Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Στα παλιά και καλά σχολικά χρόνια μαθαίναμε από τους δασκάλους μας πολλά και όμορφα παιδικά τραγούδια, εκείνα που σήμερα η «πρόοδος» και ο «εκσυγχρονισμός» εξωπέταξαν από το σχολικό πρόγραμμα. Επίσης πολλά και όμορφα τραγούδια μαθαίναμε και στο Κατηχητικό, που ήταν για μας ένα δεύτερο σχολείο και μας έδινε πνευματική χαρά. Ένα απ’ αυτά τα αξέχαστα τραγουδάκια, που ακόμα οι παππούδες και οι γιαγιάδες (τα παιδιά του «τότε») τραγουδούν και μαθαίνουν στα εγγονάκια τους ήτανε και,

«Ο σπίνος»

Σε φουντωμένο δέντρου κλωνάρι

κάθεται σπίνος και κελαηδεί,

τόσην ακούει τέρψη και χάρη

και πλησιάζει ένα παιδί.

Σπίνε, μ’ αρέσει το ψάλσιμό σου,

τα λέγεις όλα, όλα καλά,

μα ποίος είναι διδάσκαλός σου

που σε μαθαίνει τα μουσικά;

Μάθε, παιδάκι, διδάσκαλός μου

που με μαθαίνει τη μουσική

είναι ο πλάστης όλου του κόσμου,

η πρόνοιά του η πατρική.

Ο σπίνος, τότε, ήτανε για μας ένα πουλί άγνωστο, που η φαντασία μας το ζωγράφιζε όπως ήθελε ο καθένας. Αργότερα, μάθαμε πως ο σπίνος δεν ήταν άλλος από το πολύ γνωστό μας «τσόνι», το οποίο (δυστυχώς) «κυνηγήσαμε» ανελέητα σαν παιδιά με τις σφεντόνες και τα φλόμπερ, μιας και ήτανε το πιο θρεμμένο από εκείνα τα δυστυχισμένα πουλάκια, που ήτανε οι στόχοι μας, σκαρθάκια, κοκκινονούρες, σπουργίτια, μαυροκεφάλες, στεφανούρια, κοκκινολαίμηδες, κλπ, κλπ.

Ο σπίνος είναι ένα πανέμορφο, έξυπνο και κοινωνικό πουλάκι, που ανήκει στην οικογένεια «Σπιζίδες» ή αλλιώς «Σπίζες» (ωδικά πτηνά, τα οποία είναι κυρίως διαδεδομένα σε όλο το Βόρειο ημισφαίριο). Στη ζωολογία έχει το λατινικό όνομα Fringillia coelebs, που σημαίνει «Φρυγίλλος ο άγαμος». Κατά τόπους, ο λαός μας, του έχει δώσει πολλές και διάφορες ονομασίες,

τσόνι (απ’ το βλάχικο čiona που σημαίνει σπουργίτι) αγριόσπινος, αμούντανος, κούκουρος, πίπιζα (λόγω του κελαηδήματός του), πισπίνι, σησαμάκι, σκαθάρ’, σπίντζος, σμπίνος, σπιγγάρι, σπίγγος, σπίζα, σπιννί, σπιντούρι, τρέκος, τρυπουσάξ, τσιντσιόν (από τη φωνή που βγάζει), τσιόγκα, χινοπούλι και χιονάρι (επειδή προειδοποιεί για τον χιονιά), λιαράς, από τα πολλά του χρώματα) κ.α…

Ο σπίνος είναι μικρόσωμο πουλί (14-16 εκατοστά) και μοιάζει με το σπουργίτι. Το ράμφος του είναι κοντό, ισχυρό και χοντρό στη βάση του, για να σπάζει τους σπόρους, που είναι η βασική τροφή του. Τρώει, όμως, και έντομα, αλλά προτιμά και τα φρούτα και τα λαχανικά. Διαθέτει κομψό παράστημα και όμορφο φτέρωμα με λαμπερά, εντυπωσιακά χρώματα. Συνήθως, σχηματίζει σμήνη με πουλιά του είδους του αλλά μπαίνει και σε «παρέες» με άλλα πουλιά. Κινείται με ευκολία είτε στο έδαφος για τροφή είτε πετώντας.

Ζωηρό κι εύθυμο πουλάκι ο σπίνος… *«πετά από κλαδί σε κλαδί και πάντοτε με το κελάηδημα στο στόμα. Και στο κλαδάκι που στέκεται δεν ησυχάζει. Βλέπει κάτω, δεξιά κι αριστερά και συγχρόνως κινείται ζωηρά. Το κεφαλάκι του, τα ποδαράκια του, δεν ευρίσκουν ησυχία».

Όταν έρθει η άνοιξη, ο σπίνος, όπως όλα τα πουλάκια, αναζητά τη σύντροφό του. Ύστερα… *«θα εύρη ένα δενδράκι σε κάποια ακρούλα να κτίση τη φωλιά του. Του αρέσει να μένει μόνος εκεί με τη συντρόφισσά του, χωρίς ούτε να ενοχλεί τους άλλους σπίνους, ούτε και να τον ενοχλούν. Η φωλίτσα του είναι χαρά των ματιών να την βλέπεις. Στρογγυλή μισόσφαιρα και τόσο πυκνή, που να μην τη διαπερνά διόλου ο αέρας».

Το θηλυκό γεννά 2-6 αυγά στολισμένα με κυματιστές γραμμές και μαύρες κηλίδες. Όσο η θηλυκιά κλωσά τα αυγά, ο αρσενικός σπίνος της κάνει παρέα καθισμένος στο ψηλότερο κλαδί του ίδιου δέντρου και κελαηδά. Όταν βγαίνουν οι νεοσσοί απ’ τ’ αυγό, είναι τυφλοί και ανίκανοι να βαδίσουν. *«Όταν μεγαλώσουν οι μικροί σπίνοι, πατέρας και μητέρα τα οδηγούν από κλαδί σε κλαδί και από δένδρο σε δένδρο και τα διδάσκουν να πετούν. Να πετούν αλλά και να ευρίσκουν μόνα των την τροφήν των».

Το κελάηδημα του σπίνου είναι όμορφο, μελωδικό και χαρακτηριστικό. Σαν αρχίζει να κελαηδάει στην αρχή «ζεσταίνεται» και μετά «το λέει» πιο γλυκά. Το τραγούδι του διαφέρει από περιοχή σε περιοχή και μπορεί να ακουστεί από τον Φεβρουάριο έως τον Σεπτέμβριο. Λέγεται από τον λαό μας ότι με το επίμονο κελάδημά του μας προειδοποιεί για τον ερχομό του χιονιού:

«Τον χειμώνα κατεβαίνουν οι σπίνοι πρώτοι και μετά έρχονται τα χιόνια» λέγανε οι παλαιοί γέροντες.

*«Όταν ακούσετε: Σπιν! σπιν! Να είσθε βέβαιοι πως έρχεται το χιόνι. Γιατί τότε κατεβαίνει ο σπίνος στα χωριά και στας πόλεις. Τον άλλον καιρό του αρέσει να κατοικεί έξω, στο δάσος.

-Σπιν! σπίν! Ακούεται και κάθεται σε κάποιο δένδρο του κήπου, ξεγυμνωμένο από τα φύλλα του. Μόλις καθήσει κάμνει μια σιγανή φωνή: -Τσιόν, τσιόν και κοιτάζει κάτω και γύρω. Θέλει να ειπή:

-Το χιόνι θα τα σκεπάσει όλα. Αλλά δεν θα χάσω το θάρρος μου. Δεν θ’ απελπισθώ. Θα εύρω να φάγω και θα ζήσω στο πείσμα του χειμώνα».

Το κελάηδημα του σπίνου αλλάζει τόνο, ύφος και χαρακτηριστικά ανάλογα με το αν κάθεται σε κλαδί ή κελαηδεί πετώντας και το διαφοροποιεί ανάλογα με την φάση που βρίσκεται. Άλλες φορές το κάλεσμά του θυμίζει τσιχλαηδόνι και άλλοτε πευκοδρυοκολάπτη.

Ο άγριος σπίνος, σχεδόν ποτέ δεν τραγουδά σε αιχμαλωσία κι αυτό τον «γλίτωσε» από τους «κυνηγούς» ωδικών πουλιών, που παλιότερα πιάνανε με ξόβεργες διάφορα άγρια ωδικά πουλιά, για να τα πουλήσουν, τότε που συνηθιζόταν κάθε σπίτι να έχει κλουβί ή κλουβιά με «ωδικά πτηνά».

Ο σπίνος, το «σπουργίτι του δάσους», είναι ένα πολυάριθμο και ευρύτατα διαδεδομένο ωδικό πουλί που ενδημεί στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη, την Τουρκία και την Ασία. Το χειμώνα η χώρα μας δέχεται και άφθονους χειμερινούς σπίνους από τις πιο παγωμένες βόρειες χώρες. Την άνοιξη αναχωρούν πάλι και επιστρέφουν στον τόπο από όπου προήλθαν, προκειμένου να ετοιμαστούν για την αναπαραγωγή.

Οι κοινοί σπίνοι ζουν και αναπαράγονται μέσα σε πόλεις, σε πάρκα, σε κήπους και ελαιώνες, σε αραιά δάση όλων των τύπων με θαμνώδεις εκτάσεις, σε αμπελώνες, σε καλλιέργειες, αλλά και σε υγρότοπους. Θεωρούνται από τα χρήσιμα πουλιά διότι τρώνε πολλά έντομα.

Το γεγονός ότι ο σπίνος είναι κοινωνικό πουλί αλλά και πολύ συμπαθητικό έκανε τους Έλληνες να τον αγαπήσουν και να τον βάλουν, με διάφορους τρόπους, μέσα στη ζωή τους.

Έτσι:

Το μικρό παιδάκι το λένε χαϊδευτικά «τσόνι μου»: «Έλα, τσόνι μου, να φας το αυγό σου!»

  • «Τσόνι» λένε, ακόμα, τον έξυπνο και συνετό άνθρωπο, που αποφεύγει τις παγίδες και ξέρει να επιβιώνει: «Αυτός δεν έχει ανάγκη… είναι τσόνι».
  • Σε κυνηγετικά σινάφια «τσόνι» λένε το μικρό θήραμα χωρίς αξία, που δεν γεμίζει το μάτι, ένα τίποτα, δηλαδή. Ακόμα, μεταξύ κυνηγών, μπορεί να ακουστεί και ο παρακάτω διάλογος:

– Χτύπησες τίποτα;

- Μπα!! Ούτε τσόνι, … την γκαντεμιά μου.

  • Στη Λάρισα λένε την έκφραση: «Τρία π’λιά (πουλιά) κι ένα τσόν(ι)» , που σημαίνει ότι κάποιος λέει κάτι «άσχετο», εν ολίγοις λέει «άλλα αντί άλλων».
  • Άλλη λαϊκή έκφραση είναι: «Μυαλό από τσόνι», που σημαίνει ό,τι και η φράση «μυαλό κουκούτσι», πως, δηλαδή, κάποιου δεν του «κόβει» .
  • Κάπου, μπορεί ν’ ακούσεις και τη φράση: «Εγώ είμαι τσόνι», που σημαίνει άνθρωπος που μπορεί να σταθεί και να ανταπεξέλθει οπουδήποτε βρεθεί.

Ο σπίνος ήταν, μεταξύ άλλων, το αγαπημένο πουλί του γεωργού.

Εκεί στα χωραφάκια που οι ζευγάδες οργώνανε ή μαζεύανε τις ελιές ή κάνανε άλλες δουλειές, ερχούντανε και οι σπίνοι για να βρουν τροφή: Έντομα, σκουλήκια, σπόρους κλπ. Όταν όμως «φόρτωνε» οι καιρός, οι σπίνοι μαζεύονταν στο κοντινότερο δέντρο και έκαναν, χωρίς σταματημό, ένα ιδιαίτερο τιτίβισμα: «Σπίτ, σπίτ, σπίτ», που οι απλοί και αγνοί ξωμάχοι το ακούγανε σαν: «Σπίτι…σπίτι…σπίτι…».

Και τότε παρατάγανε τις δουλειές τους, μαζεύανε τα συμπράγκαλά τους και φεύγανε για τα σπίτια τους για να μη βραχούνε. Και τις περισσότερες φορές δεν μετάνιωναν, γιατί οι σπίνοι βγαίνανε αληθινοί.

Τέλος, αρκετά διαδεδομένο σ’ όλη την Ελλάδα είναι και το επίθετο «Τσώνης» ενώ υπάρχει και χωριό Τσόνια στη Λέσβο (δημοτική ενότητα Μανταμάδου) με μια από τις πιο φημισμένες παραλίες του νησιού.

Ένα τέτοιο ζωηρό και κοσμαγάπητο πουλί δεν ήταν δυνατόν να μην «πετάξει» και μέσα στην λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην ποίηση:

  • Έτσι, ο Γιαννιώτης Χρήστος Χριστοβασίλης (1862-1937, (συγγραφέας και δημοσιογράφος, εκπρόσωπος της ηρωικής και βουκολικής λογοτεχνίας και σημαντική μορφή της λογοτεχνίας μας), έγραψε:

Δροσάτη αύρα αρχίναε τον κόσμο να χαϊδεύη,

Οι στρατοκόποι ανάγκαζαν το κουρασμένο βήμα,

Οι ζευγολάτες μόχταγαν και κένταγαν με πόνο.

Καθένας το ζευγάρι του, τα δυο καματερά του,

Ν’ απετελειώσουν τη σποριά, πριν πάρη το σκοτάδι….

Τα δέντρα αναγαλλιάζανε και χαίρονταν οι θάμνοι

Και θράσευαν τα φύλλα τους, που τα είχε μάθει η κάψα,

Τα πετεινά τσιτσίριζαν ευφρόσυνα στους λόγγους,

Κι’ ίδιο σκοπό καθένα τους εγλυκοτραγουδούσεν,

Από τ’ αηδόνι το γλυκό, κι’ ως τον καλό τον σπίνο….

Στα ρόγγια μέσα τρέχανε τα λαίμαργα τα γίδια

Και στες πλαγιές τα πρόβατα σιγά-σιγά βοσκούσαν,

Λαλούσανε περίχαρα και κύπροι και κουδούνια,

Γαυγύζαν τα μαντρόσκυλλα κι’ έτρεχαν άνω-κάτω,.....

(Χ. ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗΣ, Η ΑΝΕΡΑΣΤΗ, 1906)

  • Κάμποσα χρόνια αργότερα, ο μεγάλος μας ποιητής Γεώργιος Δροσίνης (1859-1951) έγραψε το ποίημα «Το φθινόπωρο», για το ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ «ΕΛΛΗΝΟΠΟΥΛΑ» της Γ΄ τάξης του δημοτικού (ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ-Δ.Γ. ΖΗΣΗ-1939)

Τὸ φθινόπωρο

Χειμώνιασε καὶ φεύγουν τὰ πουλιὰ

γοργὰ ὁ πελαργὸς τὰ πελαγώνει

κι ἡ φλύαρη χελιδονοφωλιὰ

χορτάριασε παντέρημη καὶ μόνη.

Τοῦ σπίνου χάθηκ’ ἡ γλυκιὰ λαλιά,

φοβήθηκε ὁ μελισσουργὸς τὸ χιόνι

κι ἡ σουσουράδα κάτω στὴν ἀκρογιαλιὰ

δὲν τρέχει, δὲν πηδᾶ, δὲν καμαρώνει.

Στῆς λυγαριᾶς τ’ ὁλόξερο κλαδὶ

τοῦ φθινοπώρου φτωχικὸ παιδί,

ὁ καλογιάνος, πρόσχαρος προβάλλει,

μὲ λόγια ταπεινὰ καὶ σιγανά.

Μικρὸς προφήτης, φτερωτὸς μηνᾶ

τὴν Ἄνοιξη, ποὺ θὰ γυρίση πάλι.

(Γ. Δροσίνης)

  • Και πιο μετά, η ευαίσθητη ποιήτρια Μελισσάνθη ((1907-90) (φιλολογικὸ ψευδώνυμο της Ήβης Κούγια-Δασκαλάκη, ποιήτριας απὸ την Αθήνα, έγραψε:

Τραγούδι στὸν ἥλιο

Μέσα στὸ φῶς σου γίνομαι πουλὶ

καὶ τραγουδῶ ὅλη μέρα σὰν τὸ σπίνο.

Μίας πεταλούδας παίρνω τὰ φτερὰ

τὰ θεῖα καὶ ὁλόασπρα σὰν τὸ νέο τὸ κρίνο.

Σφαλῶ τὰ βλέφαρά μου, ἐντός μου φῶς.

Τ᾿ ἀνοίγω, φῶς παντοῦ, ὅλο φῶς τριγύρα.

Καὶ λέω: «Ἥλιε, τί θάνατος λαμπρὸς

μὲς σὲ μιὰ τέτοια θεία φωτοπλημμύρα!»

(Μελισσάνθη)

  • Ο Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, έγραψε στον επίλογο της ποιητικής του σύνθεσης « ΟΡΕΣΤΗΣ»:

(Προχώρησαν προς την πύλη. Οι φρουροί παραμέρισαν σα να τους περίμεναν. Ο γερο-θυρωρός άνοιξε τη μεγάλη πόρτα, κρατώντας πάντα ταπεινά σκυμμένο το κεφάλι του σα να τους καλωσόριζε. Σε λίγο ακούστηκε το πηχτό βογγητό ενός άντρα, κι ύστερα μια ξαφνιασμένη, οδυνηρή γυναικεία κραυγή. Μεγάλη ησυχία και πάλι. Μόνο, στον κάμπο κάτω, οι αραιές ντουφεκιές των κυνηγών και τ’ αναρίθμητα τιτιβίσματα από αόρατα σπουργίτια, σπίνους, κορυδαλλούς, μελισσουργούς, κοτσύφια. Τα χελιδόνια στριφογυρίζουν επίμονα στη βορεινή γωνιά του ανακτόρου. Οι φρουροί έβγαλαν ατάραχοι τα πηλήκια τους και σκούπισαν τον από μέσα πέτσινο γύρο με το μανίκι τους. Τότε, καταμεσής στην πύλη των λεόντων, στάθηκε μια μεγάλη αγελάδα, κοιτώντας κατάματα τον πρωινό ουρανό, με τα πελώρια, κατάμαυρα, ασάλευτα μάτια της).

Γιάννης Ρίτσος-Ορέστης

ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙ, ΑΘΗΝΑ, ΣΑΜΟΣ, ΜΥΚΗΝΕΣ, Ιούνιος 1962–Ιούλιος 1966

  • Ο Οδυσσέας Ελύτης, ο ποιητής του Αιγαίου, θα γράψει κι αυτός:

(…) Εκεί ρόδια, κυδώνια

θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι

το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια·

και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας

λυγαριά και σχίνο

σπάρτο και πιπερόριζα

με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων

ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι!

(…)

Οδυσσέας Ελύτης, «Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική»

  • Όχι μόνο Έλληνες ποιητές αλλά και ξένοι φιλοξένησαν τον σπίνο στα ποιήματά τους, όπως (λ.χ.) ο Ουίλιαμ Μπλέικ (1757- 1827) ένας από τους σημαντικότερους Άγγλους ποιητές:

Θα πιώ απ’ το καθάριο το ποτάμι,

και το κελάιδισμα του σπίνου θα ακούσω,

κι’ εκεί θα πέσω να ξαπλώσω

και να ονειρευτώ ολάκερη τη μέρα!

Κι όταν θα πέσει η μαύρη νύχτα,

τότε θα φύγω,

σε τόπους ταιριαστούς στη λύπη.

Διασχίζοντας τη σκοτεινή κοιλάδα,

Σιωπηλά και μελαγχολικά …

Ουΐλλιαμ Μπλέηκ, Στο βραδυνό Αστέρι, Τραγούδι («Μνήμη κόπιασε ’δω»)

  • Κι εκτός από τους ποιητές, πόσοι και πόσοι λογοτέχνες δεν έβαλαν τον σπίνο να ομορφύνει τα γραφτά τους· και πού να ψάξεις και πού να βρεις ένα μικρούλη σπίνο μέσα στο τεράστιο συγγραφικό έργο τους;

«Και πήραν πάλι το δρόμο τους κατά τον κάμπο, όπου κατέβηκαν και τράβηξαν στο δάσος. Ήταν χαρά Θεού εκείνη η ώρα. Τα πουλάκια έλεγαν το πρωινό τους τραγούδι, που σαν προσευχή ανέβαινε στον απαλό ουρανό. Τα λουλούδια σκορπούσαν ολόγυρα τη γλυκιά τους μυρωδιά, και χιλιάδες διάφανες στάλες είχαν σκαλώσει σε κάθε φυλλαράκι, σε κάθε χορτάρι, σα διαμάντια ατίμητα. Παντού ξυπνούσε η φύση με τις πρώτες αχτίδες του ηλίου.

Ένας σπίνος χαμηλοπετούσε για να βρει κανένα άχυρο ή πούπουλο να φτιάσει τη φωλιά του. Οι μέλισσες φτερούγιζαν και μουρμούριζαν με αγάπη γύρω στα δροσερά αγριολούλουδα, και ο βάτος άπλωνε τα κλωνάρια του, βαριά φορτωμένα καρπούς, σα να τους πρόσφερε σιωπηλά στα πεινασμένα αδέλφια».

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΔΕΛΤΑ , «Παραμύθι χωρίς όνομα»

-«Με αγαπάς;» αναφώνησε σχεδόν τρομαγμένη η Ντάλια. «Κανείς δε με αγάπησε ποτέ... νομίζω... Τι είναι η αγάπη»;

«Αγάπη καλή μου, είναι να θες να βρίσκεσαι συνεχώς με τον αγαπημένο σου, κοντά του, δίπλα του, και να επιθυμείς να τον κάνεις ευτυχισμένο. Να απολαμβάνεις κάθε στιγμή που θα περνάς μαζί του, κι όταν θα λείπει, εσύ να καρτεράς για τον γυρισμό του με ανυπομονησία. Κι όταν τον ξανά αντικρίζεις, η καρδιά σου να πάει να σπάσει από την χαρά και την ευτυχία. Αυτό είναι αγάπη, αγάπη μου όμορφη!»

Δήμος Βελέντζας, «Η Ντάλια και ο Σπίνος» (Παιδική Λογοτεχνία)

Σπίνος και Βάτραχος

Ένας βάτραχος είδε ένα σπίνο όπου καθόταν σε ένα δέντρο και κελαηδούσε. Αποφάσισε λοιπόν να ανέβει και ο ίδιος στο δέντρο. Τα κατάφερε με πολύ κόπο. Μόλις έφτασε όμως δίπλα στο σπίνο , εκείνος πέταξε μακριά, πράγμα που κακοφάνηκε στον βάτραχο. Θέλοντας τότε να δείξει ότι και αυτός μπορεί να κάνει το ίδιο, πήρε φόρα, έδωσε μία για να πετάξει, έπεσε κάτω και σκοτώθηκε….

Wilhem Busch-Μύθοι

(*) Μέσα σ’ όλα αυτά (και σε πολλά άλλα) ο σπίνος, μαζί με άλλα πολλά ζώα και πουλιά της ελληνικής φύσης, βρέθηκε στα παλιά όμορφα και πολυαγαπημένα Αναγνωστικά του δημοτικού σχολείου, όπως, ας πούμε, στο Αναγνωστικό της Δ΄ Δημοτικού του 1934 με τίτλο: «Η καλή καρδιά», όπου χαρίστηκε στον σπίνο ένα ολόκληρο κεφάλαιο με τίτλο «Ο σπίνος», από το οποίο δανειστήκαμε τα όμορφα αποσπάσματα που στόλισαν την εισαγωγή μας:

«Αλλά και όταν αρχίζη να πέφτη το χιόνι θα ακούσετε τη ζωηρή και ολοκάθαρη φωνή. Σπιν! Σπιν! Στο σπίτι! Στο σπίτι!

-Κι αν θέλετα ν’ ακούσετε το γλυκό μου κελάδημα το καλοκαίρι, ρίξετε κάτι και σε μένα να τσιμπήσω.

Μια δυο φορές θα ακούσετε και το βράδυ βράδυ που αρχίζει να νυκτώνη.-σπιν! σπίν! Ψάχνει και τότε να εύρη κάτι να φάγη. Κ’ έπειτα κάτω από κάποιο χαμόκλαδο, σε καμιά κουφάλα δένδρου θα εύρη καταφύγιο να περάση τη νύκτα.

Πρωί-πρωί πάλι: σπιν! σπιν! Και να τος έξω από το παράθυρό σας ο χαρούμενος τραγουδιστής. Έτσι γεμάτος ζωή, με το τραγούδι στο στόμα, αντικρύζει τον χειμώνα ο σπίνος.»

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις