Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Τα καλοκαιριάτικα απογεύματα των παιδικών μου χρόνων είναι γεμάτα , εκτός από τα τραγούδια των τζιτζίκων , και από το ατέλειωτο και μονότονο «κράκα-κράκα-κρακ» των μαγγανοπήγαδων του Νέου Κόσμου και του Ψυχικού της Σπάρτης . Στο Ν. Κόσμο είχε φωλιάσει (σ’ ένα χαμόσπιτο από πλίθρες) ο πατέρας μου και η μάνα μου , σαν ήρθαν εδώ, ζευγάρι πια , για να βρουν την τύχη τους , η οποία –φευ- είχε μετοικήσει γι’ αλλού , μόνο που αυτοί δεν το ήξεραν και την καρτερούσαν . Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία . Γιατί τούτη δω είναι μια ιστορία μόνο για μαγγανοπήγαδα .

Τότε , το περιβόλι , ο κήπος και ο μπαξές ήταν ανάγκη ζωής για τους νοικοκυραίους που βασίζονταν , κύρια , στη σπιτική οικονομία . Μόνο που τούτα δω τα δέντρα και τα φυτά ήθελαν νερό μπόλικο , και τόσο νερό μόνο από τα πηγάδια μπορούσαν να βγάλουν στον τόπο αυτό . Υπήρχαν , λοιπόν , πολλά πηγάδια στην περιοχή , τα οποία πότιζαν με το νερό τους (μέσα από τους δρόμους των αυλακιών) κάθε τι που «διψούσε» σ’ αυτήν την αραιοκατοικημένη , τότε , μα καταπράσινη και πανέμορφη περιοχή στα νοτιοανατολικά της Σπάρτης .

Αν έπαιρνες στο κατόπι το «τραγούδι» ενός μαγγανοπήγαδου , μπορεί να έφτανες , ας πούμε , στο μαγγανοπήγαδο του Βασιλάκου , δίπλα σ’ ένα σπίτι παλιό από πλίθρες , με κεραμίδια παλιακά κι ένα ξύλινο χαγιάτι στο νοτιά , έξω ακριβώς από τη μάντρα του νεκροταφείου του Αη – Γιώργη , στη νοτιοδυτική γωνία . Το πρώτο που έβλεπες σαν έφτανες κοντά ήταν ένα συμπαθές τετράποδο (γαϊδούρι , μουλάρι ή άλογο) που με τα μάτια κλεισμένα στο πλάι με τις κλάπες (παρωπίδες) για να μη ζαλίζεται , γύριζε αργά – αργά και σταθερά γύρω από το πηγάδι . Το ζώο ήταν δεμένο με τριχιές από τη λαιμαργιά του μ’ ένα ξύλινο δοκάρι , το οποίο με τη σειρά του ήταν περασμένο στην κορφή του μαγγανιού , του μηχανισμού , δηλαδή , που έβγαζε το νερό απ’ το πηγάδι .

Το μαγγάνι ήταν ένα σύστημα από δυο μεγάλα οδοντωτά γρανάζια , ένα οριζόντιο κι ένα κάθετο , που τα δόντια τους ήταν σε συμπλοκή . Το ζώο , γυρίζοντας το ξύλο , έβαζε σε κίνηση έναν κάθετο σιδερένιο άξονα , ο οποίος γύριζε το οριζόντιο γρανάζι , αυτό γύριζε το κάθετο γρανάζι κι εκείνο έβαζε - με τη σειρά του - σε κίνηση ένα κυκλικό σύστημα με μεταλλικούς κουβάδες , που έφτανε ο καθένας στον πάτο του πηγαδιού , γέμιζε με νερό, έφτανε ύστερα επάνω , άδειαζε το νερό σε μια τσιμεντένια δεξαμενή κι από κει , μέσα από το αυλάκι , το νερό , έπαιρνε το δρόμο του για τα δέντρα και τα κηπευτικά . Όλη αυτή η κίνηση του μαγγανιού δημιουργούσε εκείνον τον χαρακτηριστικό ήχο που δέθηκε τόσο πολύ με τα απογεύματα των παλιών καλοκαιριών , ενώ πάντα κοντά στο μαγγανοπήγαδο βρισκόταν κι ένας άντρας ή μια γυναίκα με μια βέργα στο χέρι ή ένα καμουτσί ή μια βουκέντρα , για να αναγκάζει το καημένο το ζο να ξεκινάει όταν , κουρασμένο και ζαλισμένο απ’ τις ατέλειωτες στροφές , έστεκε λιγουλάκι για να ξαποστάσει .

Κι εσύ στεκόσουν με το στόμα ανοιχτό , σαν χάνος , μπροστά στο μαγγανοπήγαδο και πάσχιζες να καταλάβεις πώς ένα ταπεινό γαϊδουράκι κατάφερνε , γυρίζοντας γύρω-γύρω, να βγάζει νερό απ’ τα σπλάχνα της γης και να δίνει ζωή στα δέντρα και σ’ όλες τις πρασινάδες . Κοίταζες τον κύκλο με τους κουβάδες που κατέβαιναν αδειανοί και ανέβαιναν γιομάτοι και νόμιζες πως ένας γίγαντας καλόγερος , καθισμένος στην άκρη του πηγαδιού , γύριζε μέσα στη φούχτα του το μακρύ του κομποσκοίνι , ονοματίζοντας ευχές και προσευχές για τη Ζωή των Ανθρώπων και για τον Παράδεισο της Γης . Το κρύο νερό γαργάριζε μέσα στο αυλάκι κι εσύ ένιωθες την ανάγκη (και το ’κανες) να βουλιάξεις μέσα του τα ξυπόλητα πόδια σου και να γίνεις , κι εσύ , ένα διψασμένο δεντράκι του περιβολιού που έπαιρνε ζωή απ’ το νερό της Γης . Πέρα μακρύτερα , άκουγες να αχολογούν οι τσάπες των νοικοκυραίων που αυγάταιναν και βάθαιναν τα αυλάκια για να πάει το τρεχούμενο νερό απ’ το μαγγανοπήγαδο στον προορισμό του . Και μύριζε το βρεμένο χώμα κι αναστέναζε σβήνοντας τη δίψα του και τα δέντρα και τα κηπευτικά ανασάλευαν ζωηρά και πλήθος μαμούδια της γης και πουλάκια τ’ ουρανού έσβηναν τη δίψα τους στο νεράκι , που ένα ταπεινό ζο έβγαζε με κόπο και κούραση και αγώνα από τα σπλάχνα της γης και γέμιζε η πλάση από το μονότονο τραγούδι του μαγγανοπήγαδου : «κράκα –κράκα – κρακ , κράκα – κράκα – κρακ…»!

Κι ο ήλιος έπαιρνε να βασιλέψει και γέμιζε με κόκκινο φως τον ουρανό και τα λιγοστά συννεφάκια πάνω απ’ τον Ταΰγετο κι έπεφτε αυτό το στερνό της ημέρας «αντίο» μέσα στο νερό του μαγγανοπήγαδου κι έσπαζε σε χίλια κομμάτια και το ’παιρνε το νερό και το πήγαινε στα δέντρα , στα κηπευτικά και στις πρασινάδες για να καληνυχτιστούν από τον πατέρα τους τον ήλιο . Κι όταν η νύχτα άρχιζε να απλώνει παντού το σεντόνι της το μαύρο με κεντημένα πάνω του τ’ άστρα και τη σελήνη , σταματούσε το μαγγανοπήγαδο το τραγούδι του κι έλυναν απ’ τα δεσμά το γαϊδουράκι , το πότιζαν απ’ το νερό που έβγαλε με τον ιδρώτα και την αξιοσύνη του και μετά το πήγαιναν στο στάβλο να φάει μια στάλα σανό και να ξαποστάσει , γιατί αύριο πάλι «γύρω-γύρω» στο μαγγανοπήγαδο . Και οι άνθρωποι του μόχθου πήγαιναν κι εκείνοι να ησυχάσουν , να φάνε μια μπουκιά ψωμί με μια ντομάτα χαραχτή , μια χούφτα ελιές κι ένα αγγουράκι σπυραλατιστό και να πιούνε και μια μποτίλια κρασί εκεί στο χαγιάτι καταντίκρυ στον Παράδεισο . Ακούγανε τα βατράχια , τους γρύλλους και τους γκιώνηδες να πιάνουν το τραγούδι της νύχτας κι έβγαινε αβίαστα απ’ το «πηγάδι» της ψυχής τους το τραγούδι :

«Σαν το μαγγανοπήγαδο

τούτος ο κόσμος μοιάζει•

οντέ γεμίζει ο γης γουβάς

ο διπλανός αδειάζει.»

Μετά αργοσηκωνόντανε και πήγαιναν να γείρουν στο προσκεφάλι κάνοντας το Σταυρό τους μπροστά στο εικόνισμα και στο αναμμένο καντήλι της κάμαρης , ευχαριστώντας το Θεό και την Παναγία που τους αξίωσε ΚΑΙ τούτη την ημέρα να γευτούν τις μικρές-μεγάλες χαρές της ζωής , που απλόχερα έχει σκορπίσει η Χάρη Τους πάνω στη γη . Ησύχαζαν μαζί και οι «κάτοικοι» του Αη-Γιώργη μέσα στα μαρμάρινα κάτασπρα σπίτια τους και περίμεναν την άλλη μέρα το μαγγανοπήγαδο του Βασιλάκου να τους ξυπνήσει για λίγο απ’ τον αιώνιο ύπνο τους και να πάρουν κι αυτοί , οι καημένοι , μια μυρουδιά από τη Ζωή που είχαν αποχαιρετήσει για πάντα .

Γύριζες κι εσύ ο ονειροπαρμένος γαβριάς στο σπίτι κι έπιανες κάτω απ’ τη λάμπα του πετρελαίου το παλιό αναγνωστάρι και διάβαζες για χιλιοστή φορά κείνο το πεζοτράγουδο του Ζαχαρία Παπαντωνίου , για ένα κουρασμένο απ’ τη ζωή κόκκινο άλογο που ζεμένο σ’ όλη του τη ζωή στο μαγγανοπήγαδο , με μάτια κλειστά , μπόρεσε να φανταστεί και να «ζήσει» όλες τις ομορφιές του κόσμου :

«Στην αγορά του Σαββάτου τ' άλογα που ήταν για πούλημα μιλούσαν κάτου απ’ τη λεύκα για τη ζωή τους. Κι ένα κόκκινο άλογο , κουρασμένο , με το κεφάλι χαμηλά , τους διηγιόταν τα θαυμάσια των ταξιδιών του.

Κάμπους απέραντους στο λιοπύρι εδιάβηκε , δασωμένες ρεματιές με κελαηδιστό νερό το ξεκούρασαν . Σε παρθένα χιόνια βυθίστηκαν τα πέταλά του —από θύελλες μαστιγώθηκε , σε λαμπρές φωτιές εστέγνωσε— στη ζέστη παχνιών αρχοντικών κοιμήθηκεν ύπνο βαθύ . Για τον καβαλάρη του μιλούσεν ώρα πολλή και για τις πολιτείες που τον χαιρετούσαν από μακριά με τους θόλους των και τα καμπαναριά των...

— Παράξενο ! του είπαν . Έτσι άρρωστο και κοκαλιάρικο δοκίμασες τέτοιες δόξες;

— Είν' αλήθεια , είπε τ' άλογο , πως σ' όλη μου τη ζωή με δεμένα τα μάτια γύριζα μαγκανοπήγαδο . Μα ο Θεός ήξερε να τιμωρήσει τον άνθρωπο που με σκλάβωσε - χαρίζοντάς μου τη φαντασία .»

Τώρα , όλα χάθηκαν μαζί με τους ανθρώπους που λάτρευαν τη γη .

Το μαγγανοπήγαδο έμεινε ένα παλιοσίδερο μέσα στη σιωπή , ένα σβημένο χαμόγελο, κρυμμένο μέσα σε ροδιές, λωτιές , πορτοκαλιές και κληματαριές , που έχουν θρασέψει απ’ τα χρόνια χωρίς καμιά φροντίδα από χέρι ανθρώπινο και χωρίς στάλα νερό απ’ το πηγάδι που χάσκει ακόμα δίπλα τους με το βάθος του γεμάτο λησμονημένο νερό . Σώπασαν και τα βατράχια του Ευρώτα και οι γκιώνηδες και οι γρύλλοι , άνθρωπο δεν ακούς να τραγουδά στην ερημιά , ακόμα και το φως του ήλιου , στο βασίλεμά του , φαίνεται να έχει ξεθωριάσει . Ετσι σβήνει και χάνεται κάθε ωραίο σ´ αυτό τον κόσμο ! Το σπίτι το παλιό του Βασιλάκου με τα καφετιά κεραμίδια και το ξύλινο χαγιάτι γκρέμισε κι εκείνο ! Μόνο κάτι σκόρπια , σπασμένα κεραμίδια ένα γύρω απ’ το μαγγανοπήγαδο έμειναν να θυμίζουν πως κάποτε έζησαν εκεί άνθρωποι .

Σκόρπια σπασμένα κεραμίδια απ’ το σπίτι της Ζωής μας !

«Ένα τραγούδι μας πέστε το μαζί μας

μαγγανοπήγαδο είν' η ζωή μας

Σήμερα κι αύριο, ούτε που αλλάζουν

μαγγανοπήγαδο οι μέρες μοιάζουν»