Γράφει η Ελεάννα Βλαστού* / kathimerini.gr

Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα στο Ουέστ Εντ για να παρακολουθήσω την παράσταση «Οταν σκοτώνουν τα κοτσύφια», βασισμένο στο βιβλίο της Χάρπερ Λι και διασκευασμένο για θέατρο από τον σεναριογράφο του Netflix Αρον Σόρκιν. Το επέλεξα από περιέργεια, πώς μπορεί να παρουσιαστεί στην εποχή μας ένα κλασικό μεν αλλά προκλητικό για το σύγχρονο κοινό κείμενο. Το έργο διαδραματίζεται στον αμερικανικό Νότο το 1930, σε μια μικρή πόλη έμπλεη φυλετικών εντάσεων. Είναι η ιστορία του δικηγόρου Ατικους Φιντς που υπερασπίζεται τον Τομ Ρόμπινσον – έναν αθώο μαύρο άνδρα που κατηγορείται για βιασμό μιας λευκής γυναίκας. Πήρα και τον 12χρονο Ντίνο μαζί, συνοδός σε όλες τις σαββατιάτικες μεσημεριανές παραστάσεις ενηλίκων. Στο πρώτο μέρος έκπληκτος γυρνούσε και με κοιτούσε ανά δεκάλεπτο. Δεν τον σόκαρε η θεματολογία αλλά η ρατσιστική γλώσσα. Η δεξιοτεχνία του σεναριογράφου είναι ότι πήρε το βιβλίο της Λι και μεγάλωσε τους μαύρους χαρακτήρες προβάλλοντας και τη δική τους οπτική, αλλά, κυρίως, ανέβασε τον ήχο στον πιο αντιπαθητικό ήρωα κάνοντάς τον να εκφράζει ανάγλυφα όλη τη βίαιη, λευκή, ρατσιστική αγωνία του. Η στερεοτυπικά απρεπής γλώσσα είχε νόημα, εισήγε τον θεατή στο αυθεντικό κλίμα της εποχής. Μπορεί ο Ντίνος και ο κάθε νέος θεατής, εκτεθειμένοι στο πρωτάκουστο λεξιλόγιο, να νιώθουν άβολα, εγκρίνω την ευαισθησία τους, αλλά ταυτόχρονα το έργο είναι το ταχύτερο και πιο εμπεριστατωμένο μάθημα Ιστορίας που μπορούν να πάρουν.

Και αυτό μας φέρνει στην ερώτηση: πρέπει τα κείμενα να απολυμαίνονται – ιδιαίτερα χωρίς τη συναίνεση και παρά τις προθέσεις του συγγραφέα; Την προηγούμενη εβδομάδα ο εκδοτικός οίκος Penguin Random House υποστήριξε την απόφαση να τυπώσει ξανά όλα τα παιδικά βιβλία του δημοφιλούς συγγραφέα Ρόαλντ Νταλ (1916-1990) –μεταφρασμένα ήδη σε 68 γλώσσες με πωλήσεις 300 εκατ. αντιτύπων– προβαίνοντας σε τροποποιήσεις για να ταιριάζουν στις σύγχρονες ευαισθησίες. Ολα αυτά, δήλωσε ο υπεύθυνος του εκδοτικού οίκου, ώστε να διασφαλίσουν ότι «η νέα γενιά αναγνωστών θα συνεχίζει να απολαμβάνει τα βιβλία του». Αλλάξτε το ρήμα «απολαμβάνω» με το «αγοράζω» για να αντιληφθείτε την πάλη των εκδοτών να μη χάσουν μερίδιο των πωλήσεων σε μια αγορά πολιτικά ορθών γονιών και εκπαιδευτικών – εκείνοι είναι που επιλέγουν παιδικά βιβλία.

Με τη συμβολή «αναγνωστών ευαισθησίας», η διαδικασία αποστείρωσης ξεκίνησε σταδιακά από το 2020 με εκατοντάδες παρεμβάσεις, περικοπές ή και προσθέσεις τόσο στα σημεία που αφορούν το γένος και τη φυλή όσο και στις περιγραφές των αντικειμένων και στην εμφάνιση των ηρώων. Ετσι, στο βιβλίο «Ο Τσάρλι και το εργοστάσιο της σοκολάτας», ο Αύγουστος Γκλουπ από «χοντρός» γίνεται «τεράστιος» για να μην προσβληθούν οι ευτραφείς. Στις «Μάγισσες», η «παλιόγρια» μετατρέπεται σε «γέρικο κοράκι» για την καλλιέπεια των ηλικιωμένων. Η κυρία «Τουίτ» από «τερατωδώς άσχημη» είναι απλώς «τερατώδης» γιατί την προστασία των δυσειδών. Τα επίθετα «τρελός» και «παλαβός» αποσύρονται από παντού και εισάγεται η ερώτηση «έχεις χάσει το μυαλό σου;» για να μην κλονιστεί περαιτέρω η εύθραυστη ψυχική υγεία κάποιων.

Είναι δύσκολο να σκεφτώ κάποιον λογοτεχνικό ήρωα που να μην προσβάλλει κάποιον αναγνώστη έτοιμο για να θιχτεί. Είναι επίσης δύσκολο να σκεφτώ κάτι πιο άστοχο και εκτός πραγματικότητας από τον αποχαρακτηρισμό ενός κόσμου που δεν χωράει τους χοντρούς και τους άσχημους. Είναι παράλογο να διαγράφεται η λέξη «μαύρο» από την περιγραφή ενός ρούχου.

Η υπόθεση των βιβλίων του Νταλ πυροδότησε έντονες διαφωνίες και ενέπλεξε αναγνώστες και συγγραφείς του διαμετρήματος Σαλμάν Ρουσντί –μίλησε για παράλογη λογοκρισία και είπε στον εκδοτικό οίκο ότι πρέπει να ντρέπεται–, τον πρωθυπουργό –μίλησε για επίθεση στην ελευθερία του λόγου και της έκφρασης–, μέχρι και τη βασιλική σύζυγο, που απηύθυνε έκκληση στους συγγραφείς να παραμείνουν αυθεντικοί και πιστοί στο κάλεσμά τους. Μετά τις αντιδράσεις ο οίκος αποφάσισε να εκδίδει παράλληλα τη λογοκριμένη και την αυθεντική εκδοχή των βιβλίων. Πάντα όμως δεν κερδίζει η αυθεντικότητα; Οπως είχε πει ο Ρόαλντ Νταλ, όποιος αποφασίσει να γράψει λογοτεχνία για τους νέους μπορεί να βγάλει πολλά χρήματα αλλά μονάχα με πηγαία γραφή, τα παιδιά αντιλαμβάνονται αυτομάτως τη γνησιότητα. «Ο μόνος τρόπος να κάνω τους χαρακτήρες μου ενδιαφέροντες είναι να υπερβάλλω», είχε πει κάπου αλλού. «Εάν κάποιος ήρωας είναι κακός, άσχημος και άσπλαχνος, τον μετατρέπω σε εξαιρετικά κακό, πολύ άσχημο και απίθανα άσπλαχνο». Ο συγγραφέας ήταν εξοικειωμένος με την κριτική, συνεργαζόταν συχνά με επιμελητές ώστε να απαλύνουν τη βίαιη και ανήθικη πλευρά των γραπτών του που τόσο διασκεδάζει και θέλγει τα παιδιά.

Ο Ρόαλντ Νταλ, που παραδόξως ήταν ο πρώτος που άσκησε κριτική στους «Σατανικούς στίχους» του Ρουσντί, ήταν ένας καταπληκτικός συγγραφέας και ένας απωθητικός άνθρωπος. Ο μισογυνισμός και ο αντισημιτισμός του έχουν καταγραφεί διεξοδικά. Σύμφωνα με τους βιογράφους του, θα έπρεπε να είχε κερδίσει το βιβλίο του χειρότερου συζύγου. Τη γυναίκα του την εκφόβιζε λεκτικά ακόμη και όταν εκείνη προσπαθούσε να συνέλθει από εγκεφαλικό. Μιλώντας για τους Εβραίους στο περιοδικό New Statesman το 1983, δήλωσε το εξής: «Ακόμη και το κάθαρμα ο Χίτλερ δεν τους επέλεξε τυχαία». Με όλο αυτό θέλω να πω ότι έχουμε και ουσιαστικότερους λόγους να μη διαβάζουμε Νταλ. Πιστεύω όμως ότι το έργο ενός καλλιτέχνη στέκεται αυτόνομα από τον χαρακτήρα και τις αντιλήψεις του. Σε όσους αρέσει ο Βάγκνερ δεν ακούν τη μουσική ενός αντισημίτη, στους πίνακες των ιμπρεσιονιστών δεν αντικρίζουμε τα τοπία καλλιτεχνών που πήραν το λάθος μέρος στην υπόθεση του Εβραίου λοχαγού Ντρέιφους που κατηγορήθηκε άδικα το 1894. Δεν είμαι υπέρ της «ακύρωσης», παρ’ όλα αυτά βρίσκω υποκριτικό να ακυρώνεις ένα συγγραφέα για ένα λάθος επίθετο και όχι για τις βαθιά προσβλητικές, απρεπείς και ρατσιστικές απόψεις του. Η κοινωνία αλλάζει και έχει την τάση να αυτολογοκρίνεται. Ο κάθε καλλιτέχνης έχει την εποχή του αλλά εντέλει το κοινό, πάντα εκείνο, αποφασίζει πότε το έργο ξεθωριάζει και αν είναι η ώρα να αποσυρθεί.

Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr