Μία ανώδυνη εξέταση για να μετρήσετε τη μυϊκή δύναμη και αντοχή των ποδιών σας, ιδιαίτερα μετά από έναν τραυματισμό, είναι το τεστ μυϊκής ισχύος. Το τεστ αυτό είναι μία εξέταση η οποία πραγματοποιείται σε ισοκινητικό δυναμόμετρο και γίνεται για να μετρηθούν η δύναμη, η εκρηκτικότητα (το πόσο γρήγορα συσπάται ο μυς) και η αντοχή των δοκιμαζόμενων μυών. Η μέτρηση μυϊκής ισχύος ενδείκνυται για άτομα που έχουν υποστεί -πρόσφατα ή στο παρελθόν- κάποιο τραυματισμό είτε σε άρθρωση (π.χ. γόνατο, αστράγαλος) είτε σε κάποιο μυ (π.χ. τετρακέφαλος).

Η εξέταση συνήθως γίνεται μετά από ένα πρόγραμμα αποκατάστασης, για να διαπιστωθεί η πρόοδός της. Τέλος, την εξέταση μπορεί να κάνει και κάποιος που είναι απόλυτα υγιής και επιθυμεί να αρχίσει ένα πρόγραμμα άσκησης, αλλά είναι αγύμναστος και θέλει να δει ποια μυϊκά συστήματα του υστερούν.

Πως γίνεται: Ο εξεταζόμενος κάθεται στην ειδική καρέκλα του μηχανήματος και προσαρμόζει το μέλος που πρόκειται να εξετασθεί στο βραχίονα ενός δυναμόμετρου, συνδεδεμένου με έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ο φυσικοθεραπευτής επιλέγει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα κίνησης. Με άλλα λόγια, ο ασθενής ακολουθεί ένα ειδικά διαμορφωμένο πρόγραμμα κινήσεων, που αφορά την κίνηση του μέλους που ο φυσικοθεραπευτής θέλει να εξετάσει. Το υπολογιστής στο τέλος θα καταγράψει τη δύναμη, την εκρηκτικότητα και την αντοχή των μυών του. Το εν λόγω πρόγραμμα περιλαμβάνει έναν πρώτο γύρο 4 συνήθως επαναλήψεων, χαμηλής ταχύτητας, που αποσκοπούν στη μέτρηση της δύναμης (όσο μικρότερη είναι η ταχύτητα, τόσο μεγαλύτερη δύναμη απαιτείται από τον ασθενή για να κινήσει το βραχίονα), καθώς κι ένα δεύτερο γύρο 20 επαναλήψεων, υψηλής ταχύτητας, από τον οποίο θα συλλέξει τα συμπεράσματα για την εκρηκτικότητα και την αντοχή των μυών. Το δεύτερο τμήμα της εξέτασης περιλαμβάνει την ιδια διαδικασία, η οποία γίνεται από το αντίστοιχο υγιές μέλος, ούτως ώστε να γίνουν οι απαιτούμενες συγκρίσεις και να διαπιστωθούν τυχόν διαφορές στη συμπεριφορά των μυών. Το τεστ μυϊκής ισχύος είναι μία ανώδυνη και αναίμακτη εξέταση, διαρκεί 15-20 λεπτά περίπου και δεν περικλείει κινδύνους για μυικούς τραυματισμούς, γιατί το δυναμόμετρο «αντιστέκεται» με όση δύναμη του δίνει ο εξεταζόμενος.

Για ποιούς δεν ενδείκνυται: Για να γίνει η εξέταση, ο εξεταζόμενος δεν πρέπει να νιώθει πόνο στο μέλος που θα μετρηθεί. Επίσης, πρέπει να υπάρχει καλή κινητικότητα του μέλους (να μην υφίσταται, δηλαδή, κανένας περιορισμός στην τροχιά της κίνησης). Πριν την εξέταση πρέπει να γίνει κάποιο «ζέσταμα» στους μυς που θα εξεταστούν (στο διάδρομο ή με ελαφριά βάρη). Επειδή η εξέταση απαιτεί την εξάσκηση μυϊκής δύναμης, αντενδείκνυται για άτομα που πάσχουν από σοβαρά καρδιαγγειακά ή αναπνευστικά προβλήματα.