Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς / kathimerini.gr

Μέχρι κάποια ηλικία (συμβατικά θα λέγαμε: μέχρι τη συνταξιοδότηση) οι άνθρωποι ζούμε με συνείδηση περίπου αχρονίας, αυτονόητη βιωματική βεβαιότητα αιωνιότητας. Ξέρουμε ότι κάποτε θα πεθάνουμε, αλλά αυτό το «κάποτε» είναι εμπειρικά απροσδιόριστο, μια πληροφορία που δεν ανατρέπει τα αντανακλαστικά προοπτικών, σχεδιασμών του μέλλοντος ή και αποφάσεων – ένα ορμέμφυτο αθανασίας καθορίζει τον τρόπο της σκέψης και της συμπεριφοράς μας.

Διαβάζω το βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά «Ενα σκοτεινό δωμάτιο 1967-1974», συναρπαστικό ως τεκμηριωμένη αφήγηση και φωτισμός μιας ιστορικής περιόδου, που σφράγισε με ανεπανόρθωτες απώλειες τον Ελληνισμό στη φθίνουσα ιστορική του πορεία. Οι πρωτεργάτες τότε του ιστορικού γίγνεσθαι έχουν πεθάνει, δεν τους αγγίζει ούτε ψόγος ούτε έπαινος. Αν ενεργούσαν με λαθεμένα κριτήρια φιλοπατρίας, εγωκεντρικές εμπάθειες και διαστροφικές εμμονές ή μόνο με τυφλή ιδιοτέλεια και ωμή εξουσιολαγνεία, το καταστροφικό αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Ο καλός κουτός και ο κακός έξυπνος «βλάπτουν και οι δυο την πατρίδα το ίδιο».

Γίνεται διαυγέστερη, με το βιβλίο του Αλέξη Παπαχελά, η κατεπείγουσα ανάγκη να προβληματιστεί, επιτέλους, η ελληνική κοινωνία για το μέλλον της, την ιστορική της επιβίωση. Μέσα σε μια γενιά, σε μισό περίπου αιώνα, τα εχέγγυα συλλογικής επιβίωσης του Ελληνισμού έχουν μειωθεί δραματικά: Χάθηκε για την Ελλάδα η Κύπρος, απώλεια κρίσιμη για τη συνέχεια του ονόματος όχι κρατιδίου, αλλά πρότασης πολιτισμού, διεθνικού. Χάθηκε η Βόρεια Ηπειρος, δίχως την παραμικρή υπεράσπιση, μνείας έστω, βωμών και εστιών. Με απίστευτο θράσος αρνησιπατρίας χαρίστηκε σε έποικους η Βόρεια Μακεδονία. Και περιμένουμε τη σειρά της Θράκης, αλλοτριωμένης πληθυσμιακά – «τα σπίτια μας καίγονται κι εμείς τραγουδάμε».

Για κάθε απώλεια υπάρχουν φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί, που η ατιμωρησία τους και η άνετη συνέχεια της καριέρας τους εδραιώνει τα πολιτικά εγκλήματα. Ο δημόσιος βίος συνεχίζεται τόσο στο ελληνώνυμο κρατίδιο όσο και στο θλιβερό απολειφάδι Ελληνισμού της Κύπρου – με τους Τούρκους εκεί εισβολείς να αξιοποιούν το λάφυρο της αρπαχτικής τους αυθαιρεσίας και ιταμότητας σαν εφαλτήριο νομής και του υποθαλάσσιου πλούτου της περιοχής. Εμείς, οι ελληνώνυμοι ξιπασμένοι για την εκμετάλλευσή μας από τους «ισχυρούς προστάτες» και βιαστές μας, παραχωρούμε πολεμικές βάσεις, λιμάνια και αεροδρόμια, θαλάσσιους και εναέριους διαύλους – δεν διανοηθήκαμε ποτέ την παραμικρή αντίσταση αξιοπρέπειας, το παραμικρό αντιστάθμισμα αυτοπροστασίας.

Είμαστε πάντοτε «ένα σκοτεινό δωμάτιο», όπου οι κραυγές αγωνίας όλο και λιγοστεύουν, αν και έχουν υποστεί έγκαιρα τη μεθοδική τους απογόμωση. Δεν μπορεί πια να υπάρξει έστω και η σεμνότερη κριτική επιφύλαξη για την ασκούμενη πολιτική ΗΠΑ και Ε.Ε. έναντι της τουρκικής αυθαιρεσίας, κανένα ενδεχόμενο να ψελλίσουμε διαμαρτυρία για τις παρεμβάσεις ξένων πρεσβειών ή οικονομικών παραγόντων στη σύνθεση των ελλαδικών κυβερνήσεων.

Χρόνια τώρα, ο Ελληνισμός αργοπεθαίνει εξευτελιστικά, όχι στα χρηματιστήρια ή από τον ολοκληρωτικό εκχυδαϊσμό του τουρισμού, αλλά πεθαίνει εξευτελισμένη η Ελλάδα στα σχολειά της και στα πανεπιστήμια ντροπής, τα φαμπρικαρισμένα για κομματική ψηφοθηρία. Οι Ελληνώνυμοι πια δεν μιλάμε, τραυλίζουμε, δεν σκεφτόμαστε, προσχωρούμε στις κονσερβοποιημένες «πεποιθήσεις» των opinion makers, δεν ξέρουμε να χαρούμε, «γλεντάμε» σπασμωδικά, προκαθορισμένα. Ψηφίζουμε ακόμα κόμματα που επιβιώνουν, επειδή οι εισαγγελείς είναι μόνο διακοσμητικό περιθώριο των ακοινώνητων «κοινωνιών» μας.

Συνεχίζουμε να ζούμε στο «σκοτεινό δωμάτιο» του Παπαχελά, με αλλαγμένα τα πρόσωπα στο σκηνικό της παρακμής και καθολικότερο τον βυθισμό σε ψευδαισθήσεις. Οι τεχνικές παραγωγής και επιβολής των ψευδαισθήσεων τελειοποιούνται συνεχώς, όλο και λιγότεροι μπορούν να διερωτηθούν πώς και γιατί βρίσκεται στο υπουργείο Εξωτερικών ο κ. Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης ή η κυρία Νίκη Κεραμέως στο Παιδείας. Το αδιανόητο λειτουργεί αβίαστα ως εύλογο και η μεθοδική κατεδάφιση ως «προοδευτική» αυταξία και «εκσυγχρονισμός».

Μοιάζει να μην υπάρχει άλλο σκαλοπάτι στου κακού τη σκάλα. Αγλωσσία και απερισκεψία έχουν πάρει τις διαστάσεις λοιμικής, κριτική αξιολόγηση και εκτίμηση της ποιότητας δεν λειτουργούν σε κανένα πεδίο του δημόσιου βίου, ούτε στα κοινωνικά λειτουργήματα – ακόμα και για την αντιμετώπιση της θανατερής πανδημίας τα κόμματα είναι αδύνατο να ομονοήσουν. Είναι μια άλλη οπτική γωνία, ίσως η πιο ρεαλιστική, για να ξαναβρούμε ως συλλογικότητα, οι σημερινοί Ελληνώνυμοι, άξονα συνοχής, δηλαδή κουράγιο για ιστορική επιβίωση.

Ας δοκιμάσουμε μια πολιτική που θα θέσει ως πρώτη προτεραιότητα όχι την οικονομία-ευζωία, αλλά τη συλλογική και ατομική καλλιέργεια – το σχολείο, τα πανεπιστήμια, τα ΜΜΕ, τον Τύπο. Να ξαναβρεί ο Ελληνισμός την αυτοδιαχειριζόμενη κοινότητα, τη χαρά και την καύχηση της ευθύνης, την προτεραιότητα που έχει η ποιότητα, το ήθος της αρχοντιάς, η θησαυρισμένη καλλιέργεια. Να συνιστά «ενημέρωση» η λογοδοσία των αρχόντων, όχι η εμπορική χαμέρπεια της ιδιοτέλειας των κομμάτων. Να φωτιστεί επιτέλους το «σκοτεινό δωμάτιο».

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr