Γράφει ο Ηλίας Παναγιωτακάκος

Ο πληθυσμός στην Ελλάδα μειώνεται και γηράσκει. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την υπογεννητικότητα αναμένεται να δημιουργήσει οικονομικά, κοινωνικά, διαχειριστικά προβλήματα σε όλες τις βαθμίδες της Δημόσιας Διοίκησης και επιπτώσεις στην οικονομία, το ασφαλιστικό σύστημα, το παραγωγικό μοντέλο και την κοινωνική συνοχή. Στην Αυτοδιοίκηση οι επιπτώσεις φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σημαντικές, αφενός μεν γιατί μεγάλο μέρος των αρμοδιοτήτων της αφορούν κοινωνικές υπηρεσίες προς τα παιδιά και την τρίτη ηλικία, αφετέρου δε γιατί οι δημογραφικές αλλαγές δεν έχουν ενιαία χωρική έκφραση.

Η δημογραφική εικόνα της Ελλάδας, η οποία σύμφωνα και με τα στοιχεία της τελευταίας απογραφής, αναδεικνύεται στη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία γηράσκει ταχύτερα από κάθε άλλη εμφανίζοντας ρυθμό γήρανσης δραματικά επιδεινούμενο από το 2007. Ωστόσο, παρότι το πρόβλημα είναι εθνικό, εμφανίζει σημαντικά στοιχεία «περιφερειακότητας» πλήττοντας κυρίως τους μικρομεσαίους δήμους της ηπειρωτικής χώρας. Η Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα (παρά τις θεσμικές τομές προηγούμενων περιόδων) είναι κατ’ εξοχήν εξαρτημένος θεσμός από το Κράτος, μεταξύ των χωρών της ΕΕ και του ΟΟΣΑ τόσο σε επίπεδο δαπανών, όσο και από τη σκοπιά των εσόδων αν και μεταβιβάσθηκαν αρκετές θεσμικές αρμοδιότητες.

Ο ρόλος της Αυτοδιοίκησης Περιφερειακής, αλλά ιδιαίτερα της Τοπικής. μπορεί να είναι καθοριστικός στην ενίσχυση της διαγενεακής συνεργασίας και αλληλεγγύης με την διεκδίκηση και διασφάλιση των δημόσιων οικονομικών των ΟΤΑ με αλλαγή του τρόπου κατανομής των κρατικών επιχορηγήσεων προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση συνδεδεμένη με την υποστήριξη των Δήμων, στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που δημιουργούν οι δημογραφικές αλλαγές. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση με βάση την αρχή της επικουρικότητας θα πρέπει να μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά:

  1. Τις αυξανόμενες ανάγκες της γηράσκουσας κοινωνίας, που αναμένεται να προκαλέσει μεγαλύτερη ζήτηση για κοινωνικές υπηρεσίες, πρωτοβάθμια υγεία και προληπτική ιατρική και μακροχρόνια περίθαλψη.
  2. Την παροχή και συντήρηση υφιστάμενων και νέων υποδομών συρρικνούμενων κοινοτήτων με την προώθηση της κοινωνικής συμμετοχής, μέσω της αναδιάρθρωσης και ανανέωσης των ΚΑΠΗ, τα προγράμματα δια βίου μάθησης, με στόχο την εξοικείωση των ηλικιωμένων με δεξιότητες όπως η χρήση Η/Υ, η εκμάθηση ξένης γλώσσας, η κλπ., την αναδιάρθρωση και τον εκσυγχρονισμό του «Βοήθεια στο Σπίτι», την ανάπτυξη υποστηρικτικών δικτύων με στόχο αυτόνομους ηλικιωμένους και την ψυχολογική υποστήριξη ατόμων που ζουν μόνα τους απέναντι στην λύση εγκλεισμού σε γηροκομεία.
  3. Την αντιμετώπιση των χαμηλών ποσοστών γονιμότητας, μέσω πολιτικών και επιχορηγήσεων (και για νεογέννητα παιδιά), δημοτικών απαλλαγών, που υποστηρίζουν καλύτερα τις οικογένειες, ιδιαίτερα καλύτερες συνθήκες για τους εργαζόμενους γονείς και για όσους εισέρχονται στην αγορά εργασίας. Κομβικής σημασίας είναι το Κοινωνικό Φροντιστήριο και η διεύρυνση του Κοινωνικού Παντοπωλείου ακόμα και με σχολικά είδη.
  4. Μεταρρύθμιση των τοπικών αγορών εργασίας, με ελκυστικό πλαίσιο επενδύσεων στην κατεύθυνση του μοντέλου της κυκλικής οικονομίας και της πράσινης μετάβασης, για την αύξηση της παραγωγικότητας και της οικονομικής απόδοσης. Η πληθυσμιακή πυραμίδα της Ελλάδας είναι δύσκολα να αναστραφεί τις προσεχείς δεκαετίες από την επιταχυνόμενη αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων, γεγονός που συνεπάγεται αύξηση του αριθμού των θανάτων κατά τις επόμενες δεκαετίες.

Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής είναι αναγκαίο να επαναπροσδιορίσει τις κοινωνικές προτεραιότητες με την επαναξιολόγηση των προτύπων και έμφαση στην ανάδειξη της οικογένειας ως μοντέλου ευζωίας. Όπως υπογραμμίζει μια μελέτη για το δημογραφικό είναι απίθανο είναι να αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των γεννήσεων στη χώρα μας τις επόμενες δεκαετίες ακόμα κι αν οι γυναίκες αποκτούν περισσότερα παιδιά.

Και επισημαίνει: «Τα επί 30 χρόνια εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά γονιμότητας έχουν δημιουργήσει ένα έλλειμα ενηλίκων και εν δυνάμει γονέων, ενώ ο αριθμός των ηλικιωμένων θα συνεχίσει να αυξάνεται. Έτσι ακόμα και αν η γονιμότητα αυξηθεί, αν ανέβει δηλαδή ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα, οι γεννήσεις θα συνεχίσουν για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες να είναι αριθμητικά λιγότερες από τους θανάτους. Κατά συνέπεια, ο πληθυσμός θα συνεχίσει να μειώνεται». Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Eurostat, ο πληθυσμός εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 14% και θα φτάσει στα 9 εκατομμύρια μέχρι το 2050, ενώ μέχρι το 2075 εκτιμάται ότι θα είναι κατά 3 εκατομμύρια λιγότερος σε σχέση με σήμερα. Συνεπώς απαιτείται μια συνολική Εθνική στρατηγική για την αντιστροφή αυτής της «ωρολογιακής βόμβας» με κεντρικό ρόλο στους Αυτοδιοικητικούς θεσμούς αν θέλουμε να επιβιώσουμε ως Έθνος και λαός.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr