Νομικός Λόγος: "Οι εξετάσεις για την άδεια του Δικηγορικού Λειτουργήματος και η απελευθέρωση της Δικηγορίας"

Γράφει ο Χρήστος Πλειώτας

Ο Νόμος 3919/2011 για την απελευθέρωση των επαγγελμάτων, ψηφίστηκε για να διασφαλίσει την αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας και την κατάργηση αδικαιολογήτων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση των επαγγελμάτων.

Η αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματός μας.

Το Σύνταγμα ως ο υπέρτατος ΝΟΜΟΣ του κράτους, επιβάλει οι διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας, που αφορούν την πρόσβαση και την άσκηση των επαγγελμάτων να ερμηνεύονται σε αρμονία προς την αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας και της προστασίας του ανταγωνισμού.

Κατά συνέπεια διατάξεις νόμων που προβλέπουν περιορισμούς στην πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων (και δη λειτουργημάτων όπως του Δικηγόρου) έχουν εκ προοιμίου θέμα συνταγματικότητας και γι’ αυτό θα πρέπει να είναι στενώς ερμηνευτέες.

Το άρθρο 2 του Ν 3919/2011 τιτλοφορείται: «Κατάργηση αδικαιολογήτων περιορισμών στην πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων».

Μεταξύ των περιορισμών νοούνται και: α/ Η ύπαρξη, δυνάμει πρόβλεψης νόμου περιορισμένου αριθμού προσώπων, τα οποία δικαιούνται να ασκήσουν το επάγγελμα σε όλη την επικράτεια ή σε ορισμένο γεωγραφικό διαμέρισμα… βάσει πληθυσμιακών ή άλλων κριτηρίων και χορήγησης διοικητικής άδειας για την άσκηση του επαγγέλματος, μόνο προς συμπλήρωση του αριθμού τούτου. β/ Η εξάρτηση της χορηγήσεως διοικητικής άδειας για την άσκηση του επαγγέλματος από την εκτίμηση της διοικητικής αρχής ως προς την ύπαρξη πραγματικής ανάγκης προς τούτο…

Με το άρθρο 19 Ν 4194/2013 (κώδικας Δικηγόρων) καθορίζεται ο διαγωνισμός εξετάσεων υποψηφίων Δικηγόρων που ισχύει απ’ τον προσεχή Οκτώβριο 2015 και εφ’ εξής.

Ο διαγωνισμός πλέον είναι πανελλήνιος, διενεργείται δύο φορές τον χρόνο (Απρίλιο και Οκτώβριο κάθε έτους) στις έδρες των εφετειακών επιτροπών, με γραπτές εξετάσεις των υποψηφίων, στους οποίους θα δίδονται πρακτικά θέματα με περισσότερα ερωτήματα στους κλάδους του Αστικού Δικαίου της Πολιτικής Δικονομίας, του Ποινικού Δικαίου, της Ποινικής Δικονομίας, του Εμπορικού Δικαίου, του Δημοσίου Δικαίου, της Διοικητικής διαδικασίας και Διοικητικής Δικονομίας, καθώς και των κώδικα Δικηγόρων και Κώδικα Δεοντολογίας.

Τα στοιχεία της ταυτότητας των υποψηφίων καλύπτονται αποτελεσματικά, ώστε να μην είναι γνωστά στην Κεντρική Επιτροπή Εξετάσεων και των ομάδων βαθμολόγησης που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού της Δικαιοσύνης.

Ο στόχος και ο σκοπός της αλλαγής στο έως σήμερα εξεταστικό σύστημα διαγωνισμού των υποψηφίων Δικηγόρων είναι – κατά τους υποστηρικτές της αλλαγής αυτής – η προσπάθεια αναβάθμισης της ποιότητας των υπηρεσιών που προσφέρουν οι Δικηγόροι στους Έλληνες – και όχι μόνον – πολίτες οι οποίοι τους εμπιστεύονται από πλευράς επαγγελματικής επάρκειας.

Λένε επιπροσθέτως οι ίδιοι υποστηρικτές, ότι το Δικηγορικό παρόν έχει φθάσει σχεδόν στο μηδέν και έπρεπε επιτέλους να γίνουν αποδεκτά κάποια αυτονόητα, μεταξύ των οποίων ότι και οι ίδιοι οι Δικηγόροι έπρεπε να αποδεχθούν πως ως συλλειτουργεί της Δικαιοσύνης έχουν ευθύνη για την ποιότητα των υπηρεσιών τους… Άρα το πρώτο που έπρεπε να γίνει ήταν η αυστηροποίηση των εξετάσεων των υποψηφίων Δικηγόρων.

Ως μαχόμενος Δικηγόρος που δικαιούμαι να έχω άποψη επί του θέματος, θα σταθώ αντίθετος στον ορατά αυτό «στρουθοκαμηλισμό» και θα διαφωνήσω κάθετα με την στήλη του συντάκτη του γνωστού νομικού περιοδικού «Συνήγορος» κ. Αντώνη Καρατζά ότι το μέτρο αποτελεί: «Την τελευταία ευκαιρία των Δικηγόρων για την ποιοτική αναβάθμιση του λειτουργήματός τους».

Η αυστηροποίηση των εξετάσεων των υποψηφίων δικηγόρων θεσμοθετήθηκε – αυτή είναι η άποψή μου – κυρίως για να περιοριστεί η είσοδος στο Δικηγορικό επάγγελμα υποψηφίων συναδέλφων, που η μνημονιακή μας εποχή πληθυσμιακά δεν αντέχει.

Το μέτρο δεν αναβαθμίζει τις υπηρεσίες των Δικηγόρων, αλλά ικανοποιεί την στόχευση των εμπνευστών του νέου συστήματος εξετάσεων, που είναι να χτυπηθεί ο υπερπληθυσμός του κλάδου, παρά το γεγονός ότι έχει ήδη πληγεί ανεπανόρθωτα με την κατάθεση χιλιάδων αδειών ασκήσεως επαγγέλματος συναδέλφων κυρίως της πρωτεύουσας.

Φοβούμαι δε ότι εκ των αποτελεσμάτων των εξετάσεων θα διαφανεί του λόγου μου το αληθές.

Φοβούμαι δηλαδή ότι θα δούμε υποψήφιους δικηγόρους να «ΚΟΒΟΝΤΑΙ» επειδή δεν έγραψαν καλά στα πρακτικά εξεταζόμενα θέματα, σε τόσο μεγάλο βαθμό, όσο ίσως επιθυμούν οι εμπνευστές του θεσμού για να αντιστοιχήσουν τον αριθμό των Δικηγόρων στις αντοχές των πληθυσμιακών και λοιπών οικονομικών κριτηρίων του κράτους. Μακάρι να διαψευστώ.

Το μέτρο της απευκταίας «καρατόμησης» υποψηφίων Δικηγόρων στοχεύει να έχει αντίκτυπο μεσοπρόθεσμα ακόμα και στην σκέψη μαθητών που επιθυμούν να επιλέξουν ως φοιτητές τις νομικές σχολές της χώρας, αφού θα αποτελέσει – στην εξέλιξη του – αντικίνητρο εισαγωγής σε μία νομική σχολή, που θα την σπουδάζει ο ακαδηματικός πολίτης τέσσερα χρόνια τουλάχιστον με «αίμα και ιδρώτα», θα έχει ενδεχομένως κάνει και ένα μεταπτυχιακό άλλα δύο (2) χρόνια, θα έχει ολοκληρώσει την άσκηση του σ’ έναν Δικηγόρο επί δεκαοκτώ (18) μήνες, αλλά την τελική κρίση για το εάν θα γίνει Δικηγόρος θα την έχει μία εξεταστική επιτροπή, στο πλαίσιο ενός πανελληνίου σκληρού διαγωνισμού, που θα κρίνει απ’ το μηδέν!!! την επάρκειά του να είναι Δικηγόρος.

Επιτρέψτε μου να υποθέσω, ότι ο θεσμός που αρχίζει να εφαρμόζεται φιλοδοξεί να είναι κάτι ανάλογο – σε σμίκρυνση ίσως – με τον ισχύοντα από χρόνια θεσμό της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών.

Η εθνική σχολή Δικαστών δημιουργήθηκε – προφανώς – για να στελεχωθεί το Δικαστικό Σώμα με πληρέστερους, αξιότερους και εν γένει καλύτερους Δικαστές, πλην όμως η επί 25 έως σήμερα έτη (συμπεριλαμβανομένης και της ασκήσεώς μου) βιωματική μου εμπειρία στον χώρο των Δικαστηρίων της χώρας, εν μέσω Δικαστών εντός και εκτός Εθνικής Σχολής Δικαστών, μου έχει δείξει, ότι καθόλου δεν συνέβη το επιδιωκόμενο.

Δικαστές που δεν πέρασαν από την Εθνική Σχολή Δικαστών στην μεγάλη πλειοψηφία τους, τιμούν το λειτούργημά τους, το ίδιο τουλάχιστον, αλλά πολλές φορές και κατά πληρέστερο τρόπο, ενώ πολλοί που βγαίνουν απ’ την Εθνική Σχολή Δικαστών, ναι μεν υπερέχουν έναντι των πρώτων, σε «στηλιζαμερισμένη» και «θωρακισμένη» περί του ρόλου τους «έκφραση» και «έπαρση» πλην όμως από πλευράς κοινωνικών απαντοχών και «ευελιξίας» εις την επιτυχή προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων σαφώς υπολειτουργούν.

Ο καλός δικαστής όπως και ο καλός δικηγόρος, είναι αυτός που έμαθε τα βασικά νομικά στην Νομική Σχολή, αυτός που τα επεξέτεινε εν συνεχεία από ίδιο ζήλο, αυτός που έκανε ουσιαστική άσκηση, αυτός που ως επαγγελματίας εφαρμόζει τις γνώσεις του με ενάργεια, επίπονη εργασία, φιλότιμο αλλά και καλό εγωισμό, αποκτώντας με τον χρόνο και την πολύτιμη εμπειρία που του χρειάζεται, ώστε να διακριθεί στο λειτούργημά του.

Ουδείς εξ’ ημών των Δικηγόρων που λάβαμε άδεια με την συμμετοχή μας στις έως σήμερα υφιστάμενες «χαλαρές» εξετάσεις, δεν κρίθηκε ως προς την ποιότητά του από το εξεταστικό σύστημα για την απόκτηση της αδείας του.

Ουδείς Δικηγόρος πρέπει να δέχεται ότι υπάρχει κατ’ αρχήν ποιοτική πτώση της Δικηγορίας στο μηδέν!!! η οποία πρέπει να αντιμετωπισθεί με την θεσμοθέτηση αυστηρών εξετάσεων των υποψηφίων Δικηγόρων.

Η αυστηροποίηση των εξετάσεων των υποψηφίων Δικηγόρων αποτελεί μέτρο κατά της απελευθέρωσης του Δικηγορικού λειτουργήματος, προσβάλει εκ πλαγίου την επαγγελματική ελευθερία και αδικαιολογήτως περιορίζει την ελεύθερη πρόσβαση και άσκηση του Δικηγορικού επαγγέλματος.

Ο άξιος και ικανός επιστήμων – επαγγελματίας – λειτουργός, δεν κρίνεται από την επιτυχία του σε αυστηρές εξετάσεις που του επιβάλλονται για να λάβει την άδεια του, αλλά από την επιστημονική του πορεία και διαδρομή, την γνωσιολογική του κατάρτιση, την επαγγελματική του συνέπεια, την ηθική του συγκρότηση.

Για να τα αναδείξει αυτά πρέπει άνευ αυστηρών περιορισμών, να του επιτρέπεται ελεύθερα να σταδιοδρομήσει, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί η επάρκειά του, μέσα από την συμμετοχή του σε μία αυστηρή εξεταστική διαδικασία που στο τέλος – τέλος θέτει στο περιθώριο, ότι και όσα επί έτη έχτιζε στα πλαίσια της διαμόρφωσης του ακαδημαϊκού και εν γένει επιστημονικού του βίου.

Με τέτοιες λογικές, το πλήγμα θα είναι βαρύ όχι μόνο για τον μεμονωμένο υποψήφιο επαγγελματία – λειτουργό, αλλά για τον κάθε ελεύθερο άνθρωπο – επιστήμονα που θέλει να ασκήσει την επιστήμη του.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr