ΜΑΝΗ. Από το 1896 έως το 1921, μετανάστευσαν από την Ελλάδα στις ΗΠΑ, περισσότεροι από 400.000 κατοίκους. Η Μάνη ήταν από τις πρώτες περιοχές με μαζικές πληθυσμιακές εκροές.

Για τους ντόπιους, ήταν το ταξίδι του γδικιωμού. Όσοι έφευγαν, είτε επέστρεφαν δεκαετίες αργότερα, είτε λίγα χρόνια μετά τη φυγή τους, ακολουθούσε και η γυναίκα με τα παιδιά. Εγκαθίσταντο οριστικά στις ΗΠΑ και δεν επέστρεφαν στον τόπο τους.

Ο δημοσιογράφος Βάσος Τσιμπιδάρος, Μανιάτης στην καταγωγή, είχε μελετήσει και καταγράψει ιστορίες πολλών ανθρώπων που έφυγαν αναζητώντας καλύτερη τύχη στον «Νέο Κόσμο». Ένα από τα περιστατικά που μεταφέρει, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ήταν κάποτε, στις αρχές του 20ου αιώνα, ένας άντρας που έφυγε από το χωριό του στη Μάνη για να πάει στην Νέα Υόρκη. Ο αποχαιρετισμός με τη γυναίκα και τα δυο μικρά παιδιά του στο λιμάνι του Γυθείου ήταν δύσκολος. Όμως το πλάνο ήταν να μείνει για μια πενταετία στην Αμερική κι έπειτα να ξανασμίξουν.

Ωστόσο, σύντομα συνέβη κάτι απρόοπτο που τον «ανάγκασε» να κάνει ένα ταξίδι-αστραπή στη Μάνη, κρυφά από όλους.

Το τέλειο έγκλημα

Όταν έκλεισε περίπου ένα χρόνο στα ξένα, έλαβε ένα γράμμα. Ήταν από έναν στενό φίλο του από το χωριό, ο οποίος τον ενημέρωνε ότι εν τη απουσία του, η γυναίκα του είχε συνάψει παράνομο δεσμό με έναν άλλο συγχωριανό. Συναντιούνταν κρυφά τα βράδια πλάι στο ρέμα, όπου δεν θα τους έβλεπε κανείς.

«Φρόντισε ή να γυρίσεις στο χωριό, ή να την πάρεις με τα παιδιά στην Αμερική, μη μαθευτεί το κακό και γίνουμε όλοι ρεζίλι»

Ο ξενιτεμένος Μανιάτης έγινε έξαλλος και «διψούσε» για εκδίκηση. Για τα επόμενα δύο μερόνυχτα κατάστρωνε το σχέδιό του. Θα πήγαινε κρυφά απ’ όλους στη Μάνη, θα σκότωνε τον εραστή και θα επέστρεφε στη Νέα Υόρκη. Έπρεπε όμως να δημιουργήσει άλλοθι, έτσι ώστε κανείς να μην τον υποπτευθεί. Αποφάσισε λοιπόν να στείλει ένα συνηθισμένο γράμμα στη γυναίκα του, μαζί με μερικά δολάρια, και να το ταχυδρομήσει την ίδια μέρα που θα σάλπαρε.

Πράγματι, δέκα μέρες αργότερα, έφτασε με το υπερωκεάνιο στην Πάτρα. Από εκεί πήγε στην Καλαμάτα και μετά με καΐκι στη Μάνη. Φρόντισε να μην τον δει κανένας συγχωριανός. Τη νύχτα περπατούσε από παράμερα μονοπάτια και την ημέρα κρυβόταν στους θάμνους. Το πρώτο βράδυ δεν πέτυχε τη γυναίκα του με τον εραστή της στο ρέμα. Το δεύτερο όμως φάνηκαν.

Ο άντρας περίμενε να τελειώσουν και αφού η γυναίκα του σηκώθηκε και κίνησε για το σπίτι, πλησίασε τον εραστή. Με δύο πιστολιές, η μία εκ των οποίων τον βρήκε κατακούτελα, τον σκότωσε ακαριαία. Ο φονιάς έριξε μια τελευταία ματιά στο χωριό του από μακριά και το έβαλε στα πόδια. Το επόμενο πρωί ήταν ήδη στην Πάτρα. Μπήκε στο πρώτο υπερωκεάνιο και επέστρεψε στην Αμερική.

Εν τω μεταξύ, το χωριό αναστατώθηκε από το φονικό. Αστυνόμοι και Χωροφύλακες από την Αρεόπολη έκαναν ανακρίσεις, αλλά δεν έβγαλαν άκρη. Ήταν τότε στη Μάνη τόσο συχνοί οι φόνοι λόγω βεντέτας, που το έγκλημα μπήκε στο αρχείο.

Δέκα χρόνια αργότερα, ο μετανάστης γύρισε στο χωριό. Αγόρασε χωράφια, έφτιαξε από την αρχή το πατρικό του και διηγούταν σε όλους τα βάσανα της ξενιτιάς. Ζούσε ευτυχισμένος κοντά στην οικογένειά του. Δεν είπε ποτέ τίποτα στη γυναίκα του. Γέρασαν κι εκείνη πέθανε πρώτη. Όταν λίγο καιρό αργότερα αρρώστησε και εκείνος, αποφάσισε να βγάλει από μέσα του το μυστικό που τον βάραινε. Λίγο πριν πεθάνει, κάλεσε τον παπά για να εξομολογηθεί και για να μεταλάβει.

«Εγώ τον σκότωσα παπά. Σου λύνω το μυστικό μου, όταν πεθάνω πές το σ΄ όλους πως μετάνιωσα και ο Θεός να με συγχωρέσει»

Πηγή: mixanitouxronou.gr

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις