Γράφει ο Παναγιώτης Κουμουνδούρος, Εκπαιδευτικός μέλος της ΝΕ Λακωνίας του ΣΥΡΙΖΑ.

Ας μη γελιόμαστε. Οι νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί σέβονται το Πανεπιστήμιο. Σπεύδουν να το αγκαλιάσουν μόλις τους δοθεί η ευκαιρία. Γι΄ αυτούς το πανεπιστήμιο είναι μια φλέβα χρυσού που κανένας προηγουμένως δεν είχε ανακαλύψει, δεν είχε σκεφτεί ή δεν είχε τολμήσει να χρησιμοποιήσει ως τέτοια. Πριν αρχίσουν την εξόρυξη του χρυσού, θα πρέπει όμως να σκάψουν. Όσο πιο βαθιά κρυμμένη είναι η φλέβα, τόσο πιο πολύ θα πρέπει να προσπαθήσουν. Για να είναι σίγουροι για την ποιότητα του ορύγματος, θα πρέπει να ξεφορτωθούν ό,τι άλλα μεταλλεύματα βρουν προ ή και εντός του. Και βέβαια θα πρέπει να πείσουν και την κοινωνία ότι αυτά τα άλλα
μέταλλα είναι όντως άχρηστα.

Μιαρές προσμίξεις που χαλάνε την ποιότητα και θολώνουν τη λάμψη του χρυσού.

Η υπουργός Παιδείας κ. Διαμαντοπούλου και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, σαν καλοί νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί σκαπανείς, φόρεσαν τη στολή εργασίας και ξεκίνησαν το σκάψιμο, με τις ευλογίες του ΔΝΤ και της Ε.Ε. Πήραν οδηγίες από την προηγούμενη κυβέρνηση της ΝΔ για την τοποθεσία του ορύγματος. Η τελευταία είχε επίσης αποπειραθεί να σκάψει, όμως στο τέλος της μέρας τα χώματα ξαναέπεφταν στο ορυχείο και χαλούσαν την προσπάθεια.

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μελέτησε, επίσης, πολύ καλά και το εγχειρίδιο με τίτλο «Πώς να βεβαιωθείτε ότι ο χρυσός που βρήκατε είναι καλής ποιότητας», που συνέταξαν κάποιοι ικανοί νεοφιλελεύθεροι χρυσωρύχοι πριν δέκα χρόνια και κάτι, στη Μπολόνια της Ιταλίας.

Αποφασισμένοι, λοιπόν, και εξοπλισμένοι με τα ακονισμένα και ανθεκτικά εργαλεία τους, άρχισαν να σκάβουν. Μαζί τους έσκαψαν και οι λοιπές «υπεύθυνες» δυνάμεις της μνημονιακής νομιμότητας (ΛΑ.Ο.Σ και Δημοκρατική Συμμαχία), ενώ και η ΝΔ συνέδραμε την προσπάθεια, προκειμένου να δει να πραγματώνεται αυτό που και η ίδια είχε ονειρευτεί πριν από μερικά χρόνια.

Ας είμαστε ειλικρινείς: σε μια συγκυρία που η αστική τάξη προσπαθεί να σφιχταγκαλιάσει όσο ποτέ το πανεπιστήμιο ως τον δικό της -και μάλιστα περιούσιο- ιδεολογικό μηχανισμό, κανένα κόμμα του αστικού συνασπισμού εξουσίας δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ή να σφυρίζει αδιάφορα.

Ξεκινώντας το σκάψιμο, αρχικά βρήκαν μεγάλες ποσότητες από ένα μέταλλο με ονομασία «πτυχία με αξία». Πολύτιμο μέταλλο για πάρα πολλούς - τι να κάνουμε όμως που οι χρήσεις του (βλ. συλλογικές συμβάσεις εργασίας, συλλογική κατοχύρωση επαγγελματικών δικαιωμάτων) είχαν καταργηθεί;

Στο σωρό, λοιπόν, μαζί με τα άχρηστα χώματα… Παρακάτω συνάντησαν το πασίγνωστο «δημόσιος και δωρεάν χαρακτήρας» και άλλα παρεμφερή, όπως το προσφιλές «φοιτητική μέριμνα». Βρήκαν επίσης πολύτιμα μέταλλα, αλλά εδώ μιλάμε για χρυσό - με μπακίρια θα ασχολούμαστε; Άσε που αν θες το χρυσό, θα πρέπει να πληρώσεις. Καπιταλισμό έχουμε.

Αυτά που ξέραμε να τα ξεχάσουμε: τώρα μιλάνε οι αγορές! Στις παρυφές του ορυχείου βρέθηκε κι ένα τρίτο μετάλλευμα, το περιβόητο «δημοκρατικός χαρακτήρας του πανεπιστημίου-άσυλο», ή «συνδιοίκηση», για τους ανθρώπους της πιάτσας. Το πρόβλημα με αυτό ήταν ότι γλιστρούσε πολύ κι έτσι τα μηχανήματα εξόρυξης (βλ. ιδιωτική πρωτοβουλία, εταιρίες κλπ) δεν μπορούσαν να στερεωθούν και να ξεκινήσουν τη δουλειά. Το τελευταίο αυτό μετάλλευμα, λοιπόν, παρουσιάστηκε από το υπουργείο ως το πιο μαύρο και πιο αποκρουστικό απ’ όλα, ώστε να ξεκινήσει μια κουβέντα για το χρώμα του -που άλλοι το έβλεπαν μαύρο, άλλοι σκούρο καφέ κι άλλοι μπορντοροδοκόκκινο-, κι όχι για τα μηχανήματα της εταιρείας που γλιστρούσαν. Έπειτα απ’ όλη αυτή τη διαδικασία για να εντοπίσουν τον ανόθευτο χρυσό του Πανεπιστημίου και να απομακρύνουν τα μιάσματα, είχε έρθει η ώρα να αρχίσουν την εξόρυξη. Κανείς όμως δεν ήταν σίγουρος ότι αυτή όντως θα ξεκινούσε…

Αν το παραπάνω ήταν μια φανταστική ιστορία, θα τελείωνε, πιστέψτε με, με εξέγερση των μεταλλωρύχων και πάλη μέχρι την τελική νίκη - όπως αυτή πριν ογδόντα χρόνια στο Harlem County των ΗΠΑ, που μας χάρισε το αιώνιο union song «Which side are you on?».

Και στη σημερινή πραγματικότητα ο καθένας πρέπει να διαλέξει πλευρά. Οι απόψεις, ωστόσο, για το ποιες είναι οι πλευρές διίστανται. Το υπουργείο έσπευσε να τις κατηγοριοποιήσει ως «το παλιό και το νέο», βάζοντας το ίδιο και τους συμμάχους του στη δεύτερη κατηγορία. Όλοι οι υπόλοιποι ανήκουν αυτόματα στην πρώτη κι έτσι, πολύ εύκολα, τσουβαλιάζονται άνθρωποι, αντιλήψεις, συλλογικότητες και πρακτικές, ενώ πάνω στο τσουβάλι μπορεί να μπει φαρδιά πλατιά η ετικέτα με το όνομα της συντεχνίας και τον κλάδο προέλευσής της. Παλιά τους τέχνη κόσκινο…
Δυστυχώς γι’ αυτούς, όμως, ο ψευδής αυτός διαχωρισμός δεν φαίνεται να εκφράζει τους φοιτητές, που μαζικά και αποφασιστικά παίρνουν το δρόμο του αγώνα μ’ ένα ριζικά διαφορετικό σκεπτικό. Το σκεπτικό αυτό θέτει στο στόχαστρο την κρισιμότερη διαδικασία που εκτυλίσσεται αυτή τη στιγμή στην ελληνική κοινωνία: τη διαδικασία υποτίμησης της αξίας της εργασίας. Μετά τις απολύσεις, τις περικοπές, τη διάλυση κάθε εργασιακού δικαιώματος και την εκτίναξη της ανεργίας, έρχεται η κυβέρνηση να βάλει το καπάκι σε μια πολιτική, οι απαρχές της οποίας πάνε πολύ πιο πίσω από το ξεκίνημα της κρίσης. Το καπάκι θα αποτρέπει τυχόν διαφυγές σε ένα ξεκάθαρα προσδιορισμένο μέλλον για τη νεολαία, καθώς στο εξής η υποτίμηση θα ξεκινά από τα ίδια τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ της χώρας, για να μπορέσει να λειτουργήσει με ταχύτερους ρυθμούς ο μύλος της εκμετάλλευσης.

Οι απόφοιτοι θα εισέρχονται όσο το δυνατό πιο ανίσχυροι κι αδύναμοι στην αγορά εργασίας, με καρικατούρες πτυχίων-αθροίσματα πιστωτικών μονάδων. Όσοι ταυτόχρονα θα δουλεύουν μάλλον θα πρέπει να το ξεχάσουν κι αυτό, ενώ ένας μέσος μισθός μάλλον δε θα είναι αρκετός για μια οικογένεια να σπουδάσει το παιδί της. Τα παραπάνω σημαίνουν ότι το πραγματικό δίλημμα για τη νεολαία δεν είναι η επιλογή ανάμεσα σε κάτι νέο ή κάτι παλιό.
Είναι η επιλογή ανάμεσα στο αν θα συνεχίσει να έχει μέλλον ή όχι. Οι χαμένες γενιές έχουν κι ένα μεγάλο πλεονέκτημα: τα παίζουν όλα για όλα γιατί δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Χαμένες είναι έτσι κι αλλιώς. Έτσι συμβαίνει και με τη σημερινή γενιά. Έχει ήδη διαβεί το Ρουβίκωνά της.

Πλέον δεν συμβιβάζεται με τίποτα λιγότερο από τα πάντα. Αφήνει πίσω τις λογικές και πρακτικές απάθειας και συμβιβασμού (λέγετέ μας ΠΑΣΠ και ΔΑΠ) και ενώνεται με τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα που πλήττονται. Χτίζει με όλους αυτούς μια «συντεχνία» του αντιστεκόμενου λαού τόσο πλατιά, που κανείς δεν μπορεί να τη χαρακτηρίσει ως τέτοια. Κοιτάζει κατάματα την κυβέρνηση και ζητά την ανατροπή των πολιτικών αυτών που τις έχουν κλέψει το μέλλον.

Δεν αγωνίζεται για να διαφυλάξει ένα ένδοξο Πανεπιστήμιο του παρελθόντος: αγωνίζεται για να ανατρέψει το άδοξο που μέλλον που της ετοίμασαν.

Ναι, οι νεοφιλελεύθεροι αγαπάνε το πανεπιστήμιο. Το αγαπάνε, βέβαια, όταν αυτό βρίσκεται στο δικό τους κόσμο, τον κόσμο της αγοράς και του κέρδους. Το φοβούνται, όμως, όταν ανήκει στα χέρια αυτών που χτίζουν έναν άλλο κόσμο. Τον κόσμο των αναγκών, τον κόσμο της αξιοπρέπειας και της αλληλεγγύης. Το δικό μας κόσμο.