Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

«Κάηκε η γριά στον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι», ή «Κάηκε η βάβω στο κουρκούτι και φυσάει και το γιαούρτι» λέγανε οι παλαιοί των Ελλήνων, εννοώντας πώς όποιος την πάθει μια φορά μετά φυλάγεται ακόμα και από πράγματα που δεν κρύβουν κίνδυνο γι’ αυτόν.

Όμως τι σόι πράμα είναι αυτός ο «χυλός» , το «κουρκούτι» και γιατί να καεί η γριά κι όχι κάποια νέα;

Ο χυλός (ή αλλιώς «κουρκούτι») ήτανε ένα παμπάλαιο φαγητό της μαύρης φτώχειας, τότε που «λέγανε το ψωμί ψωμάκι» αλλά που μποράγανε να κάνουνε το «σήμερα» να μη μοιάζει με το «χθες»:

«Πότε πίττα μοναχή,

πότε πίττα και χυλό,

πότε πίττα και κουλούρα,

πότε δυο χυλούς αντάμα».

Ο «φτωχός» ο χυλός έσωσε κόσμο και στη κατοχή 1941-44, τότε που πολλοί Έλληνες έφυγαν από τη ζωή εξαιτίας της πείνας. Ίσως γι' αυτό και η γενιά αυτή μίσησε και ηθελημένα ξέχασε το φαγητό αυτό που της θύμιζε τις φρικτές αυτές μέρες.

Για να φτιάξουνε οι παλιές νοικοκυρές το χυλό ρίχνανε λίγο αλεύρι, σταρένιο ή καλαμποκάλευρο (ό,τι – τέλος πάντων – είχανε … αν είχανε) μέσα σε ένα κατσαρόλι με νερό, ρίχνανε και λίγο λαδάκι και αλάτι (αν υπήρχανε κι αυτά) κι αυτό ήταν όλο. Το αφήνανε να βράσει όσο χρειαζότανε (αραιό τόνε θέλανε), ανακατεύοντας συνέχεια γιατί «πιάνει» στον πάτο της κατσαρόλας και ο χυλός ήταν έτοιμος. Κι επειδή όλη η «χάρη» του χυλού ήτανε να φαγωθεί ζεστός παίρνανε αμέσως το χουλιάρι και τον τρώγανε, πολλές φορές , μέσα από το κατσαρόλι . Γι’ αυτό και η παροιμία λέει, «κάηκε η γριά στο χυλό…». Γιατί όμως «κάηκε η γριά»; Μα κοντά στο νου κι η γνώση: Στα χρόνια εκείνα τα παλιά οδοντίατροι δεν υπήρχαν κι αν υπήρχαν που να πάει να τους βρει ο χωριάτης και πού να βρει και λεφτά να τους πληρώσει. Έτσι, λοιπόν, μεγάλωναν οι άνθρωποι κι άρχιζαν να χαλάνε τα δόντια τους και να πονάνε υπήρχε, σ’ όλα τα χωριά ένας πρακτικός , ας πούμε, «οδοντογιατρός», που αναλάβαινε να τους τα βγάλει με μόνο εργαλείο μια τανάλια, τη φοβερή και τρομερή «δοντάγρα». Τους έβαζε στην ψάθινη καρέκλα, τους «καργάριζε» το κεφάλι με το ένα χέρι για να μην του κουνιούνται , τους έλεγε να ανοίξουνε το στόμα και να του δείξουνε το δόντι που ήταν χαλασμένο και πόναγε κι αφού το «μάγκωνε» με τη δοντάγρα το κούναγε πέρα-δώθε και το τράβαγε μέχρι να βγει. Αυτό ήτανε!!! Ούτε αναισθητικά, ούτε αποστειρωτικά, ούτε αιμοστατικά, ούτε αντιβιοτικά, ούτε τίποτα. Το πολύ –πολύ να τους έλεγε να μπουκώσουνε λίγο (ή πολύ) τσίπουρο για να σταματήσει λιγάκι το αίμα και ο πόνος να «παγαδιάσει» και να απολυμανθεί η πληγή. Έτσι, λοιπόν, βγάλε ένα δόντι –βγάλε άλλο στο τέλος σε μια ηλικία μένανε φαφούτηδες οι γέροι αφού ούτε λόγος τότε για μασέλες, γέφυρες κλπ . Κι αφού μένανε οι παππούδες κι οι γιαγιάδες χωρίς δόντια τι θα τρώγανε; Μα φυσικά «μαλακωσιές» και ιδιαίτερα χυλό , κουρκούτι. Που ήτανε και θρεφτικό αλλά και τρωγότανε με ένα κουτάλι στα γρήγορα χωρίς να χρειάζεται μάσημα. Κουταλιά και κάτω . Όπως, λοιπόν, ήτανε φυσικό, πολλές φορές τα γεροντάκια και οι γριούλες καιγούντανε από το χυλό έτσι όπως πεινασμένοι τον τρώγανε λαίμαργα και βιαστικά. Έτσι βγήκε και η παροιμία: «Κάηκε η γριά στον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι», ή «Κάηκε η βάβω στο κουρκούτι και φυσάει και το γιαούρτι».

Ο χυλός , το απλό αυτό φαγητό των Ελλήνων της φτώχειας, έρχεται από τα πολύ παλιά χρόνια, αφού οι «αρχαίοι ημών πρόγονοι» ξέρουμε ότι έτρωγαν χυλό από σιταράλευρο ή κριθαράλευρο, ήδη από την εποχή του Ομήρου. Άλλωστε το σιτάρι και το κριθάρι ήτανε τα δώρα της θεάς Δήμητρας προς τους ανθρώπους, τα οποία πήρανε το όνομά τους από την ίδια τη θεά, και ονομάστηκαν δημητριακά. Και ήτανε ο χυλός τόσο προσιτό, τόσο απλό και τόσο φτηνό φαγητό ώστε επέζησε σ’ όλες τις ιστορικές περιόδους των Ελλήνων για να εξαφανιστεί στα νεότερα χρόνια, μετά την κατοχή, χωρίς να αποκλείεται σε κάποια χωριά, κάποιοι «αμετανόητοι», να τον τρώνε ακόμα. Ήτανε ένα φαγητό της στιγμής και της ανάγκης και το έτρωγαν βιαστικά μόλις τα κατέβαζαν από τη φωτιά. Σ’ εκείνα τα χρόνια τα δύσκολα οι ανάγκες ήταν τέτοιες που επέβαλλαν όχι μόνο λιτή ζωή αλλά και υγιεινή διατροφή. Αν και οι πρόγονοί μας γευθήκανε λειψά αγαθά κατόρθωσαν, ωστόσο, να επιβιώσουν και να δημιουργήσουν. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως, πραγματικά, ήταν γενναίοι στη ζωή τους! Και δεν είναι αυτό μόνο:

«Ποιος Έλληνας λησμόνησε ποτέ τα πεντανόστιμα φαγητά της μάνας , τα φαγητά που τρώγαμε ανήμερα της Παναγίας , στα γλέντια μας ή στις τοπικές μας γιορτές; Κανένας . Γιατί αυτά είναι τα γνήσια φαγητά του τόπου μας, τα δικά μας, τα υγιεινά και τα νόστιμα, πεμπτουσία από τα προϊόντα της Πατρώας Γης. Για όλους μας αυτά είναι τα φαγητά “της ψυχής”. Τα φαγητά που καθιέρωσε ο χρόνος και η ζωή σ’ αυτόν εδώ τον Τόπο».

Πατροπαράδοτες Ελληνικές Συνταγές – Φυτράκης

Ο χυλός δεν ήτανε μόνο ένα φαγητό για τους γέροντες και τις γερόντισσες , που θέλανε κι αυτοί να τρώνε όπως όλοι κι ας τους πειράζανε καλόκαρδα πως : « Όσο κι αν φάει ο γέρος , δεν παίρνει άλλο μπόι» . Ήτανε ένα φαγητό για όλους, ιδιαίτερα σαν χειμωνιάτικο «πρωινό» . Οι παλαιότεροι , πριν φύγουν το πρωί για τις βαριές αγροτικές δουλειές του χειμώνα έτρωγαν μια γαβάθα χυλό για να ζεσταθούν και να πάρουν δύναμη . Αλλά και για τα παιδιά , ειδικά τις δύσκολες ημέρες του χειμώνα , το πρωινό και βραδινό φαγητό ήταν ο χυλός . Και να είστε σίγουροι πως εκείνοι οι παλαιοί ξέρανε πολύ καλά τι κάνανε : Σύμφωνα με τους ειδικούς σύγχρονους διατροφολόγους ο εξορισμένος σήμερα από τη ζωή μας «χυλός» έχει 7 πλεονεκτήματα όταν εισάγεται στον κάθε ανθρώπινο οργανισμό: Θερμιδική και Θρεπτική αξία , δίνει αίσθημα Κορεσμού , διευκολύνει την πέψη , αυξάνει την αφομοιωτική ικανότητα , καταπολεμά τις τοξίνες και έχει ιδανικό Πε-χα . Βέβαια αυτό (ότι –δηλαδή ο χυλός κάνει καλό στην υγεία) το ξέρανε πρώτοι οι παλαιοί γι’ αυτό και είχανε βγάλει και την άλλη παροιμία : «Οι τριφτάδες κι ο χυλός ως να σηκωθείς ορθός», που πάει να πει ότι σε περίπτωση που είσαι άρρωστος , μέχρι να γιάνεις και να σηκωθείς όρθιος , πρέπει να τρως «τριφτάδες» (χειροποίητο ζυμαρικό) και χυλό .

Καμιά φορά αν το σπίτι ήτανε πολύ φτωχό ή τσιγκούνα η νοικοκυρά και τύχαινε να έχει μαστόρους για να γίνουνε κάποιες δουλειές προσφέρανε χυλό για φίλεμα-κολατσιό , προς μεγάλη απογοήτευση των μαστόρων που κουρασμένοι από τη βαριά δουλειά περιμένανε κάποιο καλύτερο φαγητό , κάνα κοψίδι στα κάρβουνα , παστό χοιρινό , καγιανά , κοτόπουλο με χυλοπίτες κ.α.

«Κάποτε , λοιπόν , δούλευε στα ξένα ο Αποστόλης Τζίνας , από την Ήπειρο , με την παρέα του . Η αφεντικίνα είχε πολλές κότες και οι μαστόροι έτριβαν τα χέρια τους και κρυφογελούσαν νομίζοντας ότι θα περάσουν καλά . Έλα όμως που η κυρά ήταν τσιγκούνα και τους τάραζε κάθε μέρα στα φασόλια και στο κουρκούτι.

Ο Αποστόλης Τζίνας , που έκοβε το μυαλό του , σκαρφίστηκε ένα τέχνασμα . Παίρνει κάμποσο καλαμπόκι και το βάζει σε μια κατσαρόλα με τσίπουρο μέχρι να φουσκώσει καλά . Πάει κρυφά και το ρίχνει στις κότες . Αυτές το έφαγαν και σε λίγο άρχισαν να τρεκλίζουν. Τις βλέπει η κυρά και γεμάτη ανησυχία ρωτούσε τι έπαθαν οι κότες της .

- Σφάξ’ τες , γιατί θα ψοφήσουν και θα πάνε χαμένες , την ορμήνεψε ο μπαρμπα-Αποστόλης.

Τι να κάνει κι αυτή , πιάνει , και με βαριά καρδιά , τις σφάζει . Και καθώς στα χρόνια εκείνα δεν υπήρχαν ψυγεία , οι μαστόροι έφαγαν όσες κότες δεν είχαν φάει σ’ όλη τους τη ζωή». www.kerasovo.gr

Ο χυλός (το κουρκούτι) , αυτό το «ταπεινό» αλλά ξεχασμένο ελληνικό φαγητό με την τόσο μακραίωνη ιστορία δεν μπορούσε παρά να μπει και να βλαστήσει κι αυτός μέσα στο πανέμορφο περιβόλι της ελληνικής παράδοσης. Εκτός από την πασίγνωστη παροιμία, σε διάφορες παραλλαγές :

«Κάηκε η γριά στον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι» ή

«Κάηκε η βάβω στο κουρκούτι και φυσάει και το γιαούρτι» ή

«Όποιος καεί στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι»,

υπάρχουν και οι παρακάτω παροιμίες :

«Η νια με τον κόσμο κι η γριά με το κουρκούτι», δηλαδή , το νέο κορίτσι που «βράζει το αίμα του» θέλει να συναναστρέφεται με κόσμο, έξω από το σπίτι , ενώ η γριά κάθεται μέσα και τρώει το κουρκούτι της.

«Άρτσι μπούρτζι λάχανα και τη Λαμπρή κουρκούτι», δηλαδή , από τη φτώχεια μας , όλον τον καιρό τρώμε λάχανα και τη Λαμπρή αντί να φάμε κρέας τρώμε … κουρκούτι .

«Ο νιος με το μπαρούτι κι η γριά με το κουρκούτι», δηλαδή , ο νέος έχει μέσα του ζωή κι ενέργεια , είναι έτοιμος να πάρει φωτιά σαν το μπαρούτι και θέλει να κάνει πολλά , ενώ ο γέρος δεν έχει όρεξη για τίποτα και μόνο κάθεται στο σπίτι και τρώει το κουρκούτι του .

Από το κουρκούτι (χυλό) έβγαλε ο λαός μας και τη λέξη «κουρκουτιάζω» που τη λέμε για κάποιον που χάζεψε , μπουντάλιασε και κάνει ανοησίες , έγινε δηλαδή το μυαλό του όπως το κουρκούτι . Λέμε:

-Άντε , κακομοίρη μου , γέρασες και κουρκούτιασες ή

-Έγινε το μυαλό μου κουρκούτι απ΄ το πολύ διάβασμα ή

-Ρε , άι κάντε καμιά δουλειά , κουρκούτιασε το κεφάλι σας απ’ τα τσίπουρα ...

Στα χωριά της Στυμφαλίας Κορινθίας εκτός από τους «μάρτηδες» που φορούσαν, πρωί - πρωί , την πρώτη του Μάρτη , η νοικοκυρά αντί για άλλο πρωινό έφτιαχνε φτιάχνει χυλό με μπομπότα και πετιμέζι και τρώγανε όλοι για να μην τους «πιάσει ο Μάρτης» , δηλαδή να μην τους κάψει ο ήλιος του Μαρτίου . Τα παιδιά , μάλιστα , για περισσότερη προστασία έβαζαν λίγο χυλό και στη μύτη τους.

Ένα παλιό λαϊκό τραγουδάκι που το μαθαίνανε παλιά οι παππούδες και οι γιαγιάδες στα εγγόνια και τα ταχταρίζανε στα γόνατα έλεγε:

«Βρέχει - βρέχει και χιονίζει

και τα μάρμαρα ποτίζει

και η γάτα μαγειρεύει

και ο ποντικός χορεύει.

Και ο γέρος κόβει ξύλα

και η γριά του μαγειρεύει

το κουρκούτι με το μέλι

και τ' αυγό με το πιπέρι»

Και φανερώνει τούτο το πανέμορφο , παλιό , παιδικό τραγουδάκι πως άμα είχανε οι φτωχοφαμελίτες ρίχνανε μέσα στο κουρκούτι , τον χυλό , και λίγο μέλι για να γλυκάνει και ρίχνανε και ζάχαρη και γάλα κι άμα τόνε θέλανε αρμυρό το χυλό ρίχνανε εκτός από αλατάκι και καμιά μπουκιά χοιρινό ή λίγο τυράκι ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να είχανε και τους είχε διδάξει η σοφία των χρόνων .

Αλλά και σε πολλά λαϊκά παραμύθια κατάφερε να μπει ο χυλός , το κουρκούτι , όπως ας πούμε στο παρακάτω :

Η κακοπαντρεμένη αδελφή

Μια φορά κι ένα καιρό ήταν τρία αδέλφια ορφανά και είχαν μια αδελφή που την πάντρεψαν σ' ένα μακρινό χωριό . Αν και ήταν καλή κοπέλα , κακοτύχησε , γιατί ο άντρας της πήγαινε με μπουλούκι μαστόρων πετροχτιστάδων και με την κακή πεθερά που της έλαχε , έβγανε μαύρη ζωή .

Μια μέρα , πέρασε ένας γυρολόγος και τα παιδιά τον ρωτήσανε αν γνωρίζει την αδερφή τους . Εκείνος τους είπε ότι δεν περνάει καλά εκεί που την παντρέψατε και να πάτε να την πάρετε πίσω , γιατί θα πεθάνει της πείνας σ' εκείνα τα χέρια που έχει πέσει . Η μαύρη ζούσε μ' ένα φακόσπυρο , γιατί την άφηναν νηστική κάθε φορά . Είχε καταντήσει η μαύρη σαν αποξαλιά . Ενώ τα πεθερικά της σηκώνονταν τη νύχτα κι έτρωγαν , η νύφη έμενε πάντοτε νηστικιά .

Το βράδυ που όλα τ' αδέρφια της μαζωχτήκανε , κάτσανε και κουβεντιάσανε για το πώς περνάει η αδερφή τους . Θελήσανε να πάνε στο σπίτι της και να εξακριβώσουν την αλήθεια από μονάχοι τους . Κίνησε ο μεγαλύτερος αδερφός , πάει στους συμπεθέρους και την ώρα που έστρωσαν τον σοφρά με τα φαγητά , λέει η πεθερά:

- Έλα , νύφη , η τάβλα μας είναι γιομάτη , οι καλεσμένοι μας χορτάτοι , σήκω τώρα , νύφη , το μεσάλι μας .

Γυρίζει ο μεγάλος στ' αδέρφια του . Αυτό κι αυτό , τους λέγει έγινε . Κινάει και πάει ο δεύτερος , να ιδεί και αυτός τι πράγμα είναι τούτο πάλενες .

- Εγώ θα τα καταφέρω καλύτερα , είπε.

Μα και του λόγου του δεν κατάφερε τίποτα . Η πεθερά έκανε 'κείνο που κάθε φορά είχε λογαριάσει . Πεισματώθηκε ο τρίτος , ο μικρότερος .

- Εγώ , είπε , θα πάω και θα σιάξω τα πράγματα . Αν δεν μπορέσω να τους βάλω σε σειρά , θα πάρω την αδερφή μας και θα τη φέρω πίσω , να ζήσει κοντά μας . Εγώ νηστική δεν την αφήνω.

Κίνησε , λοιπόν , ο πιο μικρός να πάει στους συμπεθέρους . Στρώνουν τα βράδυ τον σοφρά με όλα τα φαγητά και μόλις έκαναν σταυρό , πετάγεται πάλι η πεθερά:

- Άντε , νύφη , η τάβλα μας γιομάτη , οι ξένοι μας χορτάτοι , σήκωσε τώρα το μεσάλι μας .

- Που το πάτε το φαΐ ; Ρωτάει ο αδερφός της νύφης .

- Εμείς εδώ έτσι το συνηθίζουμε πετάγεται και λέει η πεθερά , προτού μιλήσει ο καλόγνωμος γέρος της .

- Άαα ! Εγώ θέλω να φάω , λέει ο αδερφός .

Συνεννοημένοι ο αδερφός και η αδερφή , πέφτουν στο φαΐ σαν πεινασμένοι λύκοι και μέχρι ν' ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου , πάστρα ο σοφράς . Τα γερόντια στραβώθηκαν από την πείνα , αφού δεν πρόλαβαν να βάλουνε ούτε μια μπουκιά στο στόμα τους . Τους ήρθε ταμπλάς και μέχρις να νοήσουνε τι έγινε , να το φαΐ , ούτε ψίχα ψωμί στο μεσάλι . Πάνε να πλαγιάσουνε οι γέροι, , αλλά πού τους κόλλαγε ο ύπνος , καθώς ήσαν θεονήστικοι . Μόλις μαζεύει το μεσάλι η νύφη σηκώνεται και στρώνει τα κρεβάτια , να πάνε για ύπνο αυτή κι ο αδερφός της . Άμα πλαγιάσανε η νύφη και ο αδερφός της , ο γέρος , καθώς ήταν θεονήστικος , σκουντάει τη γριά :

- Σήκω , γριά , της λέει , να μπουρμπουλιάσεις λίγο κουρκούτι , να φάμε γιατί γουρλίζει το στομάχι μου και δεν αντέχω.

Σηκώνεται η γριά , περπατώντας σαν την γάτα στα νύχια να μην ακουστεί και βάζει νερό στο τσουκάλι , στην πυροστιά στο τζάκι . Μόλις κόντευε να βράσει το κουρκούτι , σηκώνεται ο αδερφός της νύφης και ρωτάει :

- Συμπεθέρα , τι φτιάχνεις ούλη την νύχτα ;

- Έβαλα λίγο καυτό νερό να ζεματίσω το παλιοβράκι του γέρου μου .

- Βλέπω ότι έχουτε πολλούς ψύλλους εδώ μέσα, και αρχίσανε να τρώνε και μένανε . Και βγάνει το βρακί του , ο αδερφός , και το ρίχνει μέσα στο τσουκάλι να ζεματιστεί και το δικό του .

Άντε να φάει ο γέρος και η γριά από το κουρκούτι , με το παλιοβράκι του συμπέθερου μέσα . Ο διάβολος τον ξύπνησε ;

Ξαναπέφτουν να κοιμηθούνε , το ίδιο και ο συμπέθερος . Ξανασκουντάει πάλι ο γέρος την γριά του :

- Σήκω , γριά , της λέει , σήκω να πλάσεις μια πίττα , δεν ξημερώνομαι απόψε από την πείνα , έστριψε τ' άντερό μου .

Σηκώνεται η γριά , και πάλι στα κλεφτά , ζυμώνει μια μπομπότα. Μόλις ήταν έτοιμο το μπομποτοκάρβελο , πήγε η γριά να το ρίξει στην θράκα , να το ψήσει , να 'σου πάλε μπροστά της ο αδερφός της νύφης .

- Συμπεθέρα , της λέει , δεν με κολλάει ύπνος , δεν γυρίζει το στομάχι μου από το πολύ φαΐ , φαίνεται ανεμόφαγα . Αν ήξερες , ρε συμπεθέρα , τι παλιόνειρο έβλεπα; Να , λέει , έβλεπα πως απόψε μοιράζαμε τα χωράφια με τα αδέρφια μου. Και να πώς:

Αρπάζει την μασιά από την γωνιά , έκοβε ένα- ένα κομματάκι από την μπομπότα και το πετούσε μέσα στην χόβολη λέγοντας :

- Τούτο , το μεγαλύτερο κομμάτι , το παίρνει ο μεγαλύτερος αδερφός και το πέταγε . Το άλλο κομμάτι το παίρνει ο δεύτερος αδερφός , το άλλο κομμάτι το παίρνει ο τρίτος και το τελευταίο το μικρότερο η αδερφή μας . Κι έτσι πέταξε όλη την μπομπότα μέσα στην χόβολη .

Αφού τελείωσε και εφτούνη τη δουλειά του ο πονηρός συμπέθερος , πήγε πάλι να πλαγιάσει . Οι γέροι εμείνανε σύξυλοι . Τηραγόσαντε μ' ανοιχτό το στόμα , δίχως να βγάλουνε μιλιά . Όμως τον μαύρο γέρο , πού να τον κολλήσει ο ύπνος , το μάτι του γαρίδα ούλη την νύκτα .

- Τι πράμα μας βρήκε απόψε , γριά , τι κακό πάθαμε ;

- Ετούτο το πράμα , γέρο μου , δεν το περίμενα , του διαβόλου η κλήρα , να ξημερώσει και να ξεκουμπιστεί , να φύγει από το σπίτι μας και να μην σώσει να διαβεί η αφεντιά του το πορτόξυλό μας .

- Σιώπα , γριά , και μη το κουβεντιάζεις , βραδιά είναι θα περάσει , κάνε πως δεν είδες τίποτις .

- Τι να μην κάνω , γέρο , μέσα στο κονάκι μας και να μας κουμαντάρει ένα μυξιάρικο;

- Για σήκω , γριά , σήκω , δεν αντέχω άλλο , θα κατέβω στο κατώι θα πάρω λίγο ψωμί και θα βγάλω λίγο τυρί από το λαγήνι και θα φάω εκεί , προτού με πάρει χαμπάρι το διαβολόπαιδο .

Κόβει μια φέτα ψωμί η γριά , τη δίνει του γέρου και κείνος πατώντας στα νύχια , ροβόλησε σιγά- σιγά στο κατώγι , να μπασγουνώσει , μπας και σιάξει το στομάχι του.

Δεν πρόλαβε ο δόλιος , να βάλει την πρώτη μπουκιά στο στόμα του , ακούει πατήματα στα σκαλούνια . Ο γέρος σβήνει τον τσιμπλή και περιμένει να ιδεί ποιος είναι . Κατεβαίνει κάτου ο συμπέθερος και φωνάζει : «Κλέφτες μπήκανε στο κατώι» ! Και μέσα στο σκοτάδι πλακώνει τον γέρο με την γκλίτσα , πού τον πονεί και πού τον σφάζει .

Σκούζει , φωνάζει ο γέρος για βοήθεια , φωνάζει κι ο συμπέθερος , ότι μπήκανε κλέφτες στο κατώι και κλέβουνε τα τρόφιμα , μέχρις να ανάψουνε τον τσιμπλή η γριά με τη νύφη , ο συμπέθερος είχε κάνει τον γέρο του αλατιού . Είδανε και αποείδανε μέχρι να τον βγάλουνε από τα χέρια του . Μόλις ησυχάσανε τα πράματα , λέει ο συμπέθερος στον γέρο.

- Ορέ συμπέθερε , εσύ ήσουνα ; Κι εγώ νόμισα ότι μπήκανε κλέφτες απόψε στο κονάκι σου . Έ! Και είπα να μην σε ξυπνήσω και βάλθηκα να τους ξεκάνω μόνος μου .

- Για τον Θεό , ρε παιδάκι μου , για τον Θεό , ρε τι κακό έπαθα απόψε μέσα στο κονάκι μου , του λέει ο γέρος . Με θέρισε η πείνα και μιας δεν είχε τίποτις η γριά, είπα να κατέβω στο κατώι να πάρω λίγο τυράκι από το λαγήνι . Αυτό το χουνέρι δεν το είχα ξαναπάθει , να μείνω νηστικός και να τις φάω κιόλας , τι πράμα είναι τούτο .

Ζυγώνει τότε ο συμπέθερος κοντά στον γέρο και του λέει στ' αυτί :

- Έτσι σου έπρεπε , γέρο , για να καταλάβεις τι τραβάει η αδερφή μου τόσο καιρό, με ό,τι της κάνατε και κόντεψε να τα κακαρώσει από την πείνα.

Έτσι κατάλαβαν τα πεθερικά, με τις ιδιοτροπίες τους τόσο καιρό , τι κακό είχανε κάμει στην νύφη τους , που τους έπλενε , τους μαγείρευε και τους πρόσεχε και στο τέλος την αφήνανε θεονήστικη και είχε γίνει σαν την οδοντογλυφίδα . Και από εκείνη την ημέρα και μετά , πορέψανε σε σωστό δρόμο και ζήσανε καλά και εμείς καλύτερα.

http://androni.blogspot.com

Σήμερα , όπως είπαμε , ο φτωχός ο χυλός , που μεγάλωσε γενιές και γενιές Ελλήνων , έχει περιφρονηθεί και ξεχαστεί . Ξιπασμένοι νεοέλληνες , όπως γίναμε , απαρνηθήκαμε την παραδοσιακή ελληνική διατροφή μας και γεμίζουμε καθημερινά τους σκουπιδοτενεκέδες από πεταμένα φαγητά , που θα μπορούσανε να θρέψουν πεινασμένους ανθρώπους . Βέβαια, άμα βρεθούμε σε κάνα εστιατόριο περιωπής και μας προτείνει ο σεφ ακριβοπληρωμένη «πολέντα» θα την φάμε ενθουσιασμένοι, μη γνωρίζοντας οι άμοιροι πως αυτό που πλασάρεται ως «γκουρμέ» φαγητό, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο παλιός χυλός των Ελλήνων. Ας είναι. Ο ταπεινός και απαρνημένος χυλός που τον βγάλαμε απ’ την πόρτα έχει τον τρόπο , ακόμα και σήμερα , να μπαίνει από το παράθυρο : Φάε (ας πούμε) μπακαλιάρο τηγανιτό με κουρκούτι και φάε τον και χωρίς κουρκούτι , για να καταλάβεις τι είναι εκείνο που δίνει νοστιμάδα:

«Έχει η υπόθεση την ιστορία της. Ο μπακαλιάρος ήταν “είδισμα πολυτελείας”. Εκεί που τον τηγάνιζε η μάνα μου και τον είχε περιλούσει με κουρκούτι εγώ βρήκα την ευκαιρία και άρπαξα ένα κομμάτι κουρκουτιασμένο και τηγανισμένο, σαν τηγανίτα φαινόταν, και πήγα στον κήπο να το φάω. Παραλίγο να με φάει… Ούτε που είχα καταλάβει πως είχε κόκαλα. Με αγκίδωσε ένα. Πνίγηκα. Η γιαγιά φώναζε, η μάνα χτυπιόταν και ο παππούς έλυσε το πρόβλημα. Με ξετσιαούλιασε. Έβαλε το δάκτυλό του μέχρι τον καρδυλάγγο και έβγαλε το κόκαλο. Σώθηκα. Γι’ αυτό έκτοτε η μάνα μου δεν με απείλησε “θα σου στρίψω τον καρδυλάγγο”. Είχε μεγάλη ποικιλία απειλών… Εκεί θα στεκόταν;»

e-maistros.gr : Λαογραφικά Σημειώματα – Το έθιμο του μπακαλιάρου, Χρήστος Α. Τούμπουρος

Μακάρι , στους καιρούς που ζούμε , έστω και διατροφικά , να κάναμε τη μεγάλη στροφή και να ξαναγυρίζαμε στη εποχή , για την οποία , ο Ευστάθιος , ο σοφός Ιεράρχης της Θεσσαλονίκης , είχε γράψει :

«Ο Όμηρος αποκαλεί “νόστιμον ήμαρ”, τον γυρισμό στη γενέτειρα . Αλλά οι μετά τον Όμηρο λένε «νόστιμο» και το φαγητό , γιατί θυμίζει την ευχαρίστηση , την γλυκύτητα του νόστου του Οδυσσέα».

Τώρα , γιατί , κάθισα και ασχολήθηκα τόσο μ’ ένα παλαιό φαγητό των Ελλήνων ;

Η αλεπού έλεγε μια φορά :

-Του χρόνου θα γίνουν πολλά σύκα.

-Πού το ξέρεις;

-Γιατί τ’ αγαπάει η κοιλιά μου, είπε.