Γράφει ο Γιάννης Μητράκος

ΛΑΚΩΝΙΑ. Πριν από λίγο καιρό δημοσιεύσαμε τα κυριότερα αποσπάσματα από το βιβλίο του Σατωβριάνδου «Ταξίδι στην Ελλάδα», τα οποία αναφέρονται στη Σπάρτη και το Μυστρά. Ο Σατωβριάνδος δεν ήταν ο μόνος ξένος περιηγητής που επισκέφθηκε την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα για να ικανοποιήσουν την αρχαιολατρεία τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Γάλλος Φρανσουά Πουκεβίλ ( François Charles Hugues Laurent Pouqueville) (1770-1838), ιατρός, διπλωμάτης, ιστορικός , ακαδημαϊκός και σημαντικός φιλέλληνας.

Ο Πουκεβίλ γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου του 1770 στο Λε Μερλερώ (Le Merlerault) του νομού Ορν της Νορμανδίας. Αρχικά ήταν ιερέας στη Μονμαρσέ (Montmarcé) και αργότερα βοηθός του Δημάρχου παραιτούμενος από τον κλήρο. Σπούδασε ιατρική στο Παρίσι και συμμετείχε ως χειρουργός, υπό τον Αντουάν Ντυμπουά στην εκστρατεία του Μεγάλου Ναπολέοντα στην Αίγυπτο.. Τότε συνέγραψε την πρώτη του μελέτη για την πανώλη, στηριζόμενος σε δικές του παρατηρήσεις. Λόγω όμως σοβαρής ασθενείας έλαβε αναρρωτική άδεια. Επιστρέφοντας στη Γαλλία με το εμπορικό σκάφος «Παναγία του Μαυροβουνίου» έπεσε θύμα πειρατείας και μεταφέρθηκε σιδηροδέσμιος μέσω του Ναυαρίνου στην Τριπολιτσά, όπου και κρατήθηκε αιχμάλωτος για δέκα περίπου μήνες, λόγω του τότε Γαλλοτουρκικού πολέμου.

Στο διάστημα της κράτησής του παρείχε ιατρικές υπηρεσίες στον Βαλή του Μωρέα Μουσταφά πασά, ο οποίος όμως το 1798 τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ρίχτηκε στη φυλακή του Γεντί Κουλέ. Εκεί παρέμεινε έγκλειστος για δύο χρόνια και απελευθερώθηκε το 1801, μετά την παρέμβαση του Γάλλου πρέσβη. Κατά το διάστημα της κάθειρξής του ο Πουκεβίλ προσπάθησε να μάθει την ελληνική γλώσσα, στην οποία και συνέθεσε στίχους εμπνευσμένος από την αγάπη του για την Ελλάδα, ενώ συνέγραψε βιβλίο με τις αναμνήσεις και τις εντυπώσεις του από την Πελοπόννησο. Πραγματοποίησε και μεταφράσεις των έργων των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.

Μετά την απελευθέρωσή του επέστρεψε στο Παρίσι, εγκατέλειψε την ιατρική κι επιδόθηκε στη συγγραή κι έκδοση του πρώτου μεγάλου έργου του «Ταξίδια εις Μωρέα, Κωνσταντινούπολιν, Αλβανίαν και πολλά άλλα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τα έτη 1798-1801». Το έργο κδόθηκε το 1805 και το αφιέρωσε στο Μεγάλο Ναπολέονταε, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία. Ο Ναπολέων του ανταπόδωσε την τιμή διορίζοντάς τον ως γενικό πρόξενο στην αυλή του Αλή Πασά στα Ιωάννινα. Εκεί παρέμεινε για δέκα χρόνια μέχρι την ανάκλησή του στη Γαλλία το 1815.

Στην πατρίδα του έγραψε το 2ο πεντάτομο έργο του ««Ταξίδιον εις Ελλάδα», ενώ το 1824 εξέδωσε την τετράτομη «Ιστορία της αναγεννήσεως της Ελλάδος». Τιμήθηκε από το βασιλιά Όθωνα με το παράσημο του Τάγματος του Σωτήρος. Πέθανε στο Παρίσι στις 20 Δεκεμβρίου 1838 σε ηλικία 68 ετών.

Περνώντας από την Αρκαδία στη Λακωνία ο Πουκεβίλ δανείζεται τις λυρικές περιγραφές ενός άλλου ξένου περιηγητή, που είχε προηγηθεί, του Αμβρόσιου Φιρμίνου Διδότου.

Η πρώτη του αναφορά γίνεται για τον εντυπωσιακό Ταΰγετο: «Ατένιζα τον Ταΰγετο σ’ όλο το μεγαλείο του από την κορυφή κάποιου βουνού, η κατάβαση του οποίου είναι ιδιαίτερα δυσχερής από την πίσω πλευρά του, για το λόγο ότι χρειάζεται ν’ ανοίξει κανείς πέρασμα ανάμεσα στα βράχια. Αυτή την εποχή, οι χιονισμένες κορυφές του σχημάτιζαν μια φαντασμαγορική αντίθεση με τους πρόποδές του, που έδειχναν κάπως μουντοί από τα πολλά δάση με τα βαθύχρωμα έλατα. Το χάνι όπου καταλύσαμε ήταν πρωτόγονης κατασκευής, όπως κι όλα τα παλιά σπίτια της Σπάρτης, κτισμένα δίχως άλλο μόνο με την αξίνα και το πριόνι».

Μετά τη διανυκτέρευση σ’ αυτό το άθλιο χάνι πολύ ενωρίς το πρωί ο Πουκεβίλ και η συνοδεία του καβαλίκεψαν τα άλογά τους και κατηφόρισαν προς τη Λακεδαίμονα θαυμάζοντας πάντα τον επιβλητικό Ταΰγετο.

«Με την πρώτη πρωινή ανταύγεια είχαμε κιόλας καβαλικέψει τ’ άλογά μας. Το ολόγιομο φεγγάρι έριχνε τις χρυσές ακτίνες του πάνω στη συστάδα των λευκών σύννεφων που είχαν συγκεντρωθεί πάνω από τις κορυφές του Ταΰγετου και το ωραίο περίγραμμα του βουνού αποκαλύφτηκε μόλις άρχισαν να το χρωματίζουν με ρόδινες αποχρώσεις οι πρώτες ηλιαχτίδες. Αποθαυμάζοντας το μεγαλείο ενός τέτοιου θεάματος φτάσαμε στο γεφύρι πάνω από το οποίο περνάει κανείς στην αντικρινή όχθη του Ευρώτα».

Ακολουθεί μια λεπτομερής περιγραφή του παραποτάμιου τοπίου. «Λαγκάδια, ρουμάνια, λοφοπλαγιές, βουνά, τα πάντα με γοήτευαν καθώς προχωρούσα πεζή πάνω στη δεξιά όχθη του ποταμού, που και σήμερα ακόμη στολίζεται από πανύψηλα καλάμια και ροδοδάφνες, κι απ’ όπου λείπουν μονάχα οι ερωτύλοι κύκνοι για να συμπληρώσουν την εικόνα αυτής της μαγευτικής ακροποταμιάς, όπως την περιγράφουν οι ποιητές στα έργα τους».

Το πρώτο χωριό που επισκέπτεται ο Γάλλος περιηγητής είναι η Μαγούλα. Να τι γράφει:

«Φτάνοντας στο χωριό Μαγούλα, μερικές Λακεδαιμόνιες μας έγνευσαν να πλησιάσουμε σ΄ ένα μποστάνι που αρδεύεται από τα νερά του ποταμού Τίασα».

Και συνεχίζει γοητευμένος από τη φύση:

«…με περικύκλωναν ωστόσο αμέτρητες κληματαριές που έσμιγαν τα κλαδιά τους με τις μουριές, αμέτρητες λεμονιές και ροδιές που έμπλεκαν τους πορφυρούς και χρυσαφένιους καρπούς τους, σχηματίζοντας πρασινωπές λουλουδένιες αψίδες. Άπλωσα καταγής, κάτω απ΄΄ο το φύλλωμα μιας θεόρατης πορτοκαλιάς, το αμπέχονό μου, κι αφού ξεκουράστηκα λίγη ώρα, ξεκίνησα να πάω να βρω τον τόπο όπου υψωνόταν άλλοτε η Σπάρτη».

Η αρχαία Σπάρτη, όμως, έχει χαθεί στο πέρασμα του χρόνου και μόνο λιγοστά ερείπια τη θυμίζουν.

«Το κύριο ερείπιο χάρη στο οποίο αναγνωρίζουμε τη θέση της Σπάρτης είναι το θέατρο».

Ο Πουκεβίλ καταλαβαίνει ότι τα αρχαία οικοδομήματα λεηλατήθηκαν από τους μεταγενέστερους και τα υλικά τους χρησιμοποιήθηκαν σε νέες οικοδομικές εργασίες:

«Τα γεφύρια που βλέπουμε πάνω από τον Ευρώτα και τον Τίασα είναι κτισμένα από πέτρες προερχόμενες από τα ερείπια της Λακεδαίμονος».

Ο χώρος της ακρόπολης της αρχαίας Σπάρτης είναι καλλιεργημένος.

«Ο τελευταίος λοφίσκος της, πάνω στον οποίο ακουμπά το θέατρο, είναι ο μόνος που έχει παραμείνει ακαλλιέργητος».

Ανεβαίνοντας την κοιλάδα της Λακεδαίμονος προς Βορρά διαπιστώνει την ύπαρξη πολλών δέντρων μουριάς, που με τα φύλλα τους τρέφονται οι μεταξοσκώληκες.

«Πριν εισχωρήσουμε στην περιοχή την επονομαζομένη από τους αρχαίους Βελεμινάτις, διασχίσαμε μια πεδιάδα με μουριές, που ο ιδιαίτερα πολύτιμο φύλλο τους για την εκτροφή του μεταξοσκώληκα φυλάσσεται από ένοπλες φρουρές Αλβανών».

Ο Πουκεβίλ κάνει επίσης αναφορά στο γεγονός ότι στα νερά του βόρειου τμήματος του Ευρώτα, με τη βοήθεια μικρών φραγμάτων, αλιεύονται πέστροφες.

«Μέσα στα νερά όλων εκείνων των ρυακιών που κυλούνανάμεσα στα εναέρια αυτά φράγματα, πολλαπλασιάζονται ποικιλόχρωμες πέστροφες, ψάρια αρεσκόμενα στα κρυστάλλινα και παγωμένα νερά, που αυτές τα ζωντανεύουν με τους ζωηρούς χρωματισμούς τους».

Γενικά η επίσκεψη του Πουκεβίλ στη Λακωνία και δη στη Λακεδαίμονα χαρακτηρίζεται κυρίως από τη βαθιά αρχαιολατρεία του περιηγητή ο οποίος αναφέρει χωρία αρχαίων συγγραφέων και με βάση αυτά προσπαθεί να υποθέσει πού βρίσκονται τα αρχαία οικοδομήματα της Σπάρτης. Κάνει επίσης μια σύντομη αναφορά στην Τρύπη ή Κρύπτη, όπως την καταγράφει, επισημαίνοντας ότι έχει πολλά σπήλαια με επιτύμβιες επιγραφές (!), κάτι το οποίο προσωπικά δεν γνωρίζω να είναι επιβεβαιωμένο. Αναφέρει ακόμα ότι ο πληθυσμός του Μυστρά ανέρχεται σε είκοσι χιλιάδες ψυχές και τον κυβερνούν δύο βοεβόδες. Υπάρχει μια υποψία ότι ο Γάλλος φιλέλληνας δεν ενδιαφέρθηκε τόσο πολύ να επισκεφτεί ο ίδιος τα μέρη που είχαν περιγράψει προηγούμενοι περιηγητές, αλλά βασιζόμενος στις δικές τους περιγραφές και στις προφορικές πληροφορίες ντόπιων κατοίκων υπέπεσε σε ανακρίβειες και λάθη. Παρ’ όλα αυτά το έργο του έχει ξεχωριστή σημασία αφού σε δύσκολα χρόνια για την πατρίδα και το λαό μας αναβιώνει το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για τη σκλαβωμένη Ελλάδα και καταγράφει το όμορφο φυσικό περιβάλλον και τους δυστυχισμένους ραγιάδες, παρέχοντας πολλές πληροφορίες στους μεταγενέστερους ιστοριοδίφες

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις