Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Πώς τα κατάφερνε εκείνο το ζευγάρι των διάσημων καλλιτεχνών που, συχνά – πυκνά, δείχνανε τα «πρωινάδικα» στην τηλεόραση; Πάντα μαζί, πάντα αγκαλιασμένοι, πάντα να κοιτάζονται με λατρεία στα μάτια, πάντα χαμογελαστοί να ανταλλάσσουν λέξεις τρυφερές, πάντα να λένε για τη «γεμάτη» και τόσο αρμονική ζωή τους!!! Κάθε φορά σαν να ήταν η πρώτη φορά.

Κι η Μαρία, η νοικοκυρά με τα τρία παιδιά, βυθισμένη στον καναπέ, να τρώει τα νύχια της από ζήλεια. Έτσι ήτανε, θυμόταν, κι ο Νίκος της κάποτε. Αρραβώνες; Θεά την είχε. Μετά το γάμο; Τι «αγάπες» … τι «λατρεία»: «Μη, αγάπη μου, μην κουράζεσαι. ΕΓΩ θα σκουπίσω. Μαζί, καρδούλα μου, θα πλύνουμε τα πιάτα …μαζί …μαζί … μαζί … ΟΛΑ μαζί»! Τηλέφωνο την έπαιρνε από τη δουλειά για να της πει: «Σ’ αγαπώ». Λουλούδια της έφερνε και σοκολατάκια χωρίς να υπάρχει κάποια γιορτή ή επέτειος. Αγουροξυπνημένη και αναμαλλιασμένη την έβλεπε το πρωί και της έλεγε «άγγελέ μου». Γυρνούσε από τη σκάλα φεύγοντας για τη δουλειά για να της δώσει ένα ακόμα φιλί, μια ακόμα αγκαλιά. Θυμόταν πάντα τα γενέθλιά της και της έκανε δώρα ακριβά. Και στη «γιορτή των ερωτευμένων» της έφερνε πάντα ένα αρκουδάκι με μια καρδούλα.

Ασυναίσθητα η Μαρία κοίταξε τα αρκουδάκια που ’χε φυλαγμένα πάνω στο κομοδίνο της. Τέσσερα αρκουδάκια για είκοσι χρόνια γάμου!!! Βλέπεις, μετά τα τέσσερα χρόνια γάμου, τα αρκουδάκια σταμάτησαν να έρχονται. Ξέχασαν τη διεύθυνση. Μαζί σταμάτησαν και οι «εκπλήξεις» αγάπης. «Δεν είναι αυτά για μας, τώρα», της έλεγε ο Νίκος. Να βοηθήσει στις δουλειές; Ούτε λόγος. Τώρα, ακόμα και τα παπούτσια και τις κάλτσες και τα ρούχα του μάζευε από τα πατώματα και τους καναπέδες. Τα γενέθλιά της τα θυμόταν πάντα το καλοκαίρι. Η Μαρία είχε γεννηθεί Φλεβάρη!!! «Βρεεεε !!!» της έλεγε γελώντας . «Πάλι τα ξεχάσαμε τα γενέθλιά σου»!!!

Στο σπίτι ερχόταν πια για φαγητό (όχι πάντα) , για ύπνο (όχι πάντα), για να πλυθεί, να ξυριστεί και να αρωματιστεί (όχι πάντα), για να φορέσει καθαρά και σιδερωμένα ρούχα και γυαλισμένα παπούτσια ΠΑΝΤΑ, για να αναθέσει στη Μαρία τη διεκπεραίωση υποχρεώσεων ΠΑΝΤΑ.

«Οι δουλειές» έλεγε σαν δικαιολογία, «η παρέα» έλεγε, «τα επαγγελματικά ραντεβού» έλεγε, το «έμπλεξα» έλεγε … Κι η Μαρία … νοικοκυριό, παιδιά, ψώνια, υποχρεώσεις …

Καμιά φορά πήγαινε η Μαρία, η νοικοκυρά με τα τρία παιδιά, ν’ ανοίξει στην καρδιά της ένα παράθυρο στο όνειρο. Μα το ξανάκλεινε αμέσως. «ΔΕΝ πρέπει» έλεγε. «Δεν μου ταιριάζει. Δεν θα γίνω κι εγώ ίδια». Καμιά φορά, ακόμα, σκεφτότανε να χωρίσει. Όμως την έσβηνε τη σκέψη αμέσως . Οι αρχές της από παιδί και το «επάγγελμα οικιακά» είχαν γίνει θηλιά και βραχνάς στη ζωή της.

Θυμήθηκε κάτι που είχε γράψει, παλιά, σ’ ένα νεανικό λεύκωμα :

«Αγάπη είναι μια ψυχή που κατοικεί σε δυο σώματα» .

Δυστυχώς, τώρα , έβλεπε πως αυτή η ψυχή είχε δραπετεύσει ΚΑΙ απ’ τα δυο σώματα. Εκτός κι αν δεν είχε, ποτέ, κατοικήσει σ’ αυτά.

Με την ανάποδη του χεριού της σκούπισε η Μαρία τα δακρυσμένα μάτια της. Ξάπλωσε στον καναπέ, μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση. Τα παιδιά τα είχε κοιμίσει από νωρίς. Σκεπάστηκε με μια κουβέρτα. Κρύωνε. Κοίταξε το ρολόι του τοίχου. Μία μετά τα μεσάνυχτα. ΜΟΝΗ για ένα βράδυ ακόμα. ΜΟΝΗ για πάντα.

Καληνύχτα αρκουδάκια. Καληνύχτα …ζωή.