ΣΥΡΙΖΑ, ο τερματοφύλακας που ξεχάστηκε στην ομίχλη
Γράφει ο Κώστας Βαξεβάνης / documentonews.gr
Η φωτογραφία είναι ασπρόµαυρη και µοιάζει απόκοσµη. Μες στο πέπλο πυκνής οµίχλης ένας τερµατοφύλακας είναι στηµένος µπροστά στο τέρµα, έτοιµος να αποκρούσει µια αόρατη λόγω της οµίχλης επίθεση. Το πρόσωπο του γκολκίπερ δεν φαίνεται, αλλά η αγωνία του είναι αντιληπτή και χωρίς τις λεπτοµέρειες της εικόνας.

Η φωτογραφία τραβήχτηκε τα Χριστούγεννα του 1937 και ο τερµατοφύλακας της οµίχλης είναι ο Σαµ Μπάρτραµ της Τσάρλτον. Την ηµέρα εκείνη µε οµίχλη δεν ήταν καλυµµένο µόνο το Στάµφορντ Μπριτζ, όπου είχε προγραµµατιστεί ο αγώνας της Τσάρλτον µε την Τσέλσι, αλλά ολόκληρο το Λονδίνο. Εκατοντάδες ατυχήµατα σηµειώθηκαν λόγω της πυκνής οµίχλης αλλά για κάποιον λόγο ο διαιτητής αποφάσισε ότι ο αγώνας έπρεπε να γίνει. Στη συνέχεια τον διέκοψε, αφού ήταν αδύνατον να διεξαχθεί.
Ο φωτογραφικός φακός απαθανάτισε τον Σαµ Μπάρτραµ να φυλάει την εστία του πιθανολογώντας τις φάσεις που έκρυβε η οµίχλη. Μόνο που ο αγώνας είχε πλέον διακοπεί. Κανένας ωστόσο δεν ενηµέρωσε τον Μπάρτραµ, ο οποίος έµεινε κάτω από τα γκολπόστ επί δεκαπέντε λεπτά περιµένοντας να αποκρούσει την µπάλα που δεν έφυγε ποτέ προς τα δίχτυα του. Τυχαία ένας αστυφύλακας περιπολίας διέκρινε τη φιγούρα του τερµατοφύλακα και τον ενηµέρωσε ότι το παιχνίδι είχε διακοπεί και οι υπόλοιποι παίκτες είχαν φύγει.
Ο µοναχικός τερµατοφύλακας της οµίχλης, περιγράφοντας αργότερα αυτό που του συνέβη, είπε ότι όση ώρα περίµενε µόνος στην οµίχλη ήταν σίγουρος πως η οµάδα του έχει προωθηθεί προς την αντίπαλη πλευρά. Ετσι εξηγούσε τη σιωπή και όχι µε αυτό που τελικώς συνέβη. Οπως έλεγε, υπήρξαν στιγµές που ήταν σίγουρος ότι διακρίνει κάποιους παίκτες και τον ανύπαρκτο αγώνα. Ηταν τόσο προσηλωµένος σε αυτό που έκανε κάτω από τις ιδιαίτερες συνθήκες που είχαν δηµιουργηθεί, ώστε είχε δηµιουργήσει τη δική του πραγµατικότητα. ∆εν κατανοούσε τι συµβαίνει και έβλεπε αγώνα και απειλή που δεν υπήρχαν.
Η χαριτωµένη ιστορία του Σαµ Μπάρτραµ µοιάζει µε τη θλιβερή εξέλιξη της ιστορίας του ΣΥΡΙΖΑ. Οταν λέω ΣΥΡΙΖΑ, εννοώ το κόµµα µε πρόεδρο τον Σωκράτη Φάµελλο και όλα τα κοµµάτια που προέκυψαν από τη διάσπαση µε τη µέθοδο της αριστερής αµοιβαδοποίησης (πολλαπλασιασµός διά της διχοτόµησης). Το σύνολο αυτών των κοµµάτων και υποκοµµάτων είναι χαµένο µες στην οµίχλη. Αδυνατεί να διακρίνει τι συµβαίνει στο γήπεδο και υπερασπίζεται έναν αγώνα που είναι εικονικός. Στην πραγµατικότητα είναι η γκάφα του ξεχασµένου φύλακα της ιερής εστίας. ∆εν υπάρχουν παίκτες, δεν υπάρχουν διαιτητές, ούτε καν µπάλα, οι θεατές έχουν αποχωρήσει, αλλά ο µοναχικός τερµατοφύλακας είναι πεπεισµένος για τη σηµαντικότητά του και βλέπει ανύπαρκτες εικόνες, ίσως και οράµατα. Ονειρεύεται τη νίκη την ώρα που ο διαιτητής έχει σφυρίξει και οι συµπαίκτες του έχουν αποχωρήσει. Η σιωπή γύρω του δεν δηµιουργεί απορίες για το τι µπορεί να συµβαίνει, γιατί, όπως ακριβώς ο Σαµ Μπάρτραµ, είναι προσηλωµένο(ς) στον σκοπό.
Υπάρχει ωστόσο µια διαφορά µεταξύ του τερµατοφύλακα και της πολιτικής µεταφοράς της ιστορίας. Ο Μπάρτραµ ήταν αφελές θύµα σε µια οµιχλώδη κατάσταση. Οι «παίκτες» του ΣΥΡΙΖΑ (και λοιπών απο-κοµµάτων του), την ώρα που φυλάνε το τέρµα σε ένα ανύπαρκτο παιχνίδι, επιµένουν πως το παιχνίδι διεξάγεται και το µόνο που µένει είναι να πάρουν την κατάλληλη θέση στο γήπεδο. Ή, για να ακριβολογούµε, την καρέκλα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως ηττηµένος νικητής το 2019 (έχασε ελάχιστες µονάδες παρά τη δύσκολη/µνηµονιακής εποπτείας διακυβέρνηση και τις επιθέσεις) παρέδωσε την επόµενη τετραετία κάθε δυνατότητα που είχε να µιλήσει πολιτικά και να κερδίσει ξανά ψηφοφόρους και χαµένο έδαφος. Η τότε ηγεσία του (στο πιο αθώο σενάριο) είχε κατασκευάσει έναν βολικό συνδυασµό επιχειρηµάτων εσωτερικής κατανάλωσης. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αφενός θα έπεφτε ως ώριµο φρούτο λόγω της ανικανότητάς του, ενώ από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ θα επανερχόταν κάνοντας επεκτάσεις και προεκτάσεις προς το Κέντρο. ∆ηλαδή θα δηµιουργούσε ένα άλλο προφίλ συγκατάβασης και ευγενικής κατανόησης. Κάτι που φαίνεται σήµερα ως βασική αντίληψη άσκησης πολιτικής στο βιβλίο του Αλέξη Τσίπρα. Ακολουθώντας µια σειρά από τακτικισµούς (πάλι κατά την πιο αθώα θεώρηση), η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ απαρνήθηκε την αντίληψη ότι η πολιτική είναι ένα σύνολο συγκρούσεων (όπως και η ζωή άλλωστε) µε ζητούµενο το κοινωνικό συµφέρον και τη µετάλλαξε κατά τα πρότυπα Μητσοτάκη σε ένα πολιτικό «ευτυχείτε», που έλεγε ο µακαρίτης κονφερασιέ Αλκης Στέας. Η διεκδίκηση και η αποκάλυψη της αλήθειας ταυτίστηκαν µε την τοξικότητα, η απαίτηση για πιο δίκαιη κατάσταση χαρακτηρίστηκε γκρίνια, ενώ η επεξεργασία σύγχρονων θέσεων κατέληξε σε µια σειρά από κοινοτοπίες που συναντά κανείς σε τεχνοκρατικά κείµενα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πίσω του το βασικό συµπέρασµα για την επικράτησή του. Νίκησε όποτε συγκρούστηκε, επιτυχώς ή ανεπιτυχώς, µε αυτούς που θεωρούσε επιζήµιους για την κοινωνία. Λίγο πριν από τις εκλογές του 2023 αυτοί οι επιζήµιοι έγιναν αόρατοι, καθώς έπεφτε η πολιτική οµίχλη στο γήπεδο. Αόρατοι είναι και σήµερα στο βιβλίο του Τσίπρα.
Την περίοδο της πανδηµίας ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε θλιβερή ουρά των θεωριών του φόβου και της σιωπής στο όνοµα ότι µπορούσε να κατηγορηθεί για θεωρίες συνωµοσίας. Ο κόσµος έµεινε ανυπεράσπιστος και ο Covid έγινε πιεστήριο χρήµατος για τη διαφθορά. Το αποτέλεσµα ήταν µέρος αυτού του χρήµατος να δοθεί για να εξαγοραστούν µέσα ενηµέρωσης και η κοινή γνώµη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ µπροστά του έβλεπε τον γκρεµό της ανύπαρκτης ή φοβικής τακτικής του και πίσω του το ρεύµα της πολιτικής του περιπέτειας η οποία ήταν πλέον πολύ κουραστική για κάποιους. Οπως συνέβη µε το βατράχι στη γνωστή ιστορία, όταν άρχισε να βράζει στο καζάνι ήταν πολύ αργά για να κάνει οτιδήποτε.
Οσο η κατάσταση γινόταν απειλητική για τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο παρήγε εσωτερική αβεβαιότητα, αφού δεν υπήρχε κανένας ιδεολογικός µπούσουλας. Οπως συνέβη όποτε η Αριστερά έπρεπε να περάσει διαλεκτικά από τη νίκη στην ήττα και ξανά στη νίκη, οι πεφωτισµένοι τράβηξαν χειρόφρενο. Αν µάλιστα πιστέψουµε όσα γράφει για βασικούς συνεργάτες του ο Αλέξης Τσίπρας, δεν ήταν και τόσο πεφωτισµένοι. Σε κάθε περίπτωση, όταν βρέθηκαν σε αδιέξοδο άρχισαν να παράγουν ιδεολογήµατα και συγκρούσεις. Να ιδεολογικοποιούν τις προσωπικές ανάγκες και να τις εµφανίζουν ως κοινωνικές.
Σήµερα ο ΣΥΡΙΖΑ του Σωκρ. Φάµελλου είναι ένα κόµµα τερµατοφύλακας στην οµίχλη. Ο ίδιος ο πρόεδρός του έχει εξαγγείλει την κοµµατική ανυπαρξία µε τα µάτια στραµµένα στον Τσίπρα κι έχει ταυτίσει την πολιτική δράση µε ενηµέρωση που κάνει στις οµάδες επικοινωνίας των δηµοσιογράφων για το ποια θα είναι η επόµενη εθιµοτυπική επίσκεψή του. Το ίδιο το κόµµα µε την πρακτική του καθιστά τον ψηφοφόρο του µια άµορφη και διχασµένη πολιτική µάζα. Πρέπει να διαλέξει την ανυπαρξία που εµφανίζεται ως θετική πολιτική ή την έλευση κάποιου µεσσία; Ποια είναι η «πολιτική» πρόταση όπως τη διατύπωσε εσχάτως ο Σωκρ. Φάµελλος; Μια συµπαράταξη των προοδευτικών δυνάµεων. Τόσο πρωτότυπο. Στη µυθολογία της η Αριστερά έχει τον δικό της σισύφειο µύθο: κάνουµε τη διάσπαση για να κάνουµε τη συµπαράταξη. Η συµπαράταξη, που εµφανίζεται ως ουσιαστική λύση, δεν έχει ούτε θέσεις ούτε διεργασίες όπως πρέπει να έχουν οι πολιτικές συµµαχίες. Είναι η παραδοσιακή αριθµητική της καρέκλας.
Προοδευτικός δεν είναι αυτός που θέλει να πέσει (από την κυβερνητική εξουσία) ο Μητσοτάκης, αν και ο προοδευτικός πρέπει να κάνει τα πάντα για να πέσει. Προοδευτικός είναι αυτός που θέλει και υπερασπίζεται συγκεκριµένες προτάσεις προόδου που θα αλλάξουν την κοινωνία. Οχι τους συσχετισµούς σε ένα οµοιόµορφο, ζελεδοποιηµένο πολιτικό περιβάλλον. Την ίδια την κοινωνία.