Γράφει η Χριστίνα Μανδρώνη

Μπορεί η Τοπική Αυτοδιοίκηση να απεμπλακεί από το κράτος και τον προϋπολογισμό του και ταυτόχρονα να λειτουργήσει αποτελεσματικά στηριζόμενη στα πόδια της; Έχουν ακουστεί διάφορες απόψεις κατά διαστήματα για το κατά πόσο θα ήταν δόκιμη μια τέτοια μεταρρύθμιση. Ωστόσο, η συζήτηση για την αποκέντρωση του κράτους που απασχολεί εδώ και μερικά χρόνια τον δημόσιο διάλογο, δεν έχει καταλήξει σε μια ουσιαστική λύση για το ζήτημα. Όπως είναι λογικό, κάθε πιθανή λύση εμπεριέχει θετικά και αρνητικά στοιχεία. Μια πιθανή προσέγγιση αυτού, θα ήταν η συζήτηση για την εκχώρηση μέρους της υπάρχουσας φορολόγησης των ακινήτων, ως πηγή χρηματοδότησης των ΟΤΑ.

Σκιαγραφώντας τις πηγές των εσόδων που λαμβάνει ένας δήμος στην Ελλάδα σήμερα, μπορούμε να διακρίνουμε ότι οι κύριες πηγές χρηματοδότησής του, αποτελούνται είτε από τα λεγόμενα τακτικά είτε από τα έκτακτα έσοδα. Στην πρώτη κατηγορία των τακτικών εσόδων, συμπεριλαμβάνονται οι θεσμοθετημένοι πόροι, τα έσοδα από διάφορα τέλη, οι φόροι και οι εισφορές, τα ανταποδοτικά τέλη και τέλος το εισόδημα από οποιαδήποτε κινητή ή ακίνητη περιουσία αντιστοιχεί στον δήμο. Συμπληρωματικά, στα έσοδα κάθε δήμου προστίθενται οι έκτακτες πηγές χρηματοδότησής του, που προκύπτουν κατά περιπτώσεις. Αυτές μπορεί να είναι οι επιχορηγήσεις από το κράτος για την κάλυψη δαπανών και επενδύσεων, τα κληροδοτήματα και οι κληρονομιές, η εκμετάλλευση των περιουσιακών στοιχείων και τα δάνεια.

Ξετυλίγοντας λίγο ακόμη το «κουβάρι» των εσόδων των δήμων, τα οποία τους επιτρέπουν να πράττουν για την παροχή των υπηρεσιών τους, βρίσκει κάποιος ότι το μεγαλύτερο μέρος των κρατικών επιχορηγήσεων προέρχεται από την κατηγορία του κρατικού προϋπολογισμού που έχουν χαρακτηριστεί ως «Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι».

Σε ό,τι αφορά τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους (ΚΑΠ), έχει ενδιαφέρον το πώς το κεντρικό κράτος καταφέρνει να τους εξασφαλίζει από διάφορες πηγές, ώστε να συγκεντρώνεται το ποσό που αποδίδεται τελικά στους δήμους. Φαίνεται, ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ΚΑΠ προέρχεται από τους γνωστούς σε όλους μας φόρους, που απασχολούν αρκετά συχνά την επικαιρότητα. Συγκεκριμένα, το 40% των ΚΑΠ προέρχεται από τον φόρο εισοδήματος, το 12% από τον ΦΠΑ, ενώ το 11,3% από τον ΕΝΦΙΑ. Τα χρήματα αυτά, συγκεντρώνονται ενιαία αφότου καταβληθούν από τους φορολογικά υπόχρεους σε εθνικό επίπεδο, και στη συνέχεια κατανέμονται στους δήμους με διάφορα κριτήρια.

Προσεγγίζοντας το ζήτημα από την άλλη «άκρη» του, -από το πώς δηλαδή θα μπορούσαν να αυτονομηθούν οι δήμοι στη Ελλάδα μέσα από μια πιθανή φορολόγηση των ακινήτων τους, παρατηρούμε ότι σ’ αυτό το κομμάτι απέχει πολύ η χώρα μας από τις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες παρουσιάζουν υψηλό ποσοστό αποκέντρωσης, απεξάρτησης δηλαδή, από το κεντρικό κράτος.

Σχετικά με την φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, η διεθνής βιβλιογραφία αναφέρει ότι μεταξύ των θετικών στοιχείων αυτού του ζητήματος, είναι ότι καθιστούν το εκάστοτε φορολογικό σύστημα πιο δίκαιο, καθώς αντανακλούν οφέλη εκτός από το εισόδημα που έχουν οι ιδιοκτήτες των ακινήτων και εστιάζουν κυρίως στις οικονομικά ανώτερες τάξεις, τις έχουσες δηλαδή τις περισσότερες φορές μεγαλύτερη ακίνητη περιουσία. Ακόμα, μπορεί να λειτουργήσει «ελεγκτικά» ή και «συμπληρωματικά» με άλλους φόρους, όπως σε περιπτώσεις απότομης απόκτησης ακινήτων.

Εντούτοις, ένα τέτοιο σύστημα φορολόγησης κουβαλά και σημαντικά αρνητικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα ότι πρόκειται να φορολογεί, όσους έχουν επενδύσει μόνο σε ακίνητα έναντι εκείνων που έχουν κεκτημένα άλλα περιουσιακά στοιχεία. Ακόμα, ο φόρος ακίνητης περιουσίας δεν μπορεί να ελέγξει τις συνθήκες διαβίωσης των ατόμων στα οποία καθίσταται υποχρεωτικός, παρά μόνον να εντοπίσει το αν έχουν στην κατοχή τους ή όχι κάποιο ακίνητο.

Γυρίζοντας πίσω στο χρόνο, παρατηρούμε ότι η πρώτη φορά που φορολογήθηκε η περιουσία στην Ελλάδα, προς όφελος του κεντρικού κράτους όμως, ήταν έπειτα από την Μικρασιατική καταστροφή το 1923, με την μορφή της έκτακτης εισφοράς, κι αυτό, προκειμένου να καλυφθούν οι πληγές που είχαν παραμείνει. Για τα επόμενα αρκετά χρόνια δεν υπήρξε φορολόγηση, μέχρι το 1975 που επανήλθε ως «φόρος κατοχής» ενώ το 1982 ως «φόρος ακίνητης περιουσίας». Στην πορεία των χρόνων, στην Ελλάδα παρατηρείται ότι κατά διαστήματα η φορολόγηση άλλαζε μορφή με την τελευταία αλλαγή να γίνεται το 2013, συστήνοντάς μας το ΕΝΦΙΑ που παραμένει μέχρι σήμερα.

Είναι δεδομένο ότι σε όλες τις χώρες της Ευρώπης το κεντρικό κράτος επιχορηγεί την Αυτοδιοίκηση σ’ ένα βαθμό. Στο παράδειγμα της Ελλάδας όμως, η οικονομική εξάρτησή της από το κεντρικό κράτος είναι πολύ μεγαλύτερη έναντι των υπόλοιπων Ευρωπαϊκών χωρών. Σ’ αυτή την κατεύθυνση, μια πιθανή τομή θα μπορούσε να είναι η εκχώρηση εξ ολοκλήρου ή ενός μέρους της υπάρχουσας φορολόγησης προς τους ΟΤΑ, αφού έτσι, θα καταφέρει να συγκλίνει με το παράδειγμα των υπόλοιπων χωρών, αποκτώντας μεγαλύτερη ανεξαρτησία και λειτουργώντας τελικά ισότιμα, -έχοντας προηγουμένως βρει τις «χρυσές τομές» που όχι μόνο θα εξυπηρετούν τους φορολογικά υπόχρεους αλλά και θα λύνουν προβλήματα.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr