Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Έμελλε στους καιρούς μας να ζήσουμε τον θάνατο των Ιδεολογιών και μαζί τους τον θάνατο της Πολιτικής, αφού οι ιδέες και οι ιδεολογίες είναι εκείνες που διαμορφώνουν (εν πολλοίς) τη φύση της.

Είναι για τούτο χρήσιμο να σκύβουμε πιο συχνά πάνω στην Ιστορία και να αντλούμε απ’ αυτήν παραδείγματα Ανθρώπων που θυσίασαν τα πάντα για μια Ιδέα. Ίσως, η επαναφορά του όρου «Ιδεολογία» στο σημερινό πολιτικό λεξιλόγιο και στη ζωή μας, να μπορέσει να μας εμπνεύσει ξανά και να ανοίξει τους κλειστούς και σκοτεινούς μας ορίζοντες.

Ένα τέτοιο παράδειγμα ιδεολογικής προσήλωσης και αυταπάρνησης αποτέλεσε η Αθηνά Μπενέκου, που έμεινε στην Ιστορία ως «η κόκκινη Δασκάλα». Η Αθηνά Μπενέκου υπήρξε μια νέα γυναίκα, που αναδείχθηκε μέσα στη φωτιά της ταξικής πάλης κι έδωσε όλη την ικμάδα των χρόνων της (στο τέλος και τη ζωή της) στην υπόθεση της εργατικής τάξης, της Πατρίδας και του Λαού μας.

Η Αθηνά Μπενέκου γεννήθηκε στο χωριό Άγιοι Ανάργυροι (Ζούπαινα) της Λακωνίας, το 1920, και ήταν κόρη του παπα-Χριστόφορου Μπενέκου. Σπούδασε δασκάλα στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τρίπολης και γνώριζε αγγλικά και γαλλικά. Στην Κατοχή, δεν δίστασε να ενταχθεί, από την πρώτη στιγμή, στο ΕΑΜ. Έδρασε, κυρίως, μέσα απ’ τις γραμμές της ΕΠΟΝ, και της «Εθνικής Αλληλεγγύης» (Ε.Α) (Γραμματέας Ε.Α. του νομού Λακωνίας και μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της Ε.Α), δίνοντας όλο της το «είναι», σαν Δασκάλα και σαν Αγωνίστρια, για την επιβίωση του σκλαβωμένου Λαού, την απελευθέρωση του Έθνους από τον ξένο ζυγό και από κάθε μορφής καταπίεση, για να εκλείψει το σύστημα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, για μια κοινωνία της δουλειάς και της δικαιοσύνης και για την κατοχύρωση του κυριαρχικού δικαιώματος του ελληνικού λαού, να αποφανθεί μόνος αυτός, μετά την απελευθέρωση, για τον τρόπο διακυβέρνησής του και για το μέλλον του. Η Αθηνά Μπενέκου, μέσα στην όλη δράση της, έδειξε μεγάλη φροντίδα για τους άστεγους, τους πυροπαθείς, τους καταδιωκόμενους και τους φυλακισμένους Έλληνες, θύματα των Ναζί και των ντόπιων συνεργατών τους. Η μέριμνά της, ιδιαίτερα για τη λειτουργία λαϊκών ιατρείων και νοσοκομείων για ανακούφιση των δοκιμαζόμενων Ελλήνων έκαναν την Αθηνά Μπενέκου κοσμαγάπητη.

Το χωριό της Αθηνάς Μπενέκου, οι Άγιοι Ανάργυροι (Ζούπαινα), ήταν από τα πρώτα χωριά της Λακωνίας που προσχώρησαν ομαδικά στον αντιστασιακό αγώνα. Εκεί, ο ΕΛΑΣ, είχε μεταφέρει το τυπογραφείο του, το οποίο λειτούργησε απρόσκοπτα από τις 27 Νοεμβρίου 1943, για 8 ολόκληρους μήνες, παράγοντας πολύτιμο έντυπο υλικό για την Αντίσταση, το οποίο διακινούταν, στη συνέχεια, σ’ ολόκληρη τη Λακωνία. Οι Γερμανοί και τα Τάγματα Ασφαλείας έκαναν επανειλημμένως επιδρομές στην περιοχή, προσπαθώντας να ανακαλύψουν πού ήταν κρυμμένο το Τυπογραφείο του ΕΑΜ. Σε μια απ’ αυτές τις επιδρομές έγινε και το Ολοκαύτωμα των Αγίων Αναργύρων, στις 5 Ιουνίου του 1944:

«Φωτιά και μαχαίρι χωρίς έλεος γέμισε το χωριό πτώματα και σκόρπισε την οδύνη, παντού όπου μαθεύτηκε.

Ανεξακρίβωτος αριθμός θυμάτων, άλλοι λένε 24 άλλοι 27. Καταγραφή καμία, ακόμη ούτε ληξιαρχική, γιατί το αρχείο του χωριού κάηκε και αυτό τότε, και κανείς μετέπειτα δεν νοιάστηκε να συντάξει κάποιο έγγραφο που να το αναφέρει.

Άλλους έκαψαν μέσα στα σπίτια, άλλους ξεκοίλιασαν, άλλους τουφέκισαν.»

(Δημ. Π. Κουτσοβίτης, ΔΙΚΤΥΟ ΜΑΡΤΥΡΙΚΩΝ ΠΟΛΕΩΝ ΚΑΙ ΧΩΡΙΩΝ, «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ»)

Το 1943, η Αθηνά Μπενέκου, έγινε μέλος του ΚΚΕ και ύστερα καταδιωκόμενη για την αντιστασιακή της δράση, βγήκε αντάρτισσα στο βουνό. Με τη δράση της και την αυταπάρνησή της δίκαια ονομάστηκε «λεβεντογυναίκα του Μοριά». Πλάι της, στα αντάρτικα μετερίζια, στάθηκαν η Αργυρώ Σταυροπούλου, η Σταθούλα Κατσηδήμα, η Γεωργία Πράπα, η Πηνελόπη Λεβεντάκη, η Χρυσούλα Κουτίβα, η Μαρία Κοττή, η Σοφία Μαλέση, η Πιπίτσα Παπαμιχαήλ και άλλες πολλές γυναίκες αγωνίστριες και πατριώτισσες, που έβαλαν πρώτα από τη ζωή τους την Πατρίδα, τη Λευτεριά, τη Δημοκρατία και την προκοπή του Λαού. Μετά την απελευθέρωση, το πολιτικό προσωπικό της ελληνικής αστικής τάξης, καθοδηγούμενο και υποστηριζόμενο πολιτικά και στρατιωτικά από τα ξένα αφεντικά, οδήγησε την Ελλάδα στον εμφύλιο σπαραγμό.

Η Αθηνά Μπενέκου έμεινε στις επάλξεις του Αγώνα και υπήρξε από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του Δημοκρατικού Στρατού στα 1946. Μετά τη Βάρκιζα, ως μέλος της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΚΚΕ Λακωνίας, εργάστηκε εντατικά για τη διατήρηση των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ και αγωνίστηκε σθεναρά απέναντι στους νέους «κατακτητές» (Άγγλους και Αμερικανούς) και ενάντια στις συμμορίες των συνεργατών τους, των πρώην γερμανοντυμένων και δωσίλογων της Κατοχής που τώρα, απλώς, είχαν αλλάξει ενδυμασία. Ως πολιτικό και καθοδηγητικό στέλεχος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), η Αθηνά Μπενέκου, έλαβε μέρος σε πολλές μάχες και μάλιστα τραυματίστηκε σε ενέδρα στις 27 του Μάη 1947. Από το καλοκαίρι του 1947 ήταν αναπληρωματικό μέλος του Γραφείου Περιοχής Πελοποννήσου του ΚΚΕ.

Το Φθινόπωρο του 1947, η Αθηνά Μπενέκου, βρισκόταν στην Τρίπολη σε ειδική αποστολή του Αρχηγείου Πελοποννήσου του ΔΣΕ, προκειμένου να ανασυγκροτήσει το δίκτυο υποδοχής καταδιωκόμενων αγωνιστών, που θα έρχονταν από την Αθήνα για να καταταγούν στο ΔΣΕ. Επίσης, ανέλαβε να συγκεντρώσει, σε συνεργασία με την Οργάνωση του ΚΚΕ στην Τρίπολη και με την ηγεσία των κρατούμενων αγωνιστών στις φυλακές της πόλης, πληροφορίες για τη διάταξη και τη δύναμη των κυβερνητικών δυνάμεων, έτσι ώστε στις αρχές του 1948 να πραγματοποιηθεί προγραμματισμένη επίθεση των 1ου, 2ου και 3ου συγκροτημάτων του Δημοκρατικού Στρατού στην Τρίπολη, για την απελευθέρωση των 500 περίπου κρατουμένων στις φυλακές και την αντιμετώπιση του προβλήματος του ανεφοδιασμού των αντάρτικων δυνάμεων με πυρομαχικά.

Ενώ η δράση και η αποστολή της Αθηνάς Μπενέκου στην Τρίπολη βρισκόταν σε εξέλιξη, στις 29 Νοέμβρη 1947, καθώς βρισκόταν σε κάποιον δρόμο της πόλης, την αντιλήφθηκε ένας στρατιώτης συμπατριώτης της, ο οποίος την κατέδωσε στην Ασφάλεια, με αποτέλεσμα την άμεση σύλληψή της.

Στη δίκη της στο έκτακτο στρατοδικείο της Τρίπολης, που έγινε με συνοπτικές διαδικασίες, οι οποίες δεν ξεπέρασαν τη 1 ώρα, η Αθηνά αντιμετώπισε ορθομέτωπη τους δικαστές της, δεν έκανε ούτε ένα βήμα πίσω από τις Ιδέες της, δεν απαρνήθηκε τους αγώνες της και στην απολογία της, μεταξύ άλλων, είπε και τούτα τα αντάξια για μια ηρωίδα λόγια:

«Η υπόθεση της Αθηνάς Μπενέκου έχει άμεση, στενή σχέση με το δράμα που περνάει ο βασανισμένος λαός μας ύστερα από τον Δεκέμβρη που καταργήθηκε το κράτος, η ισοτιμία και η ισοπολιτεία.

Η τρομοκρατία που γίνεται σήμερα σε πανελλαδική κλίμακα, και ιδιαίτερα στη Λακωνία, με ανάγκασε για λόγους ατομικής προφύλαξης να πάρω τα βουνά.

Βλέπω γύρω μου βλέμματα μίσους και αντιπάθειας και καταλαβαίνω ότι βρίσκομαι σε εχθρικό περιβάλλον. Τούτο όμως δεν με νοιάζει καθόλου γιατί ξεπλήρωσα το χρέος μου σαν αντάρτισσα και είμαι έτοιμη να δεχθώ όποια ποινή μού βάλετε.

Μη ζητάτε να σας πω γιατί ήρθα στην Τρίπολη και τι γίνεται στο βουνό, γιατί δεν είμαι τόσο αφελής να εκθέσω μια σειρά κόσμο που αγωνίζεται για τη λευτεριά του.

Το έγκλημά μου είναι ότι αγάπησα το λαό και πήρα την υπόθεσή του σαν δική μου για το λυτρωμό του.»

Ζήτησε να μην τιμωρηθούν οι συγκρατούμενές της: Καλλιόπη, Ελένη και Μαρία Δασκαλοπούλου, Σοφία και Όλγα Κολάρα, για τις οποίες πήρε πάνω της όλη την ευθύνη. Τελειώνοντας την απολογία της συμπλήρωσε:

«Άλλο τίποτα δεν έχω να σας πω, δεν πρόκειται να μετανοήσω γιατί δεν βλέπω να έκανα κανένα έγκλημα».

Το στρατοδικείο, μετά την ολοκλήρωση της απολογίας της Αθηνάς Μπενέκου της πρότεινε, δια του βασιλικού επιτρόπου, να κάνει δήλωση μετανοίας, έτσι ώστε «να σώσει τη ζωή και τα νιάτα της». Η Αθηνά Μπενέκου αρνήθηκε περήφανα και καταδικάστηκε 6άκις εις θάνατον.

Ήταν 1 του Δεκέμβρη του 1947 και ήταν μόνο 27 χρόνων.

Ήδη, από την σύλληψή της μέχρι και την εκτέλεσή της, ο τοπικός τύπος (κατά πάγια πρακτική) με πρωτοσέλιδά του, λασπολογούσε και συκοφαντούσε με ωμές και αήθεις ψευδολογίες και χαρακτηρισμούς την Αθηνά Μπενέκου, υπαγορεύοντας, ουσιαστικά, στο στρατοδικείο, την ποινή και δημιουργώντας κλίμα στην κοινωνία. Όση λάσπη, όμως, και βρομιά κι αν πετούσαν, αυτή δεν άγγιζε την Αθηνά Μπενέκου. Όσοι τη γνώρισαν και αγωνίστηκαν μαζί της, μιλάνε για μια αγωνίστρια με ήθος, σεμνή και μαχητική, πιστή στα ιδανικά στα οποία πίστευε. Η ηρωική της στάση στο στρατοδικείο δείχνει τη μορφή της αγωνίστριας, τη γυναίκα που δε λύγισε ούτε μπροστά στο θάνατο.

Η Αθηνά άκουσε με ψυχραιμία την απόφαση του Στρατοδικείου. Άλλωστε, από την πρώτη στιγμή που βγήκε στην Αντίσταση και στον Αγώνα, ήξερε πως ο θάνατος την παραμόνευε σε κάθε της βήμα. Σίγουρα, όμως, δεν πήγαινε ποτέ το μυαλό της ότι εκείνοι που θα της έπαιρναν τη ζωή θα ήταν όχι οι κατακτητές αλλά οι «έλληνες» υποτακτικοί τους και μάλιστα σε μιαν Ελλάδα, που υποτίθεται ότι είχε απελευθερωθεί.

Την ίδια μέρα που βγήκε η απόφαση του στρατοδικείου ο πατέρας της Αθηνάς, ο παπα-Χριστόφορος Μπενέκος, έκανε μιαν ύστατη και απέλπιδα προσπάθεια, για να σώσει από την εκτέλεση την αγαπημένη του κόρη:

Έστειλε προς κάθε αρμόδιο και προς τις εφημερίδες μιαν επιστολή, γεμάτη αξιοπρέπεια, ήθος, περηφάνια και (πάνω απ’ όλα) αγάπη για την κόρη του. Ανάμεσα σ’ άλλα έγραφε:

«Το μοναδικόν έγκλημα της θυγατρός μου, όπερ έπαιξεν αποφασιστικόν ρόλον εις την θανατικήν καταδίκην της, είναι η συμμετοχή της εις τον αγώνα της Εθνικής Αντιστάσεως κατά την κατοχήν, ότε πολλάκις προεκινδύνευσε δια τα εθνικά ιδανικά.»

Στις 3 Δεκεμβρίου 1947, οι απανταχού «εθνικόφρονες» θορυβήθηκαν σφόδρα από την είδηση ότι ο υπουργός των Στρατιωτικών «τη εισηγήσει του Πολιτικού Γραφείου του Πρωθυπουργού» εξέδωσε απόφαση «περί αναστολής της ποινής της καταδικασθείσης εξάκις εις θάνατον διδασκαλίσσης Αθηνάς Μπενέκου…» (εφ. ΕΜΠΡΟΣ, 4-12-1947)

Η ισχυρή αντίδραση των ακροδεξιών-εθνικιστικών κύκλων, του Τύπου τους και της Βουλής τους, ανάγκασε την κυβέρνηση – μαριονέτα των ξένων «να άρει δια νεωτέρας διαταγής την προηγουμένην αναστολήν».

Τα όργανα του εμφυλιακού κράτους και τους παρακράτους δεν καθυστέρησαν καθόλου να ξεμπερδέψουν με την Αθηνά Μπενέκου: Στις 1 Δεκέμβρη 1947 ανακοίνωσαν την θανατική ποινή, στις 8 Δεκέμβρη 1947, προγραμμάτισαν την εκτέλεσή της.

Το βράδυ της παραμονής της εκτέλεσης, η Αθηνά Μπενέκου, η Δασκάλα Αγωνίστρια που ονειρευόταν να προσφέρει μόρφωση στα Ελληνόπουλα και να υπηρετήσει τον Λαό, έγραψε με μολύβι, δακρυσμένη, στον τοίχο, εκεί στο μπουντρούμι της φυλακής της, στο κελί των μελλοθανάτων, τούτους τους στίχους του Βασίλη Ρώτα, βάζοντας από κάτω και την υπογραφή της:

«Κι αν σε ρωτήσει η μάνα μου / και πού ’ναι η θυγατέρα μου, / κάθεται σ’ όμορφη πλαγιά/ και τραγουδά τη Λευτεριά…»

(Τα υπόγεια του Δικαστικού Μεγάρου Τριπόλεως είναι από τα ελάχιστα κρατητήρια που διασώζονται ως φυσικοί χώροι και μάλιστα σε πολλά σημεία μπορεί κανείς ακόμη να δει μηνύματα και ζωγραφιές των πολιτικών κρατουμένων στους τοίχους. Μακάρι να ευοδωθεί η προσπάθεια της Κίνησης Πολιτών που έχει συγκροτηθεί για τη συντήρηση και την ανάδειξη των κρατητηρίων ως χώρων ιστορικής μνήμης. Αν αυτό γίνει, τότε, ανάμεσα στα μηνύματα που χάραξαν κάποτε οι κρατούμενοι και οι μελλοθάνατοι για τις ιδέες τους πάνω στους τοίχους των κελιών τους, θα ζήσει για πάντα και το μήνυμα της Αθηνάς Μπενέκου, ως παρακαταθήκη Χρέους Ζωής.)

Την επόμενη μέρα (8 Δεκεμβρίου 1947) οι χωροφύλακες και οι στρατιώτες πήραν την Αθηνά, σιδηροδέσμια, για να την πάνε στον τόπο της εκτέλεσης, «έξωθι της Τριπόλεως και παρά τους στρατώνας». Η Αθηνά Μπενέκου έμελλε να είναι η πρώτη γυναίκα αγωνίστρια που τουφεκίστηκε από το εκτελεστικό απόσπασμα στην Πελοπόννησο.

  • Πρώτη στη Ζωή, πρώτη και στον Θάνατο.

Ένα κορίτσι μόλις 27 χρόνων, μια Δασκάλα, μια Ιδεολόγος Αγωνίστρια, στάθηκε ήρεμη και ατάραχη, με ψηλά το κεφάλι, μπροστά στις κάνες των ντουφεκιών του εκτελεστικού αποσπάσματος και είπε τούτα τα τελευταία της λόγια:

«Εδώ, στον τόπο που τον ποτίζετε με το αίμα μου, αύριο θα 'ρχονται τα παιδιά σας να τον ραίνουν με λουλούδια. Ζήτω το ΚΚΕ!»

(Ήταν τόσο περήφανη ακόμα και στην τραγική ώρα του θανάτου και είχε στα μάτια και στο πρόσωπό της μια τέτοια περιφρόνηση προς το θάνατο και μια τέτοια αγάπη για την ελευθερία και για τις Ιδέες της και είχε στα χείλη της εκείνο το πάντα γλυκό και αγνό χαμόγελό της, που σίγουρα άγγιξε τις καρδιές των φαντάρων που την σκόπευαν και τους έκανε να διασώσουν αυτοί (ποιος άλλος ήταν παρών;) τα τελευταία της τα λόγια.)

Κι ύστερα η ομοβροντία των πυροβολισμών, το νεανικό σώμα που έγειρε σαν λαβωμένο κυπαρίσσι στη γη, οι «παπαρούνες» από το αίμα που πήγαζε ζεστό και δυο μάτια που πήρανε για πάντα μαζί τους τον γαλάζιο ουρανό της Πατρίδας.

Η Αθηνά Μπενέκου θυσίασε στον αγώνα ό,τι πολυτιμότερο είχε: Τη ζωή και τα ολάνθιστα νιάτα της.

Οι λακέδες των ξένων και των ντόπιων αφεντικών πανηγύρισαν, χωρίς να επιδείξουν ούτε τον ελάχιστο σεβασμό προς τον πεσόντα «αντίπαλο», κάτι που ακόμα και στα Ομηρικά Χρόνια ήταν Αξία και Κανόνας Ήθους και Ζωής. Έγραψαν οι φυλλάδες:

«ΕΞΕΤΕΛΕΣΘΗ ΧΘΕΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΙΝ Η «ΚΟΚΚΙΝΗ ΔΑΣΚΑΛΑ» … η διαβόητος αρχισυμμορίτισσα του Πάρνωνος και κόρη ιερέως Αθηνά Μπενέκου… Πρόκειται περί της ειδεχθούς εκείνης μαινάδος, η οποία δια ιδίων χειρών κατακρεούργησε… Η κοινωνία της πόλεώς μας και της υπαίθρου, μετ’ ανακουφίσεως εδέχθησαν το άγγελμα της εκτελέσεως της Μπενέκου.»

(Φ. Τζαβέλας, εφ. ΑΛΗΘΕΙΑ Τριπόλεως, 8 Δεκεμβρίου 1947)

Όμως, ό,τι κι αν έκαναν, ότι κι αν έγραψαν, οι εχθροί του Λαού δεν μπόρεσαν (κι ούτε θα μπορέσουν ποτέ) να μικρύνουν το ανάστημα και να εξαφανίσουν την Αθηνά Μπενέκου, τους Αγώνες και τα Ιδανικά της. Νόμιζαν ότι της πρόσφεραν Θάνατο. Όμως της έδωσαν αιώνια Ζωή. Με τον θάνατό της η Αθηνά Μπενέκου, η κόρη του παπα-Χριστόφορου από τη Ζούπαινα της Λακωνίας, πέρασε στην αιωνιότητα και έγινε ένας ακόμα μάρτυρας που μπορεί να εμπνέει και να οδηγεί τον Λαό στους αγώνες για κοινωνική απελευθέρωση, εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία.

Την ηρωική παρουσία στις φυλακές και στο στρατοδικείο καθώς και την αναχώρηση για την εκτέλεσή της και την αίσθηση που προξένησε στους φυλακισμένους πατριώτες ο θάνατός της Αθηνάς Μπενέκου, έμελλε να βιώσει από το κελί του μελλοθανάτου ο 23χρονος, τότε, Γιώργος Κουλούκης (δάσκαλος, ποιητής και συγγραφέας) και να τα περιγράψει ΟΛΑ, αργότερα, στο συγκλονιστικό ποίημά του, με τίτλο: «Η αδερφή μας η Αθηνά», το οποίο μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης και το συμπεριέλαβε στα έργα του «ΑΡΚΑΔΙΑ ΙΙ & ΑΡΚΑΔΙΑ ΙΙΙ» και «Συμφωνία Νο. 7».

Ο ποιητής, λογοτέχνης και κόσμημα του δασκαλικού κόσμου Γιώργος Κουλούκης, υπήρξε φίλος των εφηβικών χρόνων του Μίκη Θεοδωράκη στην Τρίπολη (1940–44), έβγαλαν μαζί το Γυμνάσιο και μαζί μπήκαν στην Εθνική Αντίσταση. Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου ο Γ. Κουλούκης καταδικάστηκε από το Στρατοδικείο σε θάνατο. Στη συνέχεια, η ποινή του μετατράπηκε, και εξορίστηκε στη Μακρόνησο (4ο Τάγμα), όπου ήδη βρισκόταν εξόριστος κι ο Μίκης Θεοδωράκης. Εκεί γνώρισε και την δασκάλα γυναίκα του. Ο Γ. Κουλούκης έγραψε το ποίημα «Η αδερφή μας η Αθηνά» (Μέρος ενός μεγάλου ποιητικού έργου του με γενικό τίτλο «Πρώτη Συμφωνία»), όταν ήταν δάσκαλος στο απομονωμένο, τότε, χωριό Βελανίδια Βοιών Λακωνίας, στη 10ετία του ’50. Το εμπνεύσθηκε, από τις μνήμες του και ακούγοντας στο ραδιόφωνο το μουσικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη «Πρώτη Συμφωνία», ερμηνευμένη από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών με διευθυντή τον Ανδρέα Παρίδη. Στα 1956 ο Γ. Κουλούκης έστειλε το έργο του «Πρώτη Συμφωνία» στον Μ. Θεοδωράκη, ο οποίος, τότε, βρισκόταν στο Παρίσι.

Ο Μίκης Θεοδωράκης, ενώ βρισκόταν εξόριστος από τη Χούντα των Συνταγματαρχών στη Ζάτουνα της Αρκαδίας, στα 1968, άρχισε (μεταξύ άλλων) να εργάζεται στο πιάνο για την ολοκλήρωση της σύνθεσης του ποιήματος του Γ. Κουλούκη. Τότε, στο αντικρινό μπαλκόνι του σπιτιού που έμενε, σαν από θαύμα, βρέθηκε η μητέρα μιας άλλης αντάρτισσας, που είχε την ίδια μοίρα με την Αθηνά. Ο Θεοδωράκης την ειδοποίησε ότι θα παίξει στο πιάνο και θα τραγουδήσει ένα έργο αφιερωμένο στην Αθηνά, τη συντρόφισσα της κόρης της. Κι αυτή ήταν η πρώτη δημόσια εκτέλεση του έργου, εκεί στη Ζάτουνα της εξορίας, με μοναδικό ακροατή τη Μάνα μιας αντάρτισσας, που θα μπορούσε να είναι η Μάνα της Αθηνάς Μπενέκου:

Φ 10

Η αδερφή μας η Αθηνά

ΙV

Προφητικό

Ήλιος θα βγει απ’ τους κόρφους που στενάζουν

ήλιος θα βγει απ’ τις φυλακές και τις χαράδρες

ήλιος τετράφωνος, δε θα μπορέσουνε

τα στόματα των κανονιών να σκοτώσουνε

θα σημαδεύουν του φρυδιού του το δρεπάνι

και θα σκοντάφτουν πάνω στο νταμάρι του

Λεβέντες θα βγούνε από τις δίπλες του πόνου μας

λεβέντες με χοντρές παλάμες θα χερακώσουν τους μοχλούς και τα βαριά μας όνειρα

χαράζοντας στο κούτελο της μέρας «Θέλουμε να ζήσουμε»

Βιολιά θα βγούνε απ’ τα τυραννισμένα στέρνα μας

βιολιών χορδές θα γίνουν τα συρματοπλέγματα

φλογέρες θα γίνουν τα κόκκαλα τα τρυπημένα

και θα στηθεί χορός ανεβαστός

- Παντρεύουμε την Αλήθεια

παντρεύουμε τη γη την καταφρονεμένη τη μονάκριβη

παντρεύουμε το γέλιο της, το γάλα της και τις φλέβες της

τον ιδρώτα και την ομορφιά της

με τα παιδιά μας.

V

Ηρωικό

Είχε χαράξει όταν πήρανε

την αδερφή μας Αθηνά για εκτέλεση.

Αποβραδίς της δώσαμε κρυφά δυο πορτοκάλια

Τα φιλούσε με τόση λατρεία

έκλειναν στο χυμό τους όλη την άνοιξη

όλα τα ζουμερά νιάτα της γης

κι ύστερα τα ’κρυψε μέσα στο στήθος της.

Στου κελιού της την άκρη είχε ζαρώσει

σα φοβισμένο σκυλί ο θάνατος

κι αυτή τον φώναζε «έλα Τίγρη, Αράπη, Τζακ …»

ψάχνοντας να βρει το σκυλίσιο του όνομα

«έλα να σου δείξω τα χνάρια της αλήθειας

έλα να μυρίσεις τα πορτοκάλια που έχω μέσα στο στήθος μου»

Είχε χαράξει. Με δέκα ριπές

κάρφωσαν ένα μεγάλο στήθος

χωρίς να προσέξουν τα πορτοκάλια που χρύσιζαν

κι ο χυμός τους ανακατώθηκε με το αίμα

και τα κουκούτσια τους βρήκανε γη τιμημένη

και γιόμισε ο τόπος πορτοκαλιές.

(Γιώργος Κουλούκης)

«Ώλετο μεν μοι νόστος, ατάρ κλέος άφθιτον έστα».

Δεν υπάρχει για μένα επιστροφή, μα αιώνια θα είναι η Δόξα (Όμηρος, Ιλιάδα)

Πηγές

  • kke.gr
  • gr
  • «Ο Εμφύλιος Πόλεμος στην Πελοπόννησο 1946-1949», Αρ. Καμαρινός
  • gr
  • wordpress.com
  • ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
  • gr
  • ethniki-antistasi-dse.gr
  • «Νεκρή Μεραρχία» , Κ. Παπακωνσταντίνου
  • «Ο Δημοκρατικός Στρατός Πελοποννήσου» , Γιάννης Λέφας
  • org.gr
  • «Η Εθνική Αντίσταση στη Λακωνία 1941-1945», Γιάννης Χ. Ρουμελιώτης
  • «Οι ανυπότακτοι», Κ. Μπρούσαλης
  • Αρχείο Μίκη Θεοδωράκη

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις