Γράφει η Ελεάννα Βλαστού* / kathimerini.gr

Διαγράφω το όνομα Χάριετ Τζόνσον και γράφω πάνω στον φάκελο: «άγνωστη στη διεύθυνση αυτή». Μια άλλη φορά έγραψα: «δεν ζει πια εδώ», χωρίς να γνωρίζω πότε ζούσε εδώ, δηλαδή στη διεύθυνση που ζούμε εμείς εδώ και πέντε χρόνια. Πήγα αρκετές φορές την αλληλογραφία της στον κοντινότερο κόκκινο κύλινδρο και την πέταξα μέσα. Η αλληλογραφία της όμως εξακολουθεί να έρχεται. Το είπα στην ταχυδρόμο, που τη βλέπω αυτοπροσώπως τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα. Την ακούω πριν τη δω, προσπαθεί να συμπιέσει τα μαλακά πακέτα μέσα στη σχισμή της πόρτας και το μεταλλικό έλασμα αντιστέκεται στον όγκο.

Τότε ανοίγω την πόρτα και βλέπω τα μάλλινα γάντια, κομμένα στις άκρες των δαχτύλων, να μου παραδίδουν στο χέρι το πακέτο λέγοντάς μου «τελείωσα και με εσάς». Αυτό επαναλαμβάνεται κάθε φορά, μιας μορφής οικειότητα παρά ταύτα. Την ευχαριστώ και προσθέτω κάτι τετριμμένο, όπως «κρύο κάνει σήμερα» ή «καλές γιορτές», και εκείνη μου χαμογελάει. Μόνο μία φορά ξεπέρασε τις επισημότητες και έπειτα από μια αδιάκριτη δεύτερη ματιά ευθύβολα σχολίασε «ξενυχτισμένη, ε;», αλλά για τη Χάριετ Τζόνσον δεν έκανε τίποτα.

Στις αρχές του 20ού αι., το βασιλικό ταχυδρομείο διένεμε την αλληλογραφία σε κάποιες περιοχές του Λονδίνου έως και δώδεκα φορές την ημέρα. Ηταν μια από τις μεγαλύτερες και πιο αποτελεσματικές γραφειοκρατίες στον κόσμο. Στο κεντρικό Λονδίνο μπορούσες να προσκαλέσεις κάποιον το πρωί για να δειπνήσει μαζί σου και να λάβεις γραπτώς την απάντηση εμπρόθεσμα ώστε να προετοιμαστείς για να τον υποδεχθείς.

Η αποδοτικότητα του συστήματος αυτού είχε εμπνευστή, λεγόταν Ρόουλαντ Χιλ. Ηταν ένας εκκεντρικός δάσκαλος στο προοδευτικό σχολείο που ανήκε στην εκκεντρική οικογένειά του. Ο Χιλ είχε κατά καιρούς διάφορες ιδέες, καταπιανόταν με πατέντες και εφευρέσεις, αλλά κάπως ξαφνικά σχηματίστηκε στο μυαλό του η σκέψη ότι το ταχυδρομικό σύστημα έχει ανάγκη αναδιοργάνωσης. Ετσι, το 1837 –ήταν σαράντα πέντε χρονών περίπου– συντάσσει ένα φυλλάδιο το οποίο στέλνει και στον υπουργό Οικονομικών, με τίτλο «Ταχυδρομική μεταρρύθμιση: σημαντικότητα και πρακτικότητα».

Ο Χιλ είχε υπάρξει μάρτυρας του πανικού που επικρατούσε στα σπίτια όταν εμφανιζόταν ο ταχυδρόμος. Ηταν ο παραλήπτης, και όχι ο αποστολέας, που επωμιζόταν το κόστος του γράμματος. Ενα μεγάλο κόστος για τις χαμηλότερες τάξεις, οι οποίες αδυνατούσαν να εξοφλήσουν τον ταχυδρόμο. Το αντίτιμο για μια φλύαρη επιστολή που ερχόταν από μακριά ήταν απαγορευτικό. Είχε βρεθεί ένα τρικ που ξεγελούσε το σύστημα, ο αποστολέας σημείωνε σύμβολα πάνω στην εξωτερική πλευρά του χαρτιού –οι φάκελοι δεν ήταν διαδεδομένοι– και ο παραλήπτης τα αποκωδικοποιούσε χωρίς να χρειαστεί να ανοίξει το γράμμα και να χρεωθεί το κόστος των μεταφορικών.

Ο Χιλ ισχυρίστηκε ότι το κόστος παρέμενε υψηλό εξαιτίας της πολυδάπανα άκαρπης εργασίας του ταχυδρόμου, καθώς χρειαζόταν να επιστρέψει αρκετές φορές σε κάθε σπίτι μέχρι να συλλέξει το ποσό και να παραδώσει την επιστολή. Πρότεινε ένα εθνικό δίκτυο με χαμηλή και ενιαία ταρίφα, ένα penny, για όλα τα γράμματα, ασχέτως προορισμού, προπληρωμένα από τον αποστολέα.

Ηταν τέτοια η επιτυχία που την πρώτη μέρα που τέθηκε σε εφαρμογή συνέρρεαν κατά εκατοντάδες στο ταχυδρομείο και η αστυνομία έπρεπε να είναι παρούσα για να επιτηρεί την κατάσταση. Ο όγκος της αλληλογραφίας αυξήθηκε 120% και λίγο αργότερα, το 1840, ο Χιλ σκέφτηκε την ιδέα του πρώτου γραμματοσήμου.

Οι ταχυδρόμοι μεταφέρουν μια από τις τελευταίες μηχανές προώθησης του γραπτού πολιτισμού. Χωρίς το ταχυδρομείο χάνεται η εμπειρία του μελανιού και του χαρτιού, η οπτική απόλαυση του γραπτού κειμένου.

Στις μέρες μας ο όγκος των γραμμάτων μειώνεται χρόνο με τον χρόνο κατά 10% και οι αποστολές δεμάτων αυξάνονται ραγδαία. Ο αγοραστικός εθισμός φέρνει και ανάγκες για σημεία παραλαβής και παράδοσης εκτός σπιτιού. Στην αρχή του τρέχοντος έτους το ταχυδρομείο, που έχανε 1 εκατ. λίρες ημερησίως, αγοράστηκε από τον Τσέχο επιχειρηματία, με το ψευδώνυμο «Σφίγγα», Ντάνιελ Κρετίνσκι. Εβγαλε –τρομακτικά οριακά– τα πρώτα του κέρδη. Σεβόμενος τις απαιτήσεις, δεσμεύτηκε ότι θα εξακολουθεί να παραδίδει γράμματα στο Ηνωμένο Βασίλειο έξι φορές την εβδομάδα.

Ακόμα και σήμερα υπάρχει μια γιγάντια αποθήκη –στο μέγεθος υπόστεγου αεροπλάνων– στο Μπέλφαστ. Εκεί εργάζονται πάνω από τριακόσιοι ταχυδρομικoί υπάλληλοι, οι οποίοι προσπαθούν να διευθετήσουν τις γριφώδεις επιστολές που τους προωθούνται. Για καλή μου τύχη, οι ικανότητες του dead letter office που ειδικεύεται στις δυσανάγνωστες διευθύνσεις και στους ανεξιχνίαστους παραλήπτες δεν μου έχει στερήσει την παρουσία της Χάριετ Τζόνσον.

Η προσωπικότητά της ξεδιπλώνεται στο ξύλινο κουτί της εισόδου μου. Εισέρχονται θραύσματα της ζωής της, ενημερώσεις τραπεζικών λογαριασμών, ενδιαφέροντα και φίλοι από τα παλιά. Ενα ημερολόγιο με φωτογραφίες από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στέκεται πάνω στο γραφείο μου και τη θυμίζουν κάθε μήνα. Το ίδιο και οι συνδρομές της σε μουσεία και στη φιλαρμονική του Λονδίνου. Αλλά το μεγάλο δώρο είναι οι ευχετήριες κάρτες στο τέλος της χρονιάς και τα χειρόγραφα γράμματα.

Ο Ρόουλαντ Χιλ πίστευε ότι το ταχυδρομείο είναι μια ισχυρή μηχανή προώθησης πολιτισμού, το ίδιο πιστεύω και εγώ, ίσως για λόγους που δεν θα μπορούσε να προβλέψει ο Χιλ. Η ήσυχη εμφάνιση των χειρογράφων στην πόρτα μου είναι σαν απόδειξη της εξαφάνισης των βασικών εμπειριών. Ολο και λιγότεροι πιάνουν στο χέρι τους ένα στυλό για να επικοινωνήσουν τις σκέψεις τους. Η δεξιότητα έχει ατροφήσει. Το χειρόγραφο έρχεται με τη μοναδικότητά του, δεν αναπαράγεται, δείχνει την ανθρωπιά του, παρουσιάζει τον κόπο του.

Με άψογα ενωμένα γράμματα και μικρές μουντζούρες που αποδεικνύουν τα αγκομαχητά στον ειρμό της σκέψης τους, οι φίλοι της Τζόνσον μού φέρνουν στο κατώφλι τους δεσμούς τους και τις αναπολήσεις μιας άλλης εποχής, που η επικοινωνία ήταν σπανιότερη, ο ρυθμός γραφής βραδύτερος και οι αναμνήσεις απτά γραπτά ενθύμια. Ολα απαιτούν υπομονή, επιμονή και επιμέλεια.

Οι ταχυδρόμοι μεταφέρουν μια από τις τελευταίες μηχανές προώθησης του γραπτού πολιτισμού. Χωρίς το ταχυδρομείο χάνεται η εμπειρία του μελανιού και του χαρτιού, η οπτική απόλαυση του γραπτού κειμένου. Χάνουμε τη δυνατότητα να διαβάζουμε τις λέξεις όσων μας σκέφτονται. Χάνουμε τη δυνατότητα να επανερχόμαστε στις λέξεις των πεθαμένων. Εξακολουθώ να μη γνωρίζω πολλά για τη Χάριετ Τζόνσον. «Οι χαρές της άγνοιας είναι θαυμάσιες, με τον τρόπο τους», θα μου έλεγε ο Χάξλεϊ, και εμένα μου αρκεί ότι εξακολουθεί να εξάπτει τη φαντασία μου και να με βάζει στον κόσμο της.

(*) Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr