να άρχισει και να πίνει

μα είναι φτωχό το καπηλειό

και βερεσέ

και βερεσέ δε δίνει

(Γ. ΜΗΤΣΑΚΗΣ, 1948)

Όλοι εκείνοι οι ξεροσφύρηδες που πηγαίνανε στην ταβέρνα, και πεινάγανε, και θέλανε μαζί με το κρασί να φάνε κάποιο μεζεδάκι. Όμως τα λεφτά δε φτάνανε κι έτσι περιοριζούντανε να πίνουνε το κρασάκι τους χωρίς μεζέ. Τους έβλεπες να κάθουνται άβολα σ’ ένα τραπεζάκι, συνήθως μόνοι, μ’ ένα «κουλουκάκι» (μικρό κατρούτσο) πάνω στο τραπέζι τους, άντε και με μια μισή οκά (ή μισόκιλο αργότερα). Πίνανε αργά και υπομονετικά, για να μην τελειώσει γρήγορα το κρασί, χωρίς να λείπουνε, όμως, κι εκείνοι οι ξεροσφύρηδες οι διψασμένοι για κρασί, που πηγαίνανε τα ποτήρια μονορούφι. Οι άλλοι σύντροφοι της ταβέρνας τους συμπαθάγανε τους ξεροσφύρηδες και τους στέλνανε απ’ τα τραπέζια τους κανένα μεζεδάκι και τους κερνάγανε και κρασί, για να μείνουνε περισσότερη ώρα στην ταβέρνα, αν και οι ταβερνιάρηδες τους ξέρανε καλύτερα απ’ όλους κι όχι μόνο δεν τους διώχνανε ποτέ, αλλά τους κερνάγανε κιόλας κι ας είχαν γεμίσει τα τεφτέρια τους με βερεσέδια.

Κάποτε ρωτήσανε τον Διογένη πότε πρέπει κάποιος να γευματίζει κι εκείνος απάντησε:

«Ει μεν πλούσιος, όταν θέλη, ει δε πένης, όταν έχη».

(Αν είναι πλούσιος, όταν θέλει, αν όμως είναι φτωχός, όταν έχει».

Φυσικά οι ταβερνιάρηδες δεν είχανε ακούσει ποτέ τη ρήση αυτή του Διογένη, ξέρανε όμως πολύ καλά (όπως κι αυτός) τι σήμαινε φτώχεια και δυστυχία σ’ εκείνους τους δύσκολους καιρούς.

Οι περισσότεροι «ξεροσφύρηδες» (καλοί άνθρωποι οι πιο πολλοί) δε ζήσανε πολλά χρόνια. «Τους έκοψε το ξεροσφύρι» όπως λέγανε στις παρέες. Το ξέρανε κι αυτοί ότι το νήμα της ζωής τους ήτανε κοντό, όμως προτιμάγανε να ζήσουνε όπως θέλανε κι όχι όπως «έπρεπε»: «Καλύτερα λίγη ζωή παρά βασανισμένη».

Στην ταβέρνα του Μπέλπα, βέβαια, οι ξεροσφύρηδες ήτανε… εξ ανάγκης, αφού η ταβέρνα σταμάτησε να έχει μεζέ. Γι’ αυτό πολλοί παίρνανε από τα μπακάλικα της γειτονιάς κανένα κονσερβάκι ή λίγο κεφαλοτύρι (καμιά φορά φέρνανε και μεζέ ολόκληρο απ’ το σπίτι) και κατεβαίνανε στην ταβέρνα του Μπέλπα, για να ευχαριστηθούνε το καλό κρασί.

Ο κυρ-Χρήστος και η κυρα-Αντιγόνη δεν αποκτήσανε παιδιά.

Όταν βάρυναν απ’ τα χρόνια κλείσανε την ταβέρνα (κάπου στη 10ετία του ’90), κλείσανε και το σπίτι και μπήκανε στο Γηροκομείο. Εκεί κλείσανε και τα μάτια τους, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου.

(Όπως κανείς δε σε ρώτησε πριν σε γράψει στο τετράδιο της ζωής, έτσι και χωρίς να σε ρωτήσει παίρνει μια γομολάστιχα και σε σβήνει και πάει: Ολόκληρη ζωή, με τις χαρές της, τους πόνους, τις αγωνίες, τις ελπίδες τις στενοχώριες της… γίνεται ξανά ένα άγραφο χαρτί τετραδίου, που μόνο κάποιες ξεχασμένες από τη γόμα ουρές των γραμμάτων και μερικές μουντζούρες εδώ κι εκεί θυμίζουν ότι εδώ, σε τούτα τα φύλλα, ήτανε γραμμένος κάποτε ένας άνθρωπος.)

Από μια ζωή ολόκληρη του Χρήστου Μπέλπα και της γυναίκας του Αντιγόνης μείνανε μόνο οι μνήμες, κάποιες παλιές φωτογραφίες, το σπίτι και το υπόγειο (ανακαινισμένο, πλέον, και με άλλη χρήση).

Το σπίτι του Χρ. Μπέλπα
(Φωτ. Αρχείο Β. Μητράκου)

Μένει όμως για την ταβέρνα «Τα Καλά Κρασιά» τού Χρήστου Μπέλπα (όπως και για όλες τις παλιές ταβέρνες), το ποίημα του Κώστα Βάρναλη (1964), «Μες στην υπόγεια την ταβέρνα», ο «εθνικός ύμνος» της παλιάς ταβέρνας, που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης και τραγούδησε ο Γρ. Μπιθικώτσης, για να θα θυμίζει για πάντα την ύπαρξή της, μαζί και τους ανθρώπους που απάγκιασαν εκεί:

Mες την υπόγεια την ταβέρνα,

μες σε καπνούς και σε βρισές

(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)

όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·

εψές, σαν όλα τα βραδάκια,

να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο

και κάπου εφτυούσε καταγής.

Ω! πόσο βάσανο μεγάλο

το βάσανο είναι της ζωής!

Όσο κι ο νους να τυραννιέται,

άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα

και βάθος τ’ άσωτ’ ουρανού!

Ω! της αβγής κροκάτη γάζα,

γαρούφαλα του δειλινού,

λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,

χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Tου ενού ο πατέρας χρόνια δέκα

παράλυτος, ίδιο στοιχειό·

τ’ άλλου κοντόημερ’ η γυναίκα

στο σπίτι λυώνει από χτικιό·

στο Παλαμήδι ο γιος του Mάζη

κι η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

― Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!

― Φταίει ο Θεός που μας μισεί!

― Φταίει το κεφάλι το κακό μας!

― Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!

Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Kανένα στόμα

δεν το βρε και δεν το πε ακόμα.

Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα

πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.

Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα

όπου μας έβρει μας πατεί.

Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,

προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις