ΛΑΚΩΝΙΑ. «Είναι ηπιότεροι από πρόβατα και αγριότεροι από λέοντες. Συνδυάζουν την πραότητα των μοναχών με το μαχητικό θάρρος των ιπποτών τόσο τέλεια ώστε δεν γνωρίζω πώς να τους αποκαλέσω, ιππότες ή θεωρητικούς;» - Απόσπασμα από το έργο του Αγίου Βερνάρδου του Κλαιρβώ De Laudibus Novae Militiae (12 αιώνας)

Αλλού βασταγερά κι αλλού κουτσουρεμένα, ανεμοδέρνονται ολοχρονίς τα τειχιά και οι πύργοι ενός καστέλου μεσαιωνικού στη γη των Λακώνων, τεφρόχροα και φαντασμαγορικά ως είναι, κατά το σιγοπέρασμα των αιώνων. Τούτο συμβαίνει απάνω εις την κορωνίδα ενός θεαματικού βραχόλοφου ονόματι Γεράκι, όστις λογαριάζεται ως εις εκ των ριζόβουνων του ωραιοτάτου ψηλόμακρου και πρασινόχαρου όρους του Πάρνωνος.

Ο κόσμος που επισκέπτεται τούτο το καστέλι είναι ολίγος κι απ’ τους ολίγους, ο πιο πολύς, έχει την περιέργεια και τρέχει να το ιδεί μέσα στο καλοκαίρι. Οι καλύτερες εποχές για να το περιηγηθείς, είναι η άνοιξη και το χινόπωρο. Αν είναι καταχείμωνο και έχει αγριοκαίρι, η ανάβαση σ’ αυτό σε δυσκολεύει επειδής, όπως σιμώνει κανείς κοντινά του, εκεί που λογαριάζει όλη την απλωτή καστροπολιτεία ολότελα άψυχη, τα ρημάδια αυτής ανατριχιαστικά αρχινάνε και τρίζουν. Σαν συλλαμβάνουν την παρουσία του ταξιδευτή, ξεκινούν να ομοιάζουνε φρικωδώς νεκραναστημένα, σαν να ροφά και να γιομίζει αίφνης το κάθε πετροκεράμιδό τους με αίμα πόρχεται από τα κατάβαθα της γης. Και τότε, σαν πολυαρίθμητες, ογκώδεις, από μόλυβδο καμωμένες φιγούρες, τα ιστορικά ρέπια θεριώνουν και σιάζουν τις προσωπίδες τους, γραπώνουν το σπαθόλουρό τους και μεταμορφώνουν τις σιλουέτες τους σε γιγάντινους μεσαιωνικούς πολεμιστές. Τέτοια αλλόκοτη και τρομαλέα είναι η ψευδαίσθηση που σου προκαλούνε κάθε αγριοχείμωνο του Γερακίου τα ερείπια.

Καταπώς λέγεται, το κάστρο του Γερακιού υψώθηκε στα 1209 -μερικά χρόνια ύστερα δηλαδή από την Τέταρτη Σταυροφορία- από τον Φράγκο βαρόνο Γκυ ντε Νιβελέ. Άλλοι πάλι λεν ότι ο κτήτορας του κάστρου ήτο ο Ιωάννης, ο γιος του προαναφερόμενου, όστις και θεμελίωσε το καστέλι κάπου περί τα 1250. Στην πραγματικότητα και τις δυο αυτές πληροφορίες τις βρίσκουμε εις το μεσαιωνικό έμμετρο κείμενο του Χρονικού του Μορέως. Και μολονότι φαίνεται σχετικώς αναξιόπιστο το κείμενο όσον αφορά τον ιδρυτή του κάστρου, στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο και το γιατί, θα το εξηγήσομε παρακάτω.

Η βαρονία των Νιβελέ λοιπόν, αποτελούνταν από έξι στον αριθμό φέουδα. Κύριος σκοπός δε των Γάλλων αυτών αρχόντων, ήτανε να βαστούν με το Γεράκι καθώς και με άλλα μικρότερά του φρούρια, τους τόπους των αφοβόκαρδων Τσακώνων σε ησυχία. Εδώ, δέον είναι να αναφέρω ότι, η λεγόμενη «Τσακωνιά», στα χρόνια κείνα, μικρή σχέση είχε με την εικόνα που έχομε γι’ αυτήν εις το σήμερα, μιας και της άνηκε ακόμη-ακόμη και ο τόπος των Βατίκων -τόσο μακριά εκτεινόταν-, ένας τόπος «θησαυρός» για τον μεσαιωνοδίφη, περί του οποίου θα ειπούμε όσα πρέπει (και σε σχέση πάντοτε με την επικεφαλίδα μας) στην ώρα τους.

Στα 1259, ο πρίγκιψ του Μορέως Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος, αιχμαλωτίζεται κατά τη διάρκεια της περίφημης Μάχης της Πελαγονίας. Τρία έτη κατόπιν, εξαργυρώνει από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο τη λευτεριά του, παραχωρώντας του σωρεία σημαντικών κάστρων: τον Μυστρά, την Μονεμβασία, το Γεράκι, τη Μεγάλη Μαΐνη, το Λεύκτρο (Cisterna Rubea) και σίγουρα και άλλα μικροκάστελα πέριξ των ανωτέρω. Θα τολμήσω να ειπώ δυο απ’ αυτά που μου ταιριάζουνε λόγω θέσης, μιας και βρίσκονται στα κοντινά με του Γερακίου τα περάσματα προς τις νότιες υπώρειες της Τσακωνιάς: Είναι το της Ζαραφώνας χαμηλά στον Πάρνωνα και το της Γλυππίας υψηλότερα.

*Μολονότι πολλές φυλές «βαρβάρων» που εισήλθαν στη Δύση και το Βυζάντιο κατά τον μεσαίωνα είδαμε πως «διεκδικούν» τον χαρακτηρισμό «Κυνοκέφαλοι» (και δεν είναι οι μόνες), η απάντησή σε τούτο το ερώτημa είναι σαφής: οι Τόχαροι.

Δείτε το αφιέρωμα του news247.gr

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις