Γράφει η Ελεάννα Βλαστού* / kathimerini.gr

Παρακολούθησα το κοντσέρτο διαδικτυακά. Η κάμερα ήταν εστιασμένη στον Ζούμπιν Μέτα. Εκφραστικότατος συντόνιζε την ορχήστρα χωρίς να ανοίξει –προφανώς– το στόμα του. Ενας μαέστρος σπανίως γνωρίζει πάνω από ένα-δύο μουσικά όργανα και αυτά όχι στον βαθμό επαγγελματικής αρτιότητας. Ως εκ τούτου, δεν είναι εκεί για να καθοδηγήσει τεχνικά, αλλά είναι απαραίτητος για το σύνολο. Συμβαίνει σε πολλά επαγγέλματα ο επικεφαλής να μη διαθέτει την τεχνογνωσία όλων των υπολοίπων. Δεν αποτελεί, όμως, έμπνευση κάποιος να ηγείται χρησιμοποιώντας με τέτοια αρμονία και πειθώ όλα τα μη λεκτικά μέσα που διαθέτει;

Ξύπνησα με αυτή την ιδέα, που την ώρα εκείνη μου φάνηκε καταπληκτική. Την πήρα μαζί μου και βολτάροντας την επεξεργαζόμουν, για να τεστάρω πόσο θα αντέξει. Οι βλακώδεις ιδέες είναι συχνότατες και επιβιώνουν ελάχιστα τετράγωνα πέρα από το σπίτι μου, είτε γιατί εξαντλούνται τα επιχειρήματα του μονολόγου μου είτε γιατί διασπάται η προσοχή μου με ό,τι συμβαίνει στην πόλη. Εκανα την εξής υπόθεση εργασίας: ποια θα ήταν τα οφέλη για την κοινωνία εάν εξαναγκάζαμε τους δημόσιους λειτουργούς να έχουν επαφή με την τέχνη μια-δυο ώρες την εβδομάδα; Φλέρταρα με τη σκέψη και την έκανα εικόνα: εισβάλλουμε σε γραφεία, σε υπουργεία και αίθουσες συνεδριάσεων. Σηκώνουμε τους καθήμενους και τους σπρώχνουμε στα θέατρα, στην όπερα, σε συναυλιακούς χώρους, σε γκαλερί και μουσεία. Θα υπήρχαν αντιδράσεις και δυσκολίες να συγκεντρωθούν τα κουρασμένα σώματα στον πίνακα ή στο κοντσέρτο. Αλλά οι εξοικειωμένοι με τέτοιες εμπειρίες γνωρίζουν ότι όσο ταλαιπωρημένος κι αν εισέρχεσαι, τόσο ανανεωμένος εξέρχεσαι. Το πνεύμα πάντα κάπως ακολουθεί. Και τα οφέλη είναι τεράστια. Πρωτίστως το μυαλό καθαρίζει και ανοίγει, γιατί αφήνεσαι σε ένα βίωμα πέρα από σένα. Σου δίνεται μια πρώτης τάξεως –νόμιμη και ανεπίληπτη– ευκαιρία να βγεις από τον εαυτό σου. Καλλιεργούνται ευαισθησίες, σχηματοποιούνται πιστεύω και καθοδηγούνται αντιλήψεις. Επιπλέον η τέχνη σμίγει, γνωρίζεις ότι δεν είσαι μόνος, που κατά τη γνώμη μου είναι το ανεκτίμητο, το συγκλονιστικότερο ατού της.

Διασχίζω το πάρκο, στρίβω και βρίσκομαι πάνω στο ποτάμι. Aκολουθώ τον συλλογισμό μου παρότι διακόπτεται τακτικά. Δύο κυρίες με τα σκυλιά τους συναντιούνται και ενθουσιασμένες αναφωνούν «τώρα είμαστε γιαγιάδες εννέα εγγονιών!», ένας κύριος με ρωτάει σοβαρός «σε ποια πόλη βρισκόμαστε» και ένας άλλος, κομψότατος, μιλάει στο τηλέφωνο ενόσω πλένει παράλληλα τα δόντια του. Είναι μια πόλη με εκκεντρικούς κατοίκους σκέφτομαι προς επίρρωση της δικής μου αλλόκοτης ιδέας.

Ο John Ruskin είχε πει ότι υπάρχουν τρία βιβλία για την αυτοβιογραφία ενός έθνους: τα βιβλία με τις λέξεις, τα βιβλία με τις πράξεις και τα βιβλία της τέχνης. Τα πιο αξιόπιστα είναι τα τελευταία. Διότι οι καλλιτέχνες, αντίθετα από τους ιστορικούς και τους πολιτικούς, δεν καθοδηγούνται από κάποια ατζέντα (αν εξαιρέσουμε, φυσικά, την προπαγανδιστική ιστορική ζωγραφική). Ο σκοπός της τέχνης είναι πάντα ένας: η αλήθεια. Βέβαια, ένας καλλιτέχνης συχνά καταλήγει εκεί διαισθανόμενος ασυνείδητα χωρίς να μπορεί να εξηγήσει την πορεία, ενώ ένας δικαστής, παραδείγματος χάριν, για να αποδώσει δικαιοσύνη οφείλει να γνωρίζει τη διαδρομή. Υποχρέωση ωστόσο και των δύο είναι η ίδια. Η αλήθεια, που φυσικά είναι ένας κινούμενος στόχος, με τους νόμους και τις αντικειμενικές αλήθειες να σταθεροποιούν τις γκρίζες ζώνες όπου απαιτούν υψηλή κριτική ικανότητα σε μια εξελισσόμενη δικαιοσύνη.

Οι κυβερνώντες και οι διαχειριστές φρονούν ότι οφείλουν να διαφυλάσσουν τη συνέπεια και την τακτικότητα, λησμονώντας ότι αυτό γίνεται μονάχα προς χάριν της ανθρώπινης ευημερίας. Ρεαλισμός χωρίς ενσυναίσθηση κινδυνεύει από ανυδρία, πραγματισμός χωρίς επιείκεια απειλείται από δυσκαμψία, κομφορμισμός άνευ συμπόνιας είναι εντελώς αναποτελεσματικός έως και απάνθρωπος. Και η συμπόνια που στερείται ορθολογισμού είναι εντελώς ανεδαφική, θα μου πείτε. Πρόκειται όμως περί διχογνωμίας; Δεν φτάνουμε κοντύτερα σε ένα ιδεώδες, δεν οδηγούμαστε σε μια καλυτέρευση της πραγματικότητας αποπειρώμενοι να ενσωματώσουμε την καρδιά στην καθοδήγηση; Οι καλλιτέχνες γνωρίζουν πώς να κρατούν τον νου και τις ευαισθησίες σε μια διαρκή ένταση.

Επιστρέφω σπίτι και συνειδητοποιώ πόσο βλακώδης ήταν η ιδέα μου. Ο Μπόρις την απαξίωσε σε ελάχιστα λεπτά με τη διάσημη πλέον ομιλία του. Πρώτα ήταν ο ήχος του αυτοκινήτου, που έκανε στο μικρόφωνο, μετά οι παράξενες παύσεις και τα τρία συγγνώμη. Το ψάξιμο των μπερδεμένων χαρτιών για να μπορέσει να συνεχίσει τον λόγο μπροστά στους επιχειρηματίες της χώρας. Δεν ξέρει τι να πει, δεν χάνει όμως την ψυχραιμία του. Θα μιλήσει για τέχνη για να γεμίσει το κενό, σκέφτομαι και έχω ελπίδες. «Aς σηκώσει το χέρι του όποιος έχει πάει στον κόσμο της Πέπα Πιγκ». «Αυτός είναι ο κόσμος μου!» και συνεχίζει μιλώντας με πάθος για ένα κινούμενο σχέδιο, για μια τετραμελή πυρηνική οικογένεια καπιταλιστικών γουρουνιών, που η τεράστια επιτυχία τούς έχει πλουτίσει, αλλά έχει διατηρήσει ατόφια την αντιπαθητική τους πλευρά. Οσοι την έχουμε υποστεί θέλουμε να την ξεχάσουμε. Ενας δημοσιογράφος του BBC ρωτάει τον πρωθυπουργό αν όλα είναι καλά. Δεν νιώθω καλά, αλλά πρέπει να εμπεδώσω το μάθημα: το να χάνεις μια ψευδαίσθηση σε κάνει σοφότερο από το να βρίσκεις μια αλήθεια.

* Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr