Γράφει η Ελεάννα Βλαστού* / kathimerini.gr

Τα «αρχεία του lockdown» είναι στη διάθεση όσων ερευνούν, επισήμως, την περίοδο της πανδημίας. Τι πήγε στραβά, ποιες αποφάσεις έπρεπε να ληφθούν ταχύτερα, ποιες έπρεπε να έχουν αποφευχθεί και ποιες ήταν οι επιπτώσεις των αποφάσεων στην ψυχική υγεία και στην οικονομία. Πρόκειται για μια έρευνα που θα κοστίσει σε χρήματα, χρόνο και υπομονή. Υπάρχει πολύ υλικό, κυρίως σε μηνύματα. Για την ακρίβεια, υπάρχουν 2,3 εκατομμύρια λέξεις γραμμένες σε μηνύματα (WhatsApp), που προσφέρουν μια σπάνια αφετηρία για εκείνους που εξετάζουν πώς λειτουργεί μια κυβέρνηση σε καθεστώς εκτάκτου ανάγκης. Αναλογιστείτε το νούμερο των λέξεων, ένα μεγάλο σε όγκο μυθιστόρημα –στην εποχή μας– είναι περίπου 150.000 λέξεις. Η Βίβλος έχει κάτι λιγότερο από 774.000 λέξεις.

Και όλα αυτά προέρχονται μονάχα από μία δεξαμενή. Από το κινητό του υπουργού Υγείας –κατά την περίοδο της πανδημίας– Ματ Χάνκοκ και τις 100.000 μηνύματα που έστειλε ή έλαβε. Δημιούργησε ένα κυβερνητικό γκρουπ –παρών και ο πρωθυπουργός– για να «κινούνται ταχύτατα» και να «είναι μονίμως συγχρονισμένοι». Παίρνοντας αυτή την πρωτοβουλία, στην ουσία δημιούργησε ένα αρχείο του τρόπου λειτουργίας μιας κυβέρνησης σε περίοδο κρίσης, αναδεικνύοντας πώς αντιδρά ένα γκρουπ ανθρώπων –κρατικών λειτουργών– σε καθεστώς αυθορμητισμού ενός αέναου μίτινγκ.

Ο Χάνκοκ είναι αυτός, θυμάστε, που παραιτήθηκε την ίδια περίοδο, όταν μια κάμερα στο γραφείο του αποκάλυψε την εξωσυζυγική σχέση με συνεργάτιδά του. Εντέλει πήρε διαζύγιο, συμμετείχε σε ριάλιτι σόου και υπέθεσα ότι δεν θα μας απασχολούσε ποτέ ξανά για παραπάνω από σαράντα δευτερόλεπτα, αλλά βρέθηκε πάλι στη δημοσιότητα. Εδωσε οικειοθελώς 100.000 μηνύματα σε μια δημοσιογράφο για να τον βοηθήσει να συγγράψουν τα απομνημονεύματά του, τα «ημερολόγια της πανδημίας». Εκείνη πρώτα επικούρησε και έπειτα με μεγάλη προθυμία τα διέρρευσε στην Daily Telegraph.

Ας μην ασχοληθούμε με την ανοησία του πρώτου, ούτε με την ηθική της δεύτερης, αλλά με τα γραπτά μηνύματα. Το πιο ενδιαφέρον τμήμα της αλληλογραφίας που διοχετεύθηκε, φαντάζεστε, είναι ό,τι δεν αφορούσε τη δουλειά. Η διαρροή των μηνυμάτων είναι κάτι που φοβίζει. Υπάρχει πάντα μια αμηχανία στη φανέρωση ακόμη και των τρομακτικά πληκτικών και αναμενόμενα κακόβουλων, ακόμη και στα «χαχα», «είμαστε Ο.Κ. για σήμερα;», «είναι τελείως μ…ς» και άλλα αντίστοιχα.

Μπορούν όμως τα μηνύματα να αποτελούν αξιόπιστη πηγή κρατικών δεδομένων; Προλαβαίνουν οι πολιτικοί να σκέφτονται ενώσω ανταλλάσσουν διαρκώς μηνύματα; Πέρυσι πήγε να θεσπιστεί νόμος που θα έκρινε άκυρα όλα τα κυβερνητικά WhatsApp με τη λογική ότι όλη η επίσημη επικοινωνία συντηρείται στα κρατικά αρχεία. Στο τέλος, όμως, οι δικαστές δεν πείστηκαν, θεωρώντας ότι η τροπολογία αφήνει ακάλυπτα τα ενδεχόμενα της σύγχρονης επικοινωνίας η οποία έχει μετατοπιστεί πλέον σε άλλο κανάλι, στους διαδρόμους της τεχνολογίας. Η σύγχρονη επικοινωνία επιβιώνει σε μια γκρίζα ζώνη, που σημαίνει ότι ακριβώς εκεί κινείται και η επίσημη θεσμική επικοινωνία.

Μεγάλος ενθουσιασμός πρέπει να διέπει τους κύκλους των ιστορικών και των ερευνητών. Παλιότερα θα άνοιγαν κούτες και θα ανέτρεχαν σε δυσανάγνωστα πρακτικά συνεδριάσεων και σε σκονισμένα χαρτιά από φαξ που θα αχνοπρόβαλλε το μελάνι. Τώρα, ακόμη κι αν έχουν στα χέρια τους υλικό από συσκέψεις, γνωρίζουν ότι μεταξύ μιας συνάντησης και μιας άλλης μια τελευταία ουσιαστικότερη απόφαση μπορεί να λήφθηκε στο φόντο, κάπου εκεί ανάμεσα σε δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες ανεπίσημα μηνύματα.

Οι ιστορικοί, για τη συγγραφή των βιβλίων τους, καταφεύγουν σε πολλές διαφορετικές πηγές, όπου η κάθε μία από αυτές έχει τα προτερήματα και τις αδυναμίες της. Κάθε γραπτή πηγή κρίνεται υπό το πρίσμα της πρόθεσης του συγγραφέα. Η αλληλογραφία, εάν υπάρχει, είναι πάντα χρήσιμη για να αντιληφθείς τι συμβαίνει στο μυαλό κάποιου και πώς συνθέτει ό,τι τον απασχολεί. Τα γράμματα ή τα e-mails έχουν τη βαρύτητα του μη αναστρέψιμου. Τα ημερολόγια –που κανείς υπουργός δεν κρατάει– επίσης έχουν το πλεονέκτημα της αμεσότητας, της ιδιωτικότητας και κατ’ επέκταση της ειλικρίνειας. Ολα γράφονται σε κάποια σχετική ησυχία.

Τα sms προσφέρουν τη σκέψη της στιγμής, είναι η πηγαία αντί- δραση, η πρώτη προ- φορική παρόρμηση που έρχεται στο μυαλό, που αποκτά όμως μια απροσδόκητη βαρύτητα γιατί είναι γραπτή και θα μείνει.

Αλλά τα σύντομα μηνύματα κοινοποιούν σκέψεις κάτω από εντελώς αλλιώτικες συνθήκες. Δεν είναι γραμμένα ούτε για να αντισταθούν στον χρόνο, ούτε για να καταναλωθούν εκτός πλαισίου, ούτε για να αναλυθούν εν καιρώ θεσμικά. Προσφέρουν τη σκέψη της στιγμής, είναι η πηγαία αντίδραση, η πρώτη προφορική παρόρμηση που έρχεται στο μυαλό, συχνά και η δεύτερη –περιττή– που έρχεται στον νου ακόμη και αν γνωρίζεις ότι παραλήπτης είναι ο προϊστάμενός σου. Η προφορική παρόρμηση που αποκτά, πάντως, μια απροσδόκητη βαρύτητα γιατί είναι γραπτή και θα μείνει.

Η ρίζα του προβλήματος είναι ότι δεν γνωρίζουμε τι πρέπει να συνυπολογίζουμε όταν εκφραζόμαστε σε γραπτά μηνύματα. Πέρασαν χρόνια για να χειριστούμε περίπλοκους κοινωνικούς κανόνες έκφρασης, λεκτικά πλαίσια, να αποκτήσουμε την ικανότητα να αυτολογοκρινόμαστε επιτυχώς. «Τι μπορείς να πεις;» εξαρτάται πάντα από τα συμφραζόμενα. Είναι μια ερώτηση περιστοιχισμένη. Εξαρτάται από το ποιος είσαι, πού βρίσκεσαι, πώς το διατυπώνεις και σε ποιον απευθύνεσαι. Τίποτε από αυτά δεν είναι εύκολα μεταφράσιμο στην εποχή του Ιντερνετ και της συνεχούς διαθεσιμότητας και της πρόσβασης στα έξυπνα κινητά.

Η τεχνολογία μάς ενώνει, αλλά μαζί με την ισχύ συγχωνεύει και τις ανεπάρκειές μας, την αφηρημάδα ή την επιπολαιότητά μας. Είναι μια σφαίρα με πολλούς εμπλεκόμενους κύκλους μαζί. Ενα sms είναι ένα προσωπικό μήνυμα, το ίδιο και ένα WhatsApp μήνυμα. Μια σειρά τέτοιων μηνυμάτων συνιστά μια προσωπική αλληλογραφία. Αλλά από ποιο σημείο κι έπειτα ένα WhatsApp μήνυμα γίνεται δημόσιο; Με δέκα παραλήπτες; εκατό παραλήπτες; Και εντέλει, σε ό,τι αφορά μια έρευνα, ποια είναι η γραμμή μεταξύ ιδιωτικότητας και διαφάνειας;

Αν κρίνω από τα μηνύματα που γνωστοποιήθηκαν, δεν είμαι πεπεισμένη ότι η έρευνα αξίζει το κόστος της. Τα πιο αξιομνημόνευτα θα παραμείνουν αυτά που δεν αφορούν στη δουλειά. Ενα του Μπόρις Τζόνσον που ρωτούσε εάν μπορούσαν να σκαρφιστούν ένα πρόσχημα για να κλειδώσουν τον αντίπαλό τους –μέσα για καλά και φιμωμένο– και ένα του Ματ Χάνκοκ, όπου αναρωτιόταν ποιο είναι το πρόβλημα, δεν μπορεί ένας υπουργός να προσφέρει σε μια συνεργάτιδα «εθελοντικές και φιλάνθρωπες υπηρεσίες» κατά τη διάρκεια της πανδημίας;

Αναλογιστείτε την έκταση και το ξεδίπλωμα της φαιδρής περιττολογίας… λεπτό προς λεπτό, ένα μήνυμα μετά το άλλο. Και όλα αυτά για να μας θυμίζουν αυτό που θέλουμε να αγνοούμε, ότι τα γραπτά μηνύματα ελάχιστα εξυψώνουν, κυρίως καταρρίπτουν υπολήψεις. Είναι κωμικοτραγικά ανθρώπινα μνημεία.

Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr