Γράφει ο Γιάννης Μητράκος

Ανάμεσα στους πολλούς ξένους περιηγητές, που πέρασαν κατά καιρούς από τον τόπο μας και μας άφησαν γραπτές μαρτυρίες κι εντυπώσεις, περιλαμβάνεται κι ένας Οθωμανός Τούρκος ο χρονογράφος Εβλιγιά Τσελεμπή. Ήταν γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη στα 1611 ή 1612 και πέθανε περί το 1682. Η μητέρα του ήταν συγγενής με τον αξιωματούχο της αυλής Αχμέτ Πασά και ο πατέρας του αρχιχρυσοχόος. Η συγγένεια της μητέρας του με τον Αχμέτ Πασά και το γεγονός πως ήταν καλλίφωνος του επέτρεψε να εισέλθει στην αυλή του σουλτάνου και να μορφωθεί. Εικάζεται πως το όνομα με το οποίο έμεινε στην Ιστορία ήταν ψευδώνυμο που το πήρε για να τιμήσει το δάσκαλό του Εβλιγιά Μεχμέτ Εφέντη.

Η πρώιμη κλίση του για τα ταξίδια φάνηκε από το 1630, με την περιήγησή του στα περίχωρα της Πόλης. Τις εντυπώσεις του θα τις καταγράψει στο πρώτο του βιβλίο. Το 1645 πήρε μέρος στον πόλεμο της Κρήτης και παραβρέθηκε στην άλωση των Χανίων. Το επόμενο έτος θα επισκεφτεί ως τελώνης την Μικρά Ασία (2ο βιβλίο). Στο τρίτο του βιβλίο θα περιγράψει τα ταξίδια του την κεντρική Ασία, την Συρία, την Παλαιστίνη και την σημερινή Βουλγαρία. Το τέταρτο βιβλίο του αναφέρεται στην κεντρική Μικρά Ασία και στη Βαγδάτη. Το πέμπτο και το έκτο βιβλίο του αναφέρονται γενικά στις χώρες της Σερβίας, της ΒΑ Μακεδονίας, της Αυστρίας, της Βενετίας. Το έβδομο βιβλίο του αναφέρεται στις περιοχές ευρωπαϊκών χωρών που βρέχονται από τη Μαύρη Θάλασσα. Μετά πέρασε στην Κασπία και το 1666 έφτασε στο Αζόφ. Το όγδοο βιβλίο του αναφέρεται ολόκληρο στον Ελληνικό χώρο.

Στον τόμο αυτό, που ασχολείται με την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα υπάρχουν πολλές ανακρίβειες σχετικά με την αρχαιοελληνική ιστορία. Ο Τσελεμπή υπερεκτιμά τις λαϊκές παραδόσεις και τις παρουσιάζει σαν ιστορικά γεγονότα, γι’ αυτό οι δήθεν ιστορικές του αναφορές είναι αναξιόπιστες. Προσφέρει, όμως, πολλά στοιχεία για τις περιοχές που επισκέπτεται και για τη ζωή των κατοίκων στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Σημειώνει τις πληροφορίες όπως τις ακούει και τις παραθέτει χωρίς σχόλια. Αναφέρει και πολλούς αριθμούς, ειδικά όταν φτάνει στις πόλεις, αλλά οι αριθμοί πού αναφέρει είναι πολλές φορές εξογκωμένοι. Γενικά σε όλο το έργο του έχει τάση προς την υπερβολή. Προσπάθησε να παρουσιάσει το έργο του με λογοτεχνικό τρόπο και γι’ αυτό παρουσιάζει τον εαυτό του ως παρόντα σε πολλές περιπτώσεις ενώ δεν ήταν. Ο Τσελεμπί ως πιστός Μωαμεθανός περιφρονεί τους αλλόθρησκους, συμπεριλαμβανομένων και των χριστιανών. Είναι χαρακτηριστικό πως τους Έλληνες τους αποκαλεί «κιαφίρ» δηλαδή «άπιστους». Παρόλα αυτά το έργο του, γενικά, είναι ανεκτίμητης αξίας για την ιστορία της Ελλάδας.

Άρχισε τις περιοδείες του, στα 1640, από την Προύσα, ακολουθώντας συνήθως τα τουρκικά στρατεύματα, πότε σαν πολεμιστής, πότε σαν μουε¬ζίνης, άλλοτε με διπλωματική αποστολή και άλλοτε με δική του πρωτοβουλία, «για να γνωρίσει τον κόσμο». Ταξίδεψε επί 40 χρόνια και επισκέφτηκε την Αίγυπτο, τη Μέκκα, την Περσία, τη Μικρασία, Κριμαία, Μολδαβία, Αυστρία, Δανία, Ολλανδία και Σουηδία. Η εποχή κατά την οποία ταξίδευε ο Εβλιγιά συμπίπτει με τη μεγάλη ακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Το ταξίδι του στην Ελλάδα, με συνοδεία τρεις υπηρέτες και τρεις «συντρόφους», άρχισε στα 1668. Ξεκίνησε από την Αδριανούπολη στις 27-2-1668, με προορισμό το Ηράκλειο της Κρήτης, όπου συνεχιζόταν ο τουρκοβενετικός πόλεμος, διέσχισε την Ελληνική Χερσόνησο, και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς έφτασε στην Αθήνα, και κατόπιν στην Πελοπόννησο.

Κάνοντας μία συνολική εκτίμηση για την Πελοπόννησο γράφει:

«Ας μάθουν οι φίλοι πως δεν υπάρχει άλλο τέτοιο νησί όμορφο και πλούσιο στην Οθωμανική επικράτεια. Τριακόσια είδη προϊόντων παράγονται εδώ. Τα πρόβατα γεννούν δύο φορές το χρόνο πριν καλά καλά μεγαλώσουν. Τα κορίτσια προτού γίνουν δέκα χρονών γεννούν το πρώτο τους παιδί!! Τα αγόρια ενηλικιώνονται στα δέκα με έντεκα τους χρόνια. Οι συκιές και τα αμπέλια δίνουν ζουμερούς καρπούς επτά φορές το χρόνο. Υπάρχουν άφθονα φρούτα και λαχανικά χειμώνα-καλοκαίρι. Όλοι οι μουσουλμάνοι στην Πελοπόννησο μιλάνε ελληνικά».

Έχοντας επισκεφτεί στο παρελθόν την Κόρινθο και την Πάτρα προχώρησε με ενδιάμεσες στάσεις στο νοτιοδυτικό άκρο της χερσονήσου με σκοπό από την Καλαμάτα να φτάσει στο Μυστρά μέσω Λεονταρίου και Λογκανίκου. Φεύγοντας από το φρούριο του Λεονταρίου αναφέρει πως: «…Αποδώ έπειτα από τρίωρη πορεία, προς την κατεύθυνση της Μέκκας, περνώντας από γκρεμούς φτάσαμε στο φρούριο του Λογκανίκου».

Ο Λογκανίκος, στα μάτια του Τσελεμπή, παρουσιάζει εικόνα ερήμωσης και φόβου λόγω των ληστρικών επιδρομών των Μανιατών και της πανούκλας που είχε ενσκήψει τότε στην Πελοπόννησο. Μόνο 199 κάτοικοι έχουν μείνει στα πεντακόσια οικήματα της κώμης. Περιγράφοντας τον Λογκανίκο γράφει: «Βρίσκεται μέσα σε κοιλάδες και λόφους και βράχια. Νομίζει κανείς ότι πρόκειται για κοιλάδες και γκρεμούς της κόλασης. Υπάρχουν επτά καταστήματα και πεντακόσια στενά κεραμιδοσκέπαστα σπίτια, που βρίσκονται μέσα σε δάσος. Έχει πέντε γειτονιές . Σε κάθε σπίτι υπάρχει νερό και μύλος. Υπάρχουν έντεκα εκκλησίες γιατί οι περισσότεροι κάτοικοι είναι άπιστοι. Και οι Μουσουλμάνοι ακόμα έχουν αλλάξει την πίστη τους. Το κλίμα και το νερό είναι θαυμάσιο, γι΄ αυτό και οι άνθρωποι είναι όμορφοι. Όλοι επεξεργάζονται το μετάξι. Αυτόν τον καιρό έχουν πάρει τα βουνά εξαιτίας μιας επιδημίας».

Από το Λογκανίκο ο Τσελεμπή πήρε τη «μυστριώτικη στράτα» και κατηφόρισε προς το Μυστρά, που ήταν έδρα της τουρκικής διοίκησης. Μετά από τετράωρη πορεία έφτασε «στο περιλάλητο φρούριο του Μυστρά», όπως το αναφέρει.

Η επίσκεψη του Εβλιγιά Τσελεμπή στο Μυστρά περιγράφεται στο έργο του σε τέσσερις σελίδες. Σύμφωνα με την περιγραφή του στην πόλη και στους γύρω οικισμούς υπήρχαν δύο μεντρεσέδες (ιεροσπουδαστήρια) και τέσσερα σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης για τα οποία δεν υπάρχουν περισσότερες πληροφορίες.

Γράφει χαρακτηριστικά: «Μερικοί το γράφουν Μυστρά ενώ στα μουσουλμανικά κατάστιχα είναι καταγεγραμμένο ως βιλαέτι της Μεσοχώρας. Οι Έλληνες ιστορικοί θεωρούν ως ιδρυτή τον προφήτη Σολομώντα! Ένα μικρό ποταμάκι περνά μέσα από την πόλη.

Οι κοπέλες της περιοχής είναι όμορφες. Έχουν μάτια αντιλόπης, πανέμορφο φωτεινό πρόσωπο και αγγελική φυσιογνωμία. Το μετάξι, οι ρίζες πρενκόμπ που παράγουν μπογιά, τα μαύρα ξινά καπνά και τα μαυρόσυκα είναι ξακουστά. Όλοι οι κάτοικοι της περιοχής μιλούν ελληνικά. Μια φορά το χρόνο οργανώνεται μεγάλο παζάρι που συγκεντρώνει χιλιάδες κόσμο».

Ο Τσελεμπή γράφει πως ο λόφος του Μυστρά περιέκλειε χίλια εκατό σπίτια. Μνημονεύει ακόμα την ύπαρξη είκοσι εννέα σπηλιών στις ελληνικές και τις εβραϊκές συνοικίες, όπου φυλάσσονταν τρόφιμα και ποτά. Αριθμητικά οι γειτονιές του Μυστρά ήταν: έντεκα ελληνικές, δέκα μουσουλμανικές και πέντε εβραϊκές. Εκτός των τειχών του κάστρου υπολογίζει πως υπήρχαν πεντακόσια σπίτια.

Μετά το Μυστρά ο Εβλιγιά Τσελεμπή πήγε στην Μπαρδούνια και τον Πασσαβά κι από εκεί στο Γεράκι και τη Μονεμβασιά, τελειώνοντας το ταξίδι του στην περιοχή μας.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις