Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Οι μέρες του Πάσχα για μας, τα παιδιά του «Τότε», είναι γεμάτες από τις θύμησες του Επιτάφιου. Ακόμα και η Ανάσταση στη θύμησή μας, έρχεται δεύτερη, μετά τον Επιτάφιο. Για κάποιο λόγο ανεξήγητο η Θλίψη έχει νικήσει μέσα μας τη Χαρά κι έχει χαράξει βαθύτερα το κερί της καρδιάς μας, ίσως γιατί η ζωή, στ’ αλήθεια, είναι πιο πολύ πόνος.

Κάθε Μεγαλοπαρασκευή, από νωρίς το απόγευμα, οι μανάδες μας, μας καλόντυναν κι έπαιρναν σβάρνα τις εκκλησιές, τη μια μετά την άλλη, για να μη μείνει κανείς Επιτάφιος απροσκύνητος και παραπονεμένος.

Εμείς, τα παιδιά, άμαθα ακόμα από την εικόνα του Θανάτου, πλησιάζαμε τον Επιτάφιο με δέος και φόβο ενδόμυχο, αφού εκεί πάνω του ήταν «ο πεθαμένος Χριστούλης». Σκύβαμε από πάνω Του για να Τον φιλήσουμε, Τον βλέπαμε ξαπλωμένο με τα ματάκια Του κλειστά, με το πρόσωπο πονεμένο από τα μαρτύρια και τον Σταυρό, με τα Άγια χέρια Του, τρυπημένα από τα καρφιά, σταυρωμένα πάνω στο στήθος, και τη Μανούλα Του να έχει αγκαλιασμένο το κεφάλι Του και να κλαίει και να οδύρεται και να Του φιλά το μέτωπο και να μην μπορεί να πιστέψει πώς το γλυκό παιδί της δεν έχει πια πνοή, δεν ανοίγει τα μάτια Του να την αντικρίσει, δεν απλώνει το χέρι Του για να χαϊδέψει τα μαλλιά της.

Έτσι όπως κοιτάγαμε την Παναγιά να κλαίει πάνω απ’ το νεκρικό προσκέφαλο του Γιου Της, νιώθαμε πως ακούγαμε το μοιρολόι της, έτσι όπως το ακούγαμε από τις μαυρομαντιλούσες γριές της γειτονιάς, όταν μοιρολογάγανε στα σπίτια των πεθαμένων:

«Ευτού που κίνησες να πας 'ς το μακρινό ταξίδι,

θέλω να ειπής 'ς τη μάννα σου πότε θα ρθης 'ς το σπίτι,

νά χω κ' εγώ μια παντοχή, νά χω και την ελπίδα,

λελούδια να χω 'ς την αυλή, τριαντάφυλλα στρωμένα,

να σου χω γιόμα μυστικό, και δείπνο να δειπνήσης,

να χω νερό για να λουστής, ρούχα καλά ν' άλλαξης,

να στρώσω και την κλίνη σου, να πέσης να πλάγιασης.

-Σαν αποφάσισες να πας, να μην ξαναγυρίσης,

άνοιξε τα ματάκια σου να μ' αποχαιρετήσης,

να μας αφήσης το ’χε γεια και το μεγάλον πόνο.»

Κι ύστερα, μεριάζαμε στο πλάι και κοιτάγαμε τη μάνα μας που ’σκυβε κι αυτή να προσκυνήσει. Δεν φτάνουνε τα λόγια να μιλήσουνε για κείνο τον πόνο που έβγαζε το πρόσωπο και η ματιά της. Όσο κι αν όλοι, μικροί και μεγάλοι, πασχίζαμε να αισθανθούμε τον πόνο της Παναγιάς ΜΟΝΟ μια μάνα μπορούσε να τον νιώσει και να τον κάνει δικό της, η μάνα μας: Στεκότανε μπροστά στον Επιτάφιο με μάτια βουρκωμένα, σταυροκοπιότανε χίλιες φορές, χίλιες μετάνοιες έκανε, κι όλο τα χείλη της ψιθυρίζανε ευχές, προσευχές και παρηγοριές, που μόνο τα Ουράνια μπόραγαν ν’ ακούσουν.

Κι εμείς, τα παιδιά, φοβόμαστε που βλέπαμε τη μάνα μας τόσο πονεμένη, κι απλώναμε το χέρι να πιάσουμε το δικό της, κι εκείνη, που καταλάβαινε την ανησυχία μας, μας το ’σφιγγε τρυφερά μες στη χούφτα της, κι ύστερα μαλακά μας έσπρωχνε να γονατίσουμε και να περάσουμε μπουσουλώντας, κάτω από τον Επιτάφιο, τρεις φορές σταυρωτά, για «να πάρετε την ευλογία του Χριστούλη». (Η μάνα μας ποτέ δεν τον έλεγε Χριστό… μόνο Χριστούλη κι εκεί, μέσα σ’ αυτή τη λέξη, ήτανε κλεισμένα όλα τα λόγια της αγάπης της γι’ Αυτόν, κι άλλα περίσσια λόγια δε χρειαζούντανε).

Και αφού γυρίζαμε τις εκκλησιές όλες καταλήγαμε στον Α. Νικόλαο, ακούγαμε τα συγκινητικά εγκώμια και τα νεκρώσιμα ευλογητάρια και μετά, κρατώντας τα πένθιμα, κίτρινα, αναμμένα κεριά, ακολουθάγαμε, όλοι μαζί, τον ανθοστολισμένο με τις βιολέτες και τ’ άλλα λουλούδια απ’ τις αυλές επιτάφιο και ήτανε στα μπαλκόνια και στα παράθυρα αναμμένα τα φώτα όλα και κεριά πένθιμα πολλά και λιβανιστήρια που γέμιζαν θυμίαμα και ευωδιά όλα τα γύρω και τον ουρανό μαζί κι εμείς είμαστε σαν να περπατάγαμε μέσα στα πασχαλινά διηγήματα του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίδη:

«ὑπὸ τὸ ἀμαυρωθὲν φέγγος τῆς φθινούσης σελήνης, ἐνῷ ἡ αὐγὴ» λάμπει «ροδίνη καὶ ξανθή, προπέμποντες τὸν Ἐπιτάφιον ἀγλαόφωτον μὲ σειρὰς λαμπάδων. Καὶ ἡ αὔρα πραεῖα» κινεί «ἠρέμα τοὺς πυρσούς, χωρὶς νὰ τοὺς σβύνῃ, καὶ ἡ ἄνοιξις» πέμπει «τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώματά της εἰς τὸν Παθόντα καὶ Ταφέντα, σαν να συμψάλλει και αυτή «ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!»

(Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Παιδική Πασχαλιά»)

«Ποσάκις δακρύων ἐξ ἀγνώστου χαρᾶς ἔμεινα κρυφὰ εἰς τὴν γωνίαν ἐκεῖ κάτω ἀκίνητος, ὡς ὁ φιλάργυρος ὁ φοβούμενος μὴ κλέψωσι τὸν θησαυρόν του˙ ἔμεινα νὰ βλέπω κρυφὰ – κρυφὰ τὴν τρυφερὰν αὐτὴν τοῦ Ἐπιταφίου πομπήν, κατερχομένην ἀπὸ τὸν ἀνήφορον, εἰσπνέων βαθέως ἐν ἄσθματι ὡς ἐντὸς κήπου ἀνθέων, ὡς νὰ ἤθελον νὰ ροφήσω διὰ μιᾶς ὅλην ἐκείνην τὴν μαρμαρυγήν, ὡς νὰ ἤθελον νὰ χορτάσω ὅλην ἐκείνην τὴν ἀχόρταστον μαγείαν».

(Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, «Άρατε Πύλας»)

Όταν γυρίζαμε μετά τον Επιτάφιο στο σπίτι, είμαστε αμίλητοι (οι μεγάλοι πόνοι είναι βουβοί). Τρώγαμε μερικές κουταλιές από τις αλάδωτες φακές τις πατημένες στο ξίδι («πίνουμε κι εμείς ξίδι, σήμερα, σαν τον Χριστούλη μας») και ξεπιτισμένοι απ’ τη νηστεία ξαπλώναμε να κοιμηθούμε και (πράγμα παράξενο) όλη αυτή η μεγάλη θλίψη του Επιτάφιου και του Νεκρού Χριστού, είχε αλαφρώσει την καρδιά μας και είχε γεμίσει το μυαλό μας με εικόνες ζωντανές, που αν και είχαν φυτρώσει πάνω στον πόνο όμως ήτανε όμορφες, γαλήνιες και αμάραντες.

Πάνω στα εικονίσματα, που θαμποφέγγανε από το φως του καντηλιού, τα λουλούδια που είχε πάρει για φυλαχτό η μάνα μας από τον Επιτάφιο, μαζί και το πένθιμο κερί, (θα μένανε εκεί όλη τη χρονιά, μέχρι το άλλο Πάσχα) υπόσχονταν πως η Θλίψη θα γίνει Χαρά και ο Θάνατος θα φέρει τη Ζωή. Η Ελπίδα ήτανε ο γλυκός καρπός από το Δέντρο της Λύτρωσης που φύτεψε ο Χριστός μας, πάνω στον ματωμένο λόφο του Γολγοθά.

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;

Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;

Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.

Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τοσο γλυκή,

που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θάχεις μάτια γαλανά,θάχεις κορμάκι τρυφερό,

θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,

από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.

Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.

Εσύ νοικοκερόπουλο -όχι σκλάβος ή προδότης.


Tη νύχτα θα συκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,

να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό

να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,

κ' ύστερα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ

που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι

Kι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,

χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!

Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!

Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.

Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ, (1884-1974), «Οι πόνοι της Παναγιάς»

Καλό Πάσχα και Καλή Ανάσταση!

(*) Φωτογραφία: www.iellada.gr

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις