Γράφει η Ελεάννα Βλαστού* / kathimerini.gr

Tο Λονδίνο είναι εξοντωτικό τον Οκτώβριο, είναι μια πόλη –όπως οι μεγάλες πόλεις– που προετοιμάζεται τον Σεπτέμβριο για να πάρει μπρος επισήμως τον Οκτώβριο. Σε μια ήδη πληθυσμιακά επιβαρυμένη μητρόπολη συρρέει κι άλλος κόσμος, με την ένταση και τους θορύβους του, είτε για λόγους επαγγελματικούς, είτε για τουρισμό, είτε για να παραστεί στα διάφορα –πολιτιστικά κυρίως– γεγονότα της περιόδου. Κάποιες περιοχές μοιάζουν ασφυκτικά γεμάτες, σε κάποιους δρόμους δημιουργείται το αδιαχώρητο, είναι δύσκολο να τους διασχίσεις, δυσκολότερο να βρεις ταξί ή κάπου να καθίσεις. Είναι ένας τόπος θορυβώδης, ακόμη και μέσα στο σπίτι, ο ήχος από τις τριγύρω οικοδομές είναι καθημερινός και αδιάλειπτος. Ισως απλώς υπερβάλλω και ευθύνεται η δική μου ανάγκη για ησυχία, τόσο έντονη αυτή την περίοδο, που ψάχνω γωνιές ηρεμίας.

Επισκέφθηκα τη Royal Academy για να δω την έκθεση της Σέρβας Μαρίνα Αμπράμοβιτς. Είναι μια καλλιτέχνις που κάνει performance και κατά τη διάρκεια της μεγάλης καριέρας της έχει τεστάρει τα όρια της φυσικής και διανοητικής αντοχής της. Εχει την ικανότητα να παραμένει καθισμένη, ξαπλωμένη ή ακίνητη για ώρες χωρίς τίποτα να παρεμβαίνει στον νου της, χωρίς κάτι να την παρενοχλεί. Εζησε σε μια γκαλερί στη Νέα Υόρκη για δώδεκα ημέρες, χωρίς να μιλάει, χωρίς να διαβάζει, χωρίς να γράφει, δεν έκανε τίποτα. Απλώς στεκόταν ή καθόταν. Επινε νερό, κοιμόταν επτά ώρες την ημέρα στον ίδιο κοινόχρηστο χώρο και, παρουσία των θεατών, έκανε τρία ντους την ημέρα. «Πριν από τα 65», είπε, «δεν θα μπορούσα να το κάνω, νεότερη δεν είχα τη δύναμη να επιβληθώ στον εαυτό μου ελέγχοντας το μυαλό και τις σκέψεις μου». Πρέπει για χρόνια να προετοιμάζει κάποιος το σώμα και το πνεύμα για να μπορέσουν, ενδεχομένως, να φθάσουν κάποτε σε αυτό το σημείο αρμονίας.

Ο δικός μου τρόπος είναι τα πρώτα πρωινά της εβδομάδας να τα περνάω στο Holland Park, υπάρχει εκεί ένας περίκλειστος κήπος «περισυλλογής», όπως γράφει η ταμπέλα στην είσοδο, λέγεται Kyoto Garden. Δεν επιτρέπονται σκυλιά και ζωηρά παιδιά, είναι ένας κήπος με παγκάκια, τρεχούμενα νερά και μια λίμνη στη μέση. Περπατώ απλώς πάνω – κάτω και προσπαθώ να ενώσω ή να ξεκαθαρίσω τις σκέψεις μου, βρίσκω ότι οι δύο δραστηριότητες είναι ταιριαστές. Το βάδισμα συμπαρασύρει τις σκέψεις, το κάθε βήμα μοιάζει να σταθεροποιεί μια φευγαλέα ιδέα που ψάχνει μια άλλη για να ενωθεί και να δημιουργήσει ένα συλλογισμό.

Δίνουν πολλά ερεθίσματα η ζωή, η πόλη, ο εθισμός στην ειδησεογραφία. Συχνά αντιλαμβάνομαι όμως ότι ενώ υπάρχει ο χρόνος, λείπει ο νοητικός χώρος, ίσως η ηρεμία, για να τακτοποιήσω με τάξη ό,τι βλέπω, ακούω ή διαβάζω. Το κεφάλι μου είναι γεμάτο και ανήσυχο με διάφορα αναγκαία και πληκτικά, με διάφορα περιττά παρωχημένα. Και μετά έχω διάφορες δημιουργικές σκέψεις, που είναι σε ακατέργαστη μορφή σκόρπιων λέξεων, ανολοκλήρωτων ιδεών, αχαρτογράφητων παρατηρήσεων που αναζητούν ιχνηλάτηση για να πάρουν τον δρόμο τους, είτε προς την ολοκλήρωση κάποιου συμπεράσματος είτε προς την άβλητη απόρριψη.

Αυτά σκεφτόμουν καθώς έβγαινα από το πάρκο, κάπως χαμένη και εκνευρισμένη γιατί οι σκέψεις μου εξακολουθούσαν να είναι ένα κουβάρι, ανυπόταχτες, εκτός ελέγχου. Στην έξοδο του πάρκου το Design Museum μου φάνηκε καλή αφορμή για να περιπλανηθώ λίγο ακόμη. Ετσι τυχαία έπεσα πάνω στην έκθεση «Αντι-έπιπλα» (μέχρι τέλος Οκτωβρίου). Πρόκειται για όμορφα, ογκώδη έπιπλα από βραζιλιάνικο ξύλο που μοιάζουν με γλυπτά και μετατρέπονται με τη διάδραση των επισκεπτών. Σχεδιασμένα από τον Λατινοαμερικανό καλλιτέχνη Fyodor Pavlov Andreevitch.

Το βάδισμα συμπα- ρασύρει τις σκέψεις, το κάθε βήμα μοιάζει να σταθεροποιεί μια φευγαλέα ιδέα που ψάχνει μια άλλη για να ενωθεί και να δημιουργήσει ένα συλλογισμό.

Κάθεσαι, ξαπλώνεις, λικνίζεσαι, κρέμεσαι, σκαρφαλώνεις και καλείσαι να σκεφθείς και να αντιμετωπίσεις τις φοβίες σου (από τις πιο συνηθισμένες μέχρι τις σπανιότερες). Δίπλα από κάθε έπιπλο υπάρχουν σκίτσα και γραπτές οδηγίες για τη χρήση τους και αναγράφονται –όπως και στα φάρμακα– οι φοβίες που καταπολεμούνται. Ο κάθε επισκέπτης δοκιμάζει τις αντοχές του μέσω της φυσικής δυσφορίας που προκαλείται από τη χρήση των επίπλων.

Η υπερμεγέθης τραμπάλα μου κίνησε το ενδιαφέρον. Είναι φτιαγμένη για την καταπολέμηση της έλλειψης εμπιστοσύνης, επικεντρωμένη στους φόβους των απογοητεύσεων και των ακυρωμένων προσδοκιών. Μοιάζει όπως τη γνωρίζουμε, όμοια με της παιδικής χαράς, με τη διαφορά ότι τα καθίσματα είναι τοποθετημένα από την αντίθετη πλευρά. Και έτσι οι δύο καθήμενοι δεν αντικρίζουν ο ένας τον άλλον. Συμμετέχουν σε ένα παιχνίδι συνεργασίας χωρίς την αίσθηση ασφάλειας και καθοδήγησης που προσφέρει η οπτική επαφή. Οταν δεν υπάρχει πρόσβαση στο πρόσωπο του άλλου, αφαιρείται η οπτική επιστασία στις κινήσεις του άλλου. Συνήθως κοιτούμε ο ένας τον άλλον στα μάτια όταν επικοινωνούμε, για να προσανατολιστούμε, για να αντιληφθούμε, για να συνδεθούμε, αλλά όταν αυτό δεν είναι εφικτό πρέπει απλώς να χρησιμοποιήσουμε το ένστικτό μας και να δείξουμε εμπιστοσύνη σε κάτι άδηλο, στο άγνωστο.

Πόσο απελευθερωτικό όμως είναι να μπορούμε να αφήσουμε στην άκρη την ανάγκη μας να επιθεωρούμε και να προβλέπουμε. Να δείχνουμε εμπιστοσύνη αντί να προσπαθούμε να επέμβουμε ελέγχοντας το αποτέλεσμα. Η ανάγκη ελέγχου είναι η συνήθης απάντηση στη δυσπιστία, στον φόβο, στην ανασφάλεια. Αλλά η τραμπάλα είναι ενδεικτική, είναι συνυφασμένη με την παιδικότητα και με την ελαφρότητα. Μια εξυψώνεσαι, μια ακουμπάς στο έδαφος, χρειάζονται δύο για να συμμετάσχουν στο παιχνίδι της τραμπάλας και πρέπει απλώς να είσαι παρών γιατί θα ήταν κρίμα να μην παίξεις ακόμη κι αν γνωρίζεις ότι σε κάθε εξύψωση αντιστοιχεί μια προσγείωση. Ενα ανέβασμα μπορεί να συνεπάγεται απότομο κατέβασμα. Μόνο το ένστικτό σου έχεις για να εμπιστευθείς και πραγματικό έλεγχο μπορείς μονάχα να ασκήσεις στην ισορροπία σου και τις κινήσεις του σώματός σου. Μπορείς να ανασυγκροτηθείς ανά πάσα στιγμή. Ισως το πρώτο στάδιο για να ελέγξει πραγματικά κάποιος το κεφάλι του είναι να επανεξετάσει και να ξεφορτωθεί τις φοβίες, κάπου εκεί γύρω τριγυρνάει ο πόνος αλλά και η πρόκληση. Κάθε πρόκληση είναι και μια ελευθερία προς το άγνωστο, προς το αβέβαιο. Σκέφθηκα την Αμπράμοβιτς που είπε «κάνω κάτι μόνο όταν με φοβίζει, εκεί είναι το νόημα». Ισως έτσι έχει αποκτήσει τη νηφαλιότητα.

(*)Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr