Γράφει η Ελεάννα Βλαστού* / kathimerini.gr

Η Τζασίντα Αρντερν, πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας επί έξι χρόνια, παραιτήθηκε «αιφνιδιαστικά», όπως γράφτηκε, αφού δήλωσε ότι δεν έχει αρκετή ενέργεια. «Αποχωρώ διότι ο προνομιούχος ρόλος έρχεται με ευθύνες – την ευθύνη να γνωρίζεις ότι είσαι το κατάλληλο πρόσωπο να ηγείσαι και να γνωρίζεις πότε δεν είσαι. Δεν πρέπει και δεν μπορεί να συνεχίζεις σε αυτό το πόστο εάν οι δεξαμενές δεν είναι γεμάτες».

Ενας άνδρας πολιτικός θα έπαιρνε αυτή την απόφαση; Δύσκολα θα έκλινε η πλάστιγγα προς αυτή την πλευρά για οποιονδήποτε πολιτικό –άνδρα ή γυναίκα–, ιδιαίτερα εάν βρισκόταν καλά τοποθετημένος, αν όχι στο ζενίθ, σ’ ένα καλό σημείο της σταδιοδρομίας του. Για τον Μπόρις Τζόνσον ήταν αδιανόητο να μετακινηθεί από τη θέση, παρότι ήταν ο πρώτος πολιτικός που κατάφερε να χειραγωγήσει το αξίωμα υποχρεώνοντάς το να απεμπολήσει τις ιδιότητές του. Δεν απομακρυνόταν ακόμη κι όταν δεν διέθετε ίχνος εξουσίας στα χέρια του για να διαπραγματευθεί. Η Μάργκαρετ Θάτσερ έφυγε εξουθενωμένη, με πόνο τερμάτισε την πολιτική της σταδιοδρομία και κάποια δάκρυα πλαισιώνουν τις φωτογραφίες της εξόδου, θυμίζοντάς μας πώς μοιάζει το σιδηρό φινάλε μιας επιτυχημένης πολιτικού, επίπονα εξοντωτικό. Ακόμη και οι θαυμαστές του Ουίνστον Τσώρτσιλ τού χρεώνουν ότι ήταν σφάλμα η επιστροφή έπειτα από τη μεταπολεμική πολιτική ήττα. Ο ίδιος είχε εκμυστηρευθεί ότι ένιωθε «σαν αεροπλάνο στο τέλος της μάχης… με τα καύσιμα να εξαντλούνται».

Την απόφαση για αποχώρηση της Αρντερν, ακόμη και το αντικειμενικό BBC την είδε με καχυποψία, αν κρίνω από τον τίτλο ενός ακόμη άρθρου, που φοράει τους φακούς του γένους: «Μπορεί μια γυναίκα να τα έχει όλα;». Μια ωραία ερώτηση, που η απάντηση, κατά την κατηγορηματική μου άποψη είναι «όχι», δεν μπορεί να τα έχει όλα, κανείς δεν μπορεί να τα έχει όλα. Οποιος τολμάει να σκεφθεί ότι μπορεί να τα έχει όλα δεν λέγεται οραματιστής, απλώς νάρκισσος. Ισως όμως χρειάζεται μια πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση σ’ ένα επόμενο κείμενο.

Με όλα τα παραπάνω, και ασχέτως άποψης για την πολιτική της Αρντερν, παρεκκλίνουμε από το καίριο, που κατά τη γνώμη μου δεν είναι τόσο η αποχώρηση όσο η απόφαση. Η αποχώρηση από την κεντρική σκηνή της εξουσίας δείχνει χαρακτήρα, όπως άλλωστε και η εκάστοτε μεγάλη στροφή απαιτεί σθένος και κουράγιο. Ερευνες δείχνουν ότι το 84% των ανθρώπων δεν θέλουν να χαρακτηριστούν ως «αυτοί που τα παρατούν». Τη ρήση της –διαστρεβλωμένης– ανθεκτικότητας του Τσώρτσιλ «ποτέ μην τα παρατάς», θα ήθελα να την αφήσουμε στην εποχή της. Ηχεί φθαρμένη, δείχνει άτοπη και συμβιβασμένη, όπως οτιδήποτε μας κρατάει σε μίζερες και αδιέξοδες καταστάσεις. Κυρίως, όμως, παράγει ακόμη ενοχές και στιγματισμό και δημιουργεί, ψυχική κυρίως, παράλυση. «Μπορεί να χρειάζεται να δώσεις αγώνα δύο φορές για να κερδίσεις», είπε η Θάτσερ, ναι, αλλά εξαρτάται ποια μάχη έχεις αποφασίσει να δώσεις.

Η ζωή φέρνει μια σειρά φυσικών και αυθόρμητων αλλαγών, καθημερινά λαμβάνουμε δεκάδες μικρές αποφάσεις, αλλά στις μεγάλες αλλαγές αντιστεκόμαστε. Είναι η τάση της ανθρώπινης φύσης να αντιστέκεται στις προκλήσεις. Φαντάζομαι διότι παρότι οι μεγάλες αποφάσεις λαμβάνονται σε ένα πλαίσιο, ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά, με σκοπό την τακτοποίηση, την καλυτέρευση ή και την επιβράβευση, περισσότερο μας ξεβολεύουν χωρίς συχνά να προσφέρουν άμεση ανακούφιση. Κάποιες μοιάζουν από την αρχή με επιτυχία και άλλες έχουν την όψη αποτυχίας, αλλά όλες είναι ένα βήμα στο άγνωστο, χωρίς εγγύηση και χωρίς διασφάλιση, με ένα απρόβλεπτο αποτέλεσμα. Επιπλέον η λήψη μιας απόφασης δεν είναι μια γραμμική διαδικασία, δεν μας φέρνει την επόμενη μέρα σε ένα νέο καθαρό ξεκίνημα, βρισκόμαστε πάλι «εν μέσω καταστάσεων». Στην ύφανση μιας νέας αφήγησης.

Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο υφέρπει πάντα φόβος σε κάθε βήμα, μιλούμε πολύ λίγο για το συναίσθημα του φόβου που κυοφορεί η αστάθεια της κάθε απόφασης και δεν πλέκουμε αρκετά το εγκώμιο των τολμηρών. Η Τζασίντα Αρντερν είπε ότι στις διακοπές σκέφθηκε και αποφάνθηκε. Για τους δημοσιογράφους ήταν «αιφνιδιαστική» η ανακοίνωση, για την ίδια η διαδικασία μπορεί να ήταν μια αποκαλυπτική εμπειρία. Υπάρχει ένα σημείο που συντελείται μια τροπή, είναι η στιγμή που αναλογιζόμαστε τα δεδομένα, που αντικρίζουμε τον εαυτό μας. Σε ένα μικρό διάστημα χρόνου πραγματοποιείται η μετατόπιση, σαν να ανοίγει ένα παράθυρο στο μέλλον. Κάποιοι το χαρακτηρίζουν προσωπική ανάπτυξη, ίσως απλώς να λέγεται αναθεωρημένο βλέμμα στο μέλλον. Μια επισκόπηση με ρίσκο που τεστάρει την πίστη στον εαυτό μας, μια κομβική μοναχική στιγμή, όπου ουδείς μεσολαβεί, για ό,τι επιθυμούμε να γίνουμε. Πώς θέλουμε να μοιάζει η ζωή μας τα επόμενα χρόνια; Οποιες κι αν είναι οι απαντήσεις, στην ουσία συμπυκνώνονται στο εξής: ένα πολλά υποσχόμενο άγνωστο αύριο. Ο Ρολφ Ντομπέλι στην «Τέχνη της καθαρής σκέψης» (εκδ. Πατάκη) γράφει ότι «κάθε απόφαση, είτε προσωπική, είτε επαγγελματική λαμβάνεται πάντα σε καθεστώς αβεβαιότητας. Αυτό που φανταζόμαστε μπορεί να γίνει ή να μη γίνει ποτέ». Επανεξετάζουμε μια κατάσταση σε συνθήκη αβεβαιότητας και αλλάζουμε δρόμο. Αλλά συνήθως να τι γίνεται, «μόλις εκτιμάμε ότι έχουμε ήδη επενδύσει πολύ χρόνο, χρήμα, ενέργεια, αγάπη πέφτουμε στην παγίδα του σοφίσματος του ανεπανόρθωτου κόστους. Χρησιμοποιούμε το πρόσχημα του ότι ήδη έχουμε επενδύσει (χρόνο, χρήμα, ενέργεια, συναίσθημα) για να δικαιολογηθούμε και να συνεχίσουμε σε αυτόν τον δρόμο, ενώ αντικειμενικά δεν έχει κανένα νόημα. Οσο περισσότερο επενδύουμε τόσο αυξάνουμε το ανεπανόρθωτο κόστος και τόσο εντονότερη γίνεται η ανάγκη μας να επενδύουμε». Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε σε λάκκο και σκάβουμε βαθύτερα. Κλιμακώνουμε τη δέσμευση σε ένα ανέλπιδο, αποτυχημένο εγχείρημα αντί να μετρήσουμε τη χασούρα και τις δυνάμεις για να αποχωρήσουμε αλλάζοντας τακτική.

«Είμαι άνθρωπος, οι πολιτικοί είναι άνθρωποι. Δίνουμε όσο μπορούμε για όσο διάστημα μπορούμε. Τώρα είναι ώρα να φύγω». Επειδή είμαστε άνθρωποι με τους περιορισμούς μας –μπορούμε τόσο όσο και αντέχουμε τόσο όσο όταν η αγάπη δεν πάει μακρύτερα– καλό είναι, πού και πού, πριν σωθεί ο χρόνος γιατί όλα έχουν μια εποχή, να απαντούμε με τόλμη, κατ’ ιδίαν, στην ερώτηση «μου χρησιμεύει να βρίσκομαι εδώ;». Μια υπεύθυνη ερώτηση τόσο για τον εαυτό μας όσο και για τους υπόλοιπους, που μας κάνει να αισθανόμαστε ότι βρισκόμαστε στη δυναμική θέση του οδηγού που βαστάει το τιμόνι και ελέγχει αν τα καύσιμα επαρκούν. Αν θέλεις χαρούμενο τέλος στις ιστορίες, είπε ο Ορσον Ουέλς, πρέπει να ξέρεις πότε να τις τελειώνεις.

Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr