Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης*

Μετά από μία δωδεκαετία μειώσεων μισθών, κατατέθηκε σχετική τροπολογία που προβλέπει αύξηση του κατώτατου μισθού εργαζομένων.

Κατατέθηκε η τροπολογία στην Βουλή των Ελλήνων και η αύξηση του κατώτατου μισθού, θα λάβει χώρα από την 1η Απριλίου 2023. Η κυβέρνηση εξετάζει όχι μόνο την επαναφορά του μεικτού κατώτατου μισθού στο προμνημονιακό επίπεδο των 752 ευρώ (645 ευρώ) από τα 713 ευρώ (611 ευρώ καθαρά) που είναι σήμερα, δηλαδή μία αύξηση της τάξεως του 5,5%, αλλά και μία αύξηση πάνω από αυτό το ποσοστό και συγκεκριμένα 6%, 7% ή σύμφωνα με νεότερες πληροφορίες ακόμη και 8%.

Με άλλα λόγια, ο μεικτός κατώτατος μισθός θα μπορούσε να φτάσει στα 755 ευρώ (660 ευρώ καθαρά), 762 ευρώ (653 ευρώ καθαρά) και τα 770 ευρώ (662 ευρώ καθαρά). Η τροπολογία προβλέπει επίσπευση της διαδικασίας διαβούλευσης – απόφασης από πλευράς κυβέρνησης.

Συγκεκριμένα η εισήγηση του Υπουργού Εργασίας, θα κατατεθεί στο υπουργικό συμβούλιο έως τις αρχές Μαρτίου και ειδικότερα στις 10 Μαρτίου 2023 – δηλαδή σε 2 μήνες από σήμερα – αντί για τον Απρίλιο (όπως προβλέπει το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο) προκειμένου ο νέος κατώτατος μισθός να ισχύσει από την 1η Απριλίου 2023, αντί της 1ης Μαΐου 2023.

Αν και η σχετική διαβούλευση με εκπροσώπους επιστημονικών φορέων αλλά και με τους κοινωνικούς εταίρους (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ κλπ.) θα ξεκινήσει τις αμέσως επόμενες μέρες για να κορυφωθεί στις 28 Φεβρουαρίου, στους κύκλους των εργοδοτικών οργανώσεων της χώρας, οι οποίες θα καταθέσουν τις θέσεις τους, υπάρχουν ήδη οι πρώτες σκέψεις, χωρίς ακόμα αυτές να έχουν καταλήξει σε συγκεκριμένες προτάσεις για το ύψος της αύξησης.

Η εισήγηση του υπουργού εργασίας προς το Υπουργικό Συμβούλιο για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού των υπαλλήλων και του κατώτατου ημερομισθίου των εργατοτεχνιτών, θα υποβληθεί το αργότερο έως τις 10 Μαρτίου 2023.

Αυτό προβλέπει η σχετική τροπολογία του υπουργείου Εργασίας που κατατέθηκε στο νομοσχέδιο με τίτλο «Πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και διαχείριση κινδύνων στον δημόσιο τομέα».

Με την κατάθεση της τροπολογίας επισπεύδεται η εκκίνηση και η διεξαγωγή της διαδικασίας για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού για το 2023, προκειμένου ο νέος αυξημένος κατώτατος μισθός να αρχίσει να ισχύει από την 1η Απριλίου 2023.

  • Ειδικότερα, σύμφωνα με την τροπολογία:

α) Η αποστολή έγγραφης πρόσκλησης από την Επιτροπή Συντονισμού της διαβούλευσης προς εξειδικευμένους επιστημονικούς και ερευνητικούς φορείς για τη σύνταξη έκθεσης για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού θα πραγματοποιηθεί έως τις 20 Ιανουαρίου 2023.

β) Η σύνταξη και η υποβολή της έκθεσης θα λάβουν χώρα το αργότερο έως τις 3 Φεβρουαρίου 2023.

γ) Η διαβίβαση του υπομνήματος και της τεκμηρίωσης κάθε διαβουλευομένου από την Επιτροπή Συντονισμού της διαβούλευσης προς τους λοιπούς εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων, με πρόσκληση για προφορική διαβούλευση, θα πραγματοποιηθεί το αργότερο έως τις 10 Φεβρουαρίου 2023.

δ) Η διαβίβαση όλων των υπομνημάτων και της τεκμηρίωσης των διαβουλευομένων, καθώς και της έκθεσης των εξειδικευμένων επιστημονικών και ερευνητικών φορέων, στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) προς σύνταξη Σχεδίου Πορίσματος Διαβούλευσης, θα πραγματοποιηθεί το αργότερο έως τις 20 Φεβρουαρίου 2023.

ε) Το σχέδιο του πορίσματος διαβούλευσης θα ολοκληρωθεί το αργότερο έως τις 28 Φεβρουαρίου 2023.

στ) Τέλος, η εισήγηση του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων προς το Υπουργικό Συμβούλιο για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού των υπαλλήλων και του κατώτατου ημερομισθίου των εργατοτεχνιτών θα υποβληθεί το αργότερο έως τις 10 Μαρτίου 2023.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα θα επιφέρει μισθολογικές αυξήσεις σε περίπου 650.000 εργαζόμενους, που έχει συνδεθεί η αμοιβή τους με αυτά τα κατώτατα όρια.

Η αρνητική οικονομική συγκυρία εξαιτίας του αυξημένου πληθωρισμού, που δείχνει να επιμένει, δημιουργεί μια σειρά από νέα δεδομένα. Στο οικονομικό επιτελείο φέρεται να εξετάζονται ως εναλλακτικές μορφές αύξησης ο συνδυασμός της με παράλληλες παροχές έμμεσης ενίσχυσης του εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων. Υπάρχει πάντα όμως και η πολύ αισιόδοξη πρόβλεψη για την περαιτέρω ενίσχυση των κατώτατων αποδοχών έως και τα 780 ευρώ.

«Πιστεύω ότι θα καταλήξουμε σε μια σημαντική αύξηση, που θα στηρίζει ουσιαστικά τους εργαζόμενους και τα νοικοκυριά, που εξακολουθούν να πλήττονται από τον υψηλό πληθωρισμό, που έφερε η διεθνής ενεργειακή κρίση, χωρίς να δοκιμάζει τις αντοχές της οικονομίας και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Υπενθυμίζω ότι, κατά τον περασμένο χρόνο, δόθηκε ουσιαστικά διπλή αύξηση του κατώτατου μισθού της τάξης του 10%, που ανέβασε σημαντικά τη θέση της Ελλάδας μεταξύ των χωρών της ΕΕ που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό. Τον παραλάβαμε στα 650 ευρώ από την προηγούμενη κυβέρνηση, τον έχουμε ήδη αυξήσει στα 713 ευρώ και έπεται συνέχεια» έχει δηλώσει χαρακτηριστικά ο νυν υπουργός Εργασίας . Εργοδοτικές οργανώσεις όπως η ΕΣΕΕ, η ΓΣΕΒΕΕ και οι επιμελητηριακές ενώσεις δεν θα εναντιώνονταν και σε μεγαλύτερες ακόμη αυξήσεις.

Ωστόσο, αυτό που επιθυμούν είναι να θέσουν προς συζήτηση την περαιτέρω μείωση της φορολογίας με έμφαση στην προκαταβολή φόρου, την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και άλλων μνημονιακών «κληρονομιών».

Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, τις επόμενες εβδομάδες εργοδότες και εργαζόμενοι θα υποβάλλουν τις προτάσεις τους, τις οποίες θα αξιολογήσει το ΚΕΠΕ και στις αρχές Μαρτίου ο Κωστής Χατζηδάκης θα εισηγηθεί στο υπουργικό συμβούλιο τις νέες αυξήσεις.

Πιο αναλυτικά: Η αύξηση του κατώτατου μισθού , τίθεται σε ισχύ από την 1η Απριλίου του 2023.

Η αποστολή έγγραφης πρόσκλησης από την Επιτροπή Συντονισμού της διαβούλευσης προς εξειδικευμένους επιστημονικούς και ερευνητικούς φορείς για την σύνταξη έκθεσης για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού θα λάβει χώρα έως τις 20 Ιανουαρίου.

Το σχέδιο του πορίσματος διαβούλευσης ολοκληρώνεται το αργότερο έως την 28η Φεβρουαρίου 2023.

Η εισήγηση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων προς το Υπουργικό Συμβούλιο για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού υπαλλήλων και του κατώτατου ημερομισθίου των εργατοτεχνιτών θα υποβληθεί το αργότερο έως την 10η Μαρτίου 2023.

Σημειώνεται πως η αύξηση του κατώτατου μισθού ακολουθεί την αισιόδοξη πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για μια «πολύ ισχυρή» αύξηση των μισθών στην ευρωζώνη κατά 5,2% το 2023.

  • Η ιστορία των μειώσεων που επέφεραν τα Μνημόνια

Με το πρώτο μνημόνιο του 2010, καταργήθηκε οριστικά ο 13ος και 14ος μισθός και υπήρξαν περικοπές μισθών στο δημόσιο. Στα δημόσια έσοδα ο Φ.Π.Α. φθάνει στο 23%, ενώ ταυτόχρονα μειώθηκε ο κατώτερος μισθός και αυξήθηκαν τόσο τα όρια απολύσεων όσο και τα όρια συνταξιοδότησης στα 65 χρόνια.

Το πρώτο μνημόνιο ψηφίστηκε από 172 Βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και του ΛΑΟΣ .

Ως συμπλήρωμα του πρώτου μνημονίου, ήρθε στις 29 Ιουνίου του 2011 το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2012-2015. Περιλάμβανε μεγάλες φορολογικές επιβαρύνσεις και νέα μέτρα απορρύθμισης της αγοράς εργασίας. Το Μεσοπρόθεσμο ψήφισαν 154 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και η Έλσα Παπαδημητρίου από τη Ν.Δ.

Το δεύτερο και κατά κοινή ομολογία σκληρότερο Μνημόνιο έφερε στη Βουλή η κυβέρνηση συνεργασίας με πρωθυπουργό τον Λουκά Παπαδήμο που είχε προκύψει από τις πολιτικές εξελίξεις του 2011. Ψηφίστηκε στη Βουλή στις 12 Φεβρουαρίου του 2012. Επρόκειτο για ένα ογκωδέστατο νομοσχέδιο χιλιάδων σελίδων με τίτλο «Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας».

Ψηφίστηκε από 199 Βουλευτές.

Τα βασικά μέτρα που περιλάμβανε ήταν:

  • Μείωση κατά 22% του κατώτατου μισθού σε όλα τα κλιμάκια του βασικού μισθού (από 751€ σε 586€) και 32% στους νεοεισερχόμενους μέχρι 25 ετών.
  • Κατάργηση 150.000 θέσεων εργασίας από τον δημόσιο τομέα έως το 2015, εκ των οποίων 15.000 μέσα στο 2012.
  • Κατάργηση κλαδικών συμβάσεων εργασίας.
  • Άρση μονιμότητας σε ΔΕΚΟ και υπό κρατικό έλεγχο τράπεζες.
  • Περικοπές συντάξεων, επιδομάτων, δαπανών υγείας, άμυνας.
  • Αύξηση αντικειμενικών αξιών και ενοποίηση φόρων στα ακίνητα.
  • Αύξηση των εισιτηρίων στις Αστικές Συγκοινωνίες και στον ΟΣΕ κατά 25%.
  • Κατάργηση φοροαπαλλαγών και χαμηλού Φ.Π.Α. στα νησιά.

Και αυτό το Μνημόνιο συμπληρώθηκε έναν χρόνο αργότερα από το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2013-2016 το οποίο εισηγήθηκε η κυβέρνηση που είχε προκύψει από τη συνεργασία του Αντώνη Σαμαρά προέδρου της Ν.Δ. και του Ευάγγελου Βενιζέλου προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Το μεσοπρόθεσμο ψηφίστηκε στις 7 Νοεμβρίου του 2013 και έλαβε 153 ψήφους.

  • Αποφάσεις Δικαστηρίων -Συμβουλίου της Επικρατείας για την Αντισυνταγματικότητα των μειώσεων

Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) με την υπ' αριθμ. 4741/2014 απόφασή της (πρόεδρος ο Σωτήρης Ρίζος και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Ελένη Παπαδημητρίου) έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές των αποδοχών και των επιδομάτων που έγιναν στους καθηγητές των Πανεπιστημίων και γενικότερα στα μέλη του Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων.

Παράλληλα, σύμφωνα με την Ολομέλεια, η επίμαχη απόφαση έχει εφαρμογή για όλους τους Πανεπιστημιακούς καθηγητές, κ.λπ. από σήμερα που δημοσιεύθηκε και δεν έχει αναδρομική εφαρμογή για το σύνολο της πανεπιστημιακής κοινότητας.

Επιπλέον, σύμφωνα με απόφαση του ΣΤ τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Αντισυνταγματικές κρίνονται οι περικοπές στα επιδόματα εορτών και δώρα.

Οι εν λόγω περικοπές που έγιναν με το νόμο 4093/12 (δεύτερο Μνημόνιο), αντίκεινται στα άρθρα 25 και 4 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας.

  • Οι επίμαχες περικοπές άρχισαν να εφαρμόζονται από 1.1.2013 και σύμφωνα με τους ανώτατους δικαστές «ο νομοθέτης όφειλε αποφαινόμενος τεκμηριωμένα για την αναγκαιότητα του μέτρου, να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και να συγκρίνει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της κάθε μιας για τον επιδιωκόμενο δημόσιο σκοπό της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς και εάν οι επιπτώσεις της συγκεκριμένης περικοπής αποδοχών στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης, και συνδυαζόμενες με τις κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες, οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων, κάτω του επιπέδου της αξιοπρεπούς διαβίωσης».

Στο πολυσέλιδο σκεπτικό τους, οι δικαστές αναγνωρίζουν ότι ο νομοθέτης εκτιμώντας τις κρατούσες κοινωνικές συνθήκες μπορεί να προβαίνει σε μείωση του βασικού μισθού ή των επιδομάτων στο πλαίσιο του δημοσίου συμφέροντος, ωστόσο επισημαίνουν ότι:

  • «Με την επίμαχη διάταξη επιχειρείται νέα, για πολλοστή φορά περικοπή την αποδοχών, της ίδιας ακριβώς ομάδας θιγόμενων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον με αυτήν, όχι περαιτέρω μείωση, αλλά κατάργηση των ετήσιων αποδοχών». Και προσθέτουν ότι, «επιδόματα, εορτών και αδείας, συνδέονται από τη φύση τους με τις αυξημένες ανάγκες που ανακύπτουν κατά τις εορταστικές περιόδους και κατά την περίοδο των θερινών διακοπών, οι οποίες ανάγκες συντρέχουν για όλους τους υπαλλήλους ανεξάρτητα από το μισθό του καθενός».

Οι ανώτατοι δικαστές καταλήγουν τονίζοντας ότι «ο νομοθέτης Δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην υιοθέτηση του επίμαχου καταργητικού μέτρου, χωρίς προηγουμένως να έχει εκτιμήσει την προσφορότητα του μέτρου ενόψει και της διαπίστωσης, ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει έως τότε δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα, και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις».

Επιπροσθέτως, με απόφασή της, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) έκρινε ότι οι περικοπές των αποδοχών των ένστολων όλων των Σωμάτων (στρατιωτικών, αστυνομικών, λιμενικών, κ.λπ.), που έγιναν σε εφαρμογή του μνημονίου (2012) αντιμετωπίζουν συνταγματικά προβλήματα.

Οι σύμβουλοι Επικρατείας της Ολομέλειας, σχεδόν ομόφωνα, διαπίστωσαν τα συνταγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η περικοπή των αποδοχών των ένστολων και η δικαστική απόφαση ακυρώνει τη σχετική υπουργική απόφαση που τις προβλέπει.

Η έκταση της αντισυνταγματικότητας των περικοπών, καθορίζεται με την απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ η οποία δημοσιεύτηκε.

Ειδικότερα, Ομοσπονδίες και Ενώσεις από όλες τις κατηγορίες των ένστολων έχουν καταθέσει από τον Ιανουάριο του 2013 προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας κατά του Μνημονίου ΙΙΙ και της αναδρομικής από 1η Αυγούστου 2012, επιστροφής των «αχρεωστήτως καταβληθέντων» ποσών-αποδοχών τους.

Στο ΣτΕ είχαν προσφύγει: 1) Η Ένωση Στρατιωτικών Περιφέρειας Αττικής καθώς και άλλων εννέα περιφερειών (Θεσσαλονίκης, Πελοποννήσου, Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Κεντρικής Μακεδονίας, Δυτικής Μακεδονίας, Κρήτης, Ηπείρου, Έβρου και Στερεάς Ελλάδος), 2) Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Αστυνομικών Υπαλλήλων, 3) Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ενώσεων Προσωπικού Λιμενικού Σώματος, 4) Η Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών Στρατού, 5) Η Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών Ναυτικού, 6) Η Ένωση Αποστράτων Αξιωματικών Αεροπορίας και 7) Το Συντονιστικό Συμβούλιο των Ενώσεων Αποστράτων Αξιωματικών, όπως επίσης 590 στρατιωτικοί και 10 λιμενικοί υπάλληλοι.

Οι Ενώσεις, κ.λπ. των ένστολων υποστηρίζουν την αντισυνταγματικότητα του Μνημονίου ΙΙΙ, καθώς και της επίμαχης υπουργικής απόφασης που προβλέπει την τμηματική αναδρομική από την 1η Αυγούστου 2012 επιστροφή μέρους των αποδοχών τους, αλλά και του μισθολογίου των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων, της ΕΛΑΣ, του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος που καθιέρωσε ο νόμος 4093/2012.

  • Απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, κρίνει ξεκάθαρα Αντισυνταγματική την μείωση μισθών στο δημόσιο.

Η απόφαση αφορά στους νόμους 3833/2010 και 3845/2010 και έρχεται σε αντίθεση με την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε ότι οι νόμοι που θεσμοθετούν μειώσεις αποδοχών είναι συμβατοί με τις επιταγές του Συντάγματος και την Ευρωπαϊκή και διεθνή νομοθεσία.

Η απόφαση, η οποία εκδόθηκε κατόπιν προσφυγής υπαλλήλων στην Ανώνυμη Εταιρεία ΣΤΑΣΥ, αναφέρει ότι τόσο ο νόμος 3833/2010 που αφορά τα επείγοντα μέτρα αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης, όσο και ο νόμος 3845/2012 για τα μέτρα εφαρμογής του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη μέλη της Ζώνης του Ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό ταμείο (ΔΝΤ), είναι αντίθετοι στα άρθρα 4, 22, 23, 25, 28 και 106 του Συντάγματος, στο άρθρο 11 της ΕΣΔΑ και στις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας 151/1978 και 14/1981.

Υπογραμμίζεται στη δικαστική αυτή απόφαση ότι τα μέτρα που επιβλήθηκαν σε βάρος των εργαζομένων πραγματοποιούν ανεπίτρεπτη επέμβαση στη συλλογική αυτονομία με αποτέλεσμα να καταλύουν τα άρθρα 22 και 23 του Συντάγματος, ενώ δεν συνοδεύονται από αντισταθμιστικά μέτρα, όπως είναι η μείωση των τιμών και των φόρων. Αντίθετα, μάλιστα, προσθέτει η απόφαση, επιβλήθηκαν φοροεισπρακτικού χαρακτήρα μέτρα. Ακόμη, σημειώνεται στην δικαστική απόφαση, ότι παραβιάζεται και το άρθρο 4 του Συντάγματος (περί ισότητας), καθώς έγινε μείωση ίδιου ύψους στις αποδοχές τόσο των υψηλόμισθών όσο και των χαμηλόμισθων.
Αντισυνταγματικές έκρινε, με δύο αποφάσεις του, το Μισθοδικείο τις μειώσεις των αποδοχών των δικαστών, καθώς επίσης έκρινε ότι το 25% του εισοδήματος των δικαστών πρέπει να είναι αφορολόγητο, όπως είναι και στους βουλευτές.

Κατόπιν αυτών, οι αποδοχές των δικαστών επανέρχονται στο καθεστώς προ του δευτέρου Μνημονίου (Ιούλιος 2012).

Το Μισθοδικείο, με πρόεδρο την αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μαρία Σαρπ, δημοσίευσε δύο αποφάσεις: Η πρώτη απόφαση αφορά τα μισθολογικά των δικαστών και η δεύτερη, τα φορολογικά.

Συγκεκριμένα, από το Μισθοδικείο κρίθηκε ότι οι συνεχείς μειώσεις των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών που έγιναν τα τελευταία χρόνια και η υποχρέωση αναδρομικής επιστροφής αποδοχών τους που νόμιμα είχαν εισπράξει, αντιβαίνει στα άρθρα 26, 87 και 88 του Συντάγματος.

Αναλυτικότερα, το Μισθοδικείο επισημαίνει ότι το άρθρο 26 του Συντάγματος καθιερώνει ευθέως την αρχή της διακρίσεως των τριών λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής), τις οποίες θεωρεί ισοδύναμες και ισότιμες. Ειδικά δε, για τη δικαστική λειτουργία καθιερώνεται η ανεξαρτησία της, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως και το κύριο στοιχείο, που την καθιστά ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο λειτουργίες. Οι αυξήσεις στους μισθούς των Βουλευτών, επηρεάζουν αυτόματα τους μισθούς των δικαστών, ως ισότιμη λειτουργία με την νομοθετική και την εκτελεστική.

  • Η υπ’ αριθμ. 2287/2015, απόφαση – σταθμός, της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίνει τις περικοπές των συντάξεων Αντισυνταγματικές, ανοίγοντας τον δρόμο και στους υπολοίπους συνταξιούχους να προβούν σε αντίστοιχες διεκδικήσεις.

Αντισυνταγματικές κρίθηκαν οι περικοπές επειδή:

  • Το κράτος έχει υποχρέωση να φροντίζει για την ασφάλιση των πολιτών και σε καμιά περίπτωση να μην τους τη στερεί από τους αναγκαίους πόρους για να μπορούν να ζουν στοιχειωδώς στα γηρατειά τους.
  • Το κράτος έχει υποχρέωση να διασφαλίσει την βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών και να καλύπτει τα ελλείμματά τους.
  • Το κράτος έχει υποχρέωση στην καταβολή των συντάξεων, όπως οι πολίτες έχουν υποχρέωση στην καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών.
  • Το κράτος έχει υποχρέωση να φροντίζει για την αξιοπρεπή διαβίωση [3] των πολιτών να σέβεται και να προστατεύει την αξία τους και να μην τους στερεί [4] τα αναγκαία μέσα για την επιβίωσή τους. Στην έννοια της αξιοπρεπούς διαβίωσης συμπεριλαμβάνονται και οι δαπάνες για κοινωνικές συναναστροφές και η ψυχαγωγία των πολιτών.
  • Το κράτος έχει υποχρέωση να φροντίζει έτσι ώστε να μην υποβάλλει τους πολίτες σε μέτρα δυσανάλογα με τις δυνάμεις τους, όπως φόρους, εισφορές, περικοπές, περισσότερα από τα εισοδήματά τους.

(*) Δικηγόρος Αθηνών - Συνταγματολόγος - Νομικός συνεργάτης Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Ελλάδα - Συνήγορος Αμερικανικού Δημοκρατικού Κόμματος στην Ελλάδα - Δ.Σ. Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Δήμου Αθηναίων - Δ.Σ. Ιδρύματος Μπότσαρη - Νομικός σύμβουλος Βορειοηπειρωτών Ελλάδος

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr