Το παραμύθι του πατέρα

Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος
Κάθε που έρχονται Χριστούγεννα , ο νεογέννητος Χριστός , πριν ακόμα πάρει τα δικά μας τα «δώρα» μας φέρνει , πρώτος εκείνος , τα δικά Του . Και πρώτο και καλύτερο δώρο μέσα σ’ όλα τ’ άλλα είναι μια νέα καρδιά για τον καθένα . Εκείνη την καρδιά που έχει σκληρύνει κι είχε γεμίσει αγκάθια από το περπάτημά της , όλη τη χρονιά , στο κακοτράχαλο καλντερίμι της ζωής , τη μαλακώνει ο Χριστός την καθαρίζει και μας την ξαναδίνει πίσω τόσο μαλακή και αγνή , σαν το κερί της μέλισσας που το ζεσταίνεις και μετά μπορείς να το πλάσεις όπως εσύ θέλεις . Και με μια τέτοια μαλακή , εύπλαστη και καθαρή καρδιά , γίνεσαι ένα μικρό παιδί , όπως εκείνα που μακάρισε κάποτε ο Χριστός και είπε : Αφήστε τα παιδιά να έλθουν κοντά μου , μην τα εμποδίζετε . Σ' όσους μοιάζουν με τα παιδιά ανήκει ή Βασιλεία των Ουρανών , ή Βασιλεία του Θεού.
Και σαν παιδάκι , πια , με τη νέα καρδιά σου , ψάχνεις στο δάσος με τις θύμησες , να βρεις εκείνους τους δικούς σου που λείπουν από τη ζωή . Και κάνει ο νεογέννητος Χριστούλης και πάντα τους βρίσκεις . Εκεί στο σκοτεινό δάσος που πλανιέσαι και λες «πάω …χάθηκα … αλλοίμονό μου» βλέπεις μακριά ένα φωτάκι και βρίσκεις μονοπάτι και σιμώνεις και φτάνεις σ’ ένα σπιτάκι όμορφο με κήπο και λουλούδια και βασιλικά και ξύλινα παράθυρα και πόρτα χαμηλή και κεραμίδια παλιά και μια καμινάδα που καπνίζει κι ανοίγεις την πόρτα χωρίς να χτυπήσεις (ποτέ την πόρτα αυτή δεν θα τη βρεις κλειδωμένη) και μπαίνεις και βλέπεις εκεί στο χειμωνιάτικο , γύρω από το αναμμένο τζάκι , όλους εκείνους τους αγαπημένους που φύγανε στον ουρανό , να ’χουνε απλωμένες τις παλάμες τους στη φωτιά και να ζεσταίνονται και να μιλάνε σα να μη φύγανε ποτέ από τη γη . Κι όταν σε βλέπουνε να μπαίνεις τρέχουνε και σ’ αγκαλιάζουνε και σε καταφιλάνε και σε παίρνουν απ’ το χέρι και σε πάνε κοντά στο τζάκι και σε καθίζουνε στα γόνατά τους κι αρχίζουνε να σου λένε παραμύθια γλυκά για να κάνουνε τ’ αχειλάκι σου να γελάσει και να κυλήσει βάλσαμο μες στην ψυχή σου και να γιατρευτεί .
Έτσι τους βρήκα κι εγώ , μαζεμένους , τούτο το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων κι όταν χορτάσαμε κλάμα κι αγάπη κι αγκαλιές , ήτανε ο πατεράκος μου που άρχισε να λέει το φετινό παραμύθι κι ήτανε εκείνο το ίδιο παραμύθι που μας έλεγε , κάποτε , στα τρία αδέρφια , γύρω από το τζάκι , στο σπίτι μας το παλιό , και το ζούσε και ανεβοκατέβαζε και χρωμάτιζε τη φωνή και κούναγε τα χέρια του και ζωντάνευε το παραμύθι τόσο που αναρωτιόμαστε πού έβρισκε τέτοια δύναμη και υπομονή ο πατεράκος μας (από το πρωί ως το βράδυ στη σκληρή δουλειά) να μας λέει τόσο ωραία παραμύθια δίπλα στο τζάκι . Μόνο σαν μεγαλώσαμε καταλάβαμε πως η δύναμη και η απαντοχή του ήτανε η αγάπη , αυτή που μας άφησε μοναδική του κληρονομιά . Κι όταν αργά το βράδυ κουκουλωνόμαστε κάτω από τα βαριά στρωσίδια , αφήνοντας τα κούτσουρα να καίνε στο τζάκι «για να ζεσταίνεται ο νεογέννητος Χριστούλης» (κατά πώς έλεγε η μάνα μας) βλέπαμε στα όνειρά μας το παραμύθι του πατέρα να ζωντανεύει , έτσι όπως , καλή ώρα , ζωντάνεψε κι απόψε .
- Έλα , πατέρα , ξαναπέστο μας το παραμύθι . Όσες φορές κι αν μας το λες πάντα είναι σαν να το ακούμε για πρώτη φορά :
«Ήτανε μια φορά κι ένα καιρό μια μάνα που είχε ένα κορίτσι. Όταν ήρθε ο καιρός να παντρευτεί το κορίτσι , η μάνα του βρήκε ένα καλό παιδί και κάνανε και τους αρρεβώνες . Ένα βράδυ εκεί που τρώγανε και οι τρεις , τέλειωσε το κρασί .
-Άντε, κόρη μου , πήγαινε στο κατώι και βάλε απ’ το βαρέλι λίγο κρασί ακόμα να δώσουμε στο γαμπρό , είπε η μάνα.
Πρόθυμο το κορίτσι κατέβηκε στο κατώι να πάρει κρασί από το βαρέλι . Καθώς έσκυψε να βγάλει κρασί , βλέπει πάνω από το βαρέλι, , σ’ ένα καρφί , κρεμασμένο ένα τσεκούρι .
-Ποπό ! Τι θα πάθω ! Αλλοίμονό μου ! αρχίζει να κλαίει το κορίτσι . Θα παντρευτώ , θα κάνω ένα γιο , θα τόνε βαφτίσω Γιάννη , θα ’ρθει ο Γιάννης να βγάλει κρασί απ’ το βαγένι , θα πέσει το τσεκούρι και θα τον σκοτώσει . Ποπό ! Τι συμφορά. ! Γιάννη μου σε χάνω…. Έτσι φώναζε και έκλαιγε .
Επειδή αργούσε να γυρίσει η κόρη απ’ το κατώι , κουράστηκε να την περιμένει η μάνα της και λέει μέσα της : «Δεν πάω να δω τι κάνει κάτω η προκομμένη» ; Κατεβαίνει στο κατώι , βλέπει την κόρη της να κλαίει , βλέπει και το τσεκούρι , βάζει κι αυτή τα κλάματα.
-Αχ ! Εγγονέ μου Γιάννη , αχ σε χάνω…
Ο γαμπρός περίμενε - περίμενε στο τραπέζι , αλλά δε φαινότανε ούτε η αρραβωνιάρα ούτε η πεθερά . «Ας πάω να δω τι πάθανε» , λέει , και κατεβαίνει στο κελάρι . Τις βρίσκει και τις δυο να κλαίνε τον αγέννητο Γιάννη .
-Καλά … πιο χαζές γυναίκες δεν έχω ξαναδεί , λέει - τότε - θυμωμένος ο νέος . Θα πάρω τα μάτια μου , θα φύγω σε ξένη χώρα . Άμα βρω άλλη γυναίκα πιο χαζή από σένα , λέει στην αρραβωνιστικιά του , τότε θα γυρίσω να σε παντρευτώ . Αλλιώτικα να μη με περιμένεις .
Έτσι είπε κι έτσι έκανε . Την άλλη μέρα - κιόλας - πήρε το δισάκι του κι έφυγε για την ξένη χώρα .
Έφτασε σ’ ένα χωριό . Ήτανε Κυριακή πρωί και είδε έξω από την εκκλησία πολύ κόσμο .
-Τι πάθατε και στεκόσαστε εδώ , ρε παιδιά ; Ρώτησε.
-Τι να πάθουμε , ξένε μου ! Μεγάλη συμφορά μας βρήκε . Ξεκινήσαμε να κάνουμε ένα γάμο , αλλά η νύφη είναι ψηλή και δεν χωράει να περάσει τη χαμηλή πόρτα της εκκλησιάς .
Έβαλε τα γέλια ο νέος .
-Τι θα μου δώσετε να την περάσω εγώ τη νύφη ;
-Μπορείς ;
-Μπορώ .
-Θα σου δώσουμε χίλια χρυσά φλουριά και όλα τα διαμαντικά μας , είπε ο πατέρας της νύφης .
Μόλις συμφώνησαν , πάει ο νέος πίσω από τη νύφη που στεκότανε μπροστά στην πόρτα της εκκλησιάς και της δίνει μια δυνατή καρπαζιά στο κεφάλι . «Ωχ!!!» κάνει η νύφη και σκύβει . Της δίνει τότε και μια σπρωξιά και την περνάει κάτω από τη χαμηλή πόρτα της εκκλησίας . Ύστερα , αφού έγινε ο γάμος , το παλικάρι παίρνει τα χρυσά φλουριά και τα διαμάντια και φεύγει ευχαριστημένος , που βρήκε ανθρώπους πιο χαζούς από την αρραβωνιαστικιά του.
Περπάτησε πολύ και μετά από μέρες έφτασε σε ένα άλλο χωριό . Είχε νυχτώσει όταν έφτασε στην μέση του χωριού . Εκεί είδε κόσμο μαζεμένο γύρω από ένα πηγάδι .
-Τι συμβαίνει εδώ , ρε παιδιά ; ρωτάει
-Άσε , ξένε ! Μας βρήκε μεγάλη συμφορά .
-Τι συμφορά σας βρήκε καψορίζικοι ;
-Να ! Έπεσε το φεγγάρι μέσα στο πηγάδι και τώρα προσπαθούμε να το ψαρέψουμε , είπε ένας χωριάτης και ετοίμασε ένα μεγάλο αγκίστρι για να ψαρέψει το φεγγάρι .
«Κοίτα , ρε , πράμα … υπάρχουν και πιο χαζοί άνθρωποι από την αρραβωνιαστικιά μου !» σκέφτηκε ο νέος και πήγε στο πιο κάτω χωριό .
Στο έμπα του χωριού συνάντησε μια γυναίκα που τράβαγε μια αγελάδα με ένα σκοινί . Το ζώο περπατούσε με το ζόρι και ο νέος , περίεργος όπως ήταν , ρώτησε τη γυναίκα .
-Πού πας , θεία , την αγελάδα ;
-Να τη βοσκήσω , γιέ μου .
-Και γιατί την τραβάς έτσι ; Δε θέλει η ίδια να βοσκήσει ;
-Πώς δε θέλει ; Θέλει και παραθέλει . Μόνο που βαριέται να ανέβει τη σκάλα .
- Τι πράμα ; Ποια σκάλα ;
- Να ! Πάνω στη σκεπή του σπιτιού έχουνε φυτρώσει μερικές αγριάδες και θέλω να ανεβάσω το ζώο να τις φάει . Και αυτό να χορτάσει και οι αγριάδες να καταστραφούν, είπε η γυναίκα.
Όταν το άκουσε αυτό ο νέος κατάλαβε ότι ο κόσμος είναι γεμάτος χαζούς και βιάστηκε να γυρίσει στο χωριό του για να παντρευτεί την αρραβωνιαστικιά του .
«Στο κάτω - κάτω της γραφής , παρηγοριότανε μόνος του , υπάρχουν και χαζότεροι».