Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Μέσα στη μαύρη νύχτα της τουρκικής σκλαβιάς, στα 1775, γεννήθηκε στο χωριό Μάραθο των Αγράφων, ένα χωριό γαντζωμένο από αιώνες στη ρίζα ενός αγέρωχου βράχου, ο Αντώνης Μακρυγιάννης, πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του κλέφτη Γιάννη Μακρυγιάννη και της Αρετής, κόρης του ξακουστού κλεφτοκαπετάνιου των Αγράφων Βασίλη Δίπλα.

Τσοπάνης από μικρό, ο Αντώνης, έπεσε, νέος, 25 χρόνων, στα χέρια των Τούρκων που τον έβαλαν στη φάλαγγα και τον σάπισαν στο ξύλο. Αυτή ήτανε η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της υπομονής του Αντώνη και πήρε την απόφαση να βγει κλέφτης στα βουνά . Τόλεγε και το ξανάλεγε στη μάνα του:

-Δε τη σηκώνω άλλο, μάνα, τούτη τη παλιοζωή. Θα πάω να γίνω κλέφτης.

Κι η μάνα του η κακομοίρα, που τόσα βάσανα είχε δει και είχε ζήσει, με δάκρυα στα μάτια του ’λεγε και τον παρακαλούσε:

-Όχι , Αντώνη μου. Κάτσ’ Αντώνη μου κοντά μου. Κάτσ’ Αντώνη μου.

Κι απ’ το πολύ το: «κάτσ’ Αντώνη … κάτσ’ Αντώνη … κάτσ’ Αντώνη …» του κόλλησαν το παρατσούκλι «Κατσαντώνης» με το οποίο έμεινε Αθάνατος στην Ιστορία .

Όλα τα παρακάλια, όμως , της μάνας του, δεν στάθηκαν ικανά να αλλάξουν τη γνώμη του Αντώνη. Βγήκε στο κλαρί για ν’ ανασάνει λεύτερο αέρα και να πολεμήσει την Τουρκιά, πλάι στον θείο και νουνό του, τον ξακουσμένο Κλέφτη και Καπετάνιο, Βασίλη Δίπλα.

Πέρασαν κάμποσα χρόνια και ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων έπιασε τους γονιούς και τ’ αδέρφια του Κατσαντώνη (μόνο ένα αγόρι το μικρότερο, ο Γιώργης, γλίτωσε) και τους έριξε στα φριχτά μπουντρούμια εκεί στα Γιάννενα. Τη μάνα του, μισοπεθαμένη από τους παιδεμούς και τα βασανιστήρια την έριξε στη λίμνη και την έπνιξε. Το ίδιο ξέκανε και τους άλλους της οικογένειάς του με βασανιστήρια.

Σαν έμαθε ο Κατσαντώνης τα μαύρα μαντάτα, πήγε στο έρημα, πια, σπίτι του, εκεί στο χωριό, πήρε στα χέρια τη ρόκα της μάνας του και , σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του σαν να ήτανε η ίδια , έκλαιγε και μονολογούσε:

«Μανούλα μου, τον άδικο χαμό σου θα μου τον πληρώσουνε οι Αρβανιτάδες. Το σπαθί μου θα το ματώνω πάντα με το αίμα τους. Στ’ ορκίζομαι , μανούλα μου, στην άγια σου ψυχούλα, να μην αφήσω Τούρκο κι Αρβανίτη σε χλωρό κλαρί. Σ’ ορκίζομαι, η θύμησή σου, γκόλφι μου (φυλαχτό) να γίνει και ν’ ακριβοπληρώσουνε το θάνατό σου…»

Και πράγματι: Από κείνη τη στιγμή, έγινε ο Κατσαντώνης ο φόβος και ο τρόμος των Τουρκών και των Αρβανιτάδων, στα Άγραφα , στον Βάλτο , στο Ξηρόμερο και σε άλλες περιοχές. Όπως έγραψε ο ιστορικός Δημήτριος Φωτιάδης , το κλέφτικο σώμα του Κατσαντώνη ήτανε μια «Στρατιωτική Ακαδημία του Κλεφτοπολέμου», καθώς από το ασκέρι του πέρασαν ονομαστοί κλέφτες καπεταναίοι όπως: ο Γιώργος Χασιώτης, ο Κώστας Λεπενιώτης, ο Δήμος Τσέλιος, ο Γιώργος Τσόγκας, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης κ.ά..

Κι ο Λαός, ο τυραγνισμένος και ανήμπορος , πήρε ανάσα κι έλαβε απαντοχή, ακούγοντας τα κατορθώματα του Κατσαντώνη κι έφτιαξε τραγούδια για τον πρωτοκλέφτη, τον περήφανο Αϊτό των Αγράφων:

«Βγήκεν Αντώνης στα Άγραφα

Αντώνη Κατσαντώνη

γιε μ' , να μάσει παληκάρια

Αντώνη Κατσαντώνη .

Τα μάζεψε τα μέτρησε

γιε μ' , ισά με τρεις χιλιάδες

κι έκατσε και τα ορμήνεψε

γιε μ' , σαν μάνα σαν πατέρας:

Τούρκοι να μην περάσουν

γιε μ' , Άγραφα και Τζουμέρκα

Αντώνη Κατσαντώνη».

Λύσσαξε ο Αλή Πασάς . Δεν μπορούσε να το χωνέψει ότι αλώνιζε στα βουνά γύρω από τα Γιάννενα ο Κατσαντώνης . Έφτιαξε , λοιπόν , στα 1807 , ένα μεγάλο ασκέρι με αρχηγό (μπουλούκμπαση) τον Βελή Γκέκα , έναν από τους στρατηγούς του , και τους ξαμπόλησε να του φέρουνε στον ντορβά το κεφάλι του Κατσαντώνη .

Κάποια στιγμή συναντήθηκαν οι Τούρκοι με τους κλέφτες του Κατσαντώνη στο βουνό Προσηλιάκο , που έχει ύψος 1864μ. , ανάμεσα στα χωριά Μάραθος (Μύρεσι) και Άγραφα κι άρχισε ο πόλεμος . Κι εδώ έγινε κάτι που θυμίζει στιγμές από τον Τρωικό Πόλεμο του Ομήρου , όταν οι Ήρωες έβγαιναν μπροστά , για να μονομαχήσουν με τους αρχηγούς των αντιπάλων :

Βγήκε , λοιπόν , καταπρόσωπο στον Βεληγκέκα ο Κατσαντώνης και του φώναξε :

-Βεληγκέκα στάσου . Μην το κουνήσεις βήμα μπροστύτερα .

Γέλασε ο Βεληγκέκας και πήγε να σηκώσει την μπιστόλα του , σίγουρος ότι έφτασε το τέλος πρωτοκλέφτη . Πιο γρήγορος , όμως , και πιο ικανός ο Κατσαντώνης πυροβόλησε πρώτος με το καριοφίλι του .

-Μπω λε λε !!! Μη βρας , Γκιαούρ ! (Αχ ! Μ’ έφαγες Γκιαούρη!) , πρόλαβε να φωνάξει ο Βεληγκέκας και σωριάστηκε στο χώμα νεκρός , μέσα στα αίματα .

Τρομοκρατημένοι τα «μάζεψαν» οι Τουρκαρβανίτες και όπου φύγει-φύγει για τα Γιάννενα , αφήνοντας στον τόπο της μάχης πολλούς νεκρούς .

Βούιξε όλη η Ελλάδα , σαν μαθεύτηκε η νίκη του Κατσαντώνη και ο ξολοθρεμός του Βεληγκέκα και φρύαξε ο Αλή Πασάς . Κι ο Λαός μας κι άλλα τραγούδια έβγαλε για τον Κατσαντώνη και τη μονομαχία του με τον Βεληγκέκα :

«Βγήκε Αντώνης σ’ τα Άγραφα, με τον Καραγιαννάκη.

Πήρανε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα βιλαέτια.

Γράφουν και στέλλουν μια γραφή, σ’ αυτόν τον Βέλη - Γκέκα.

- Σ’ εσέ Βελή Ντερβέναγα, ρεντσάλι του βεζύρη.

Εύγα να πολεμήσωμε, ψηλά σ’ το Προσηλιάκο,

να ‘δης τα κλέφτικα σπαθιά, τα κλέφτικα ντούφεκια.

Κι’ ο Βελή - Γκέκας τ’ άκουσε, βαρύ του κακοφάνη.

Και το ασκέρι τ’ έμασε κι’ επάνω τους πηγαίνει.

Και ‘πιάσανε τον πόλεμο, τρεις ώρας με την ώρα.

Τον Βέλη - Γκέκα σκότωσαν, και τρεις μπουλούκ - πασάδες...»

***

«Στις δεκαπέντε του Μαγιού, στις είκοσι απ’ τον άλλο,

ο Βέλη - Γκέκας τρώει ψωμί σ΄ενός παπά το σπίτι.

Παπαδοπούλα τον κερνά σ’ έν’ ασημένιο τάσι.

Κι’ ο Κατσαντώνης φώναξε από ψηλή ραχούλα:

- Έλα Βελή μ’ να σμίξουμε να μετρηθούμ‘ αντάμα.

- Τσαούση μ’ πάρε το ψωμί και κάνε το ταΐνια

κι’ εγώ θα πάω σα’ μπροστά να πιάσω το ντούφεκι.

- Που πάς Βελή μου, κι΄ έρχεσαι, σαν την παληογελάδα;

Τρεις ντουφεκιές του έρριξε και στην καρδιά τον παίρνει».

***

«Αυτού που πάς μαύρο πουλί και μαύρο χελιδόνι,

χαιρέτα μας την κλεφτουριά, κι’ αυτόν τον Κατσαντώνη.

Πές του να κάτσει φρόνιμα, τ’ ασκέρι να συνάξει,

δεν ειν’ ο περσινός καιρός, κι’ ο φετινός χειμώνας.

Φέτος θα γίνει πόλεμος. Μας ήρθ’ ο Βεληγκέκας,

ζητάει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ξακουσμένα.

Κι’ ο Κατσαντώνης το’ μαθε και το σπαθί του ζώνει,

το Βελιγκέκα καρτερεί, στη βρύση τον σκοτώνει».

Μετά τη νίκη του αυτή ο Κατσαντώνης είχε γίνει το μεγαλύτερο όνομα της Κλεφτουργιάς . Τον κάλεσαν οι Ρώσοι να τόνε κάνουνε Αξιωματικό στα ρώσικα στρατεύματα της Επτανήσου . Ο Κατσαντώνης αρνήθηκε , αφού θεωρούσε πιο αναγκαία για τον αγώνα της Πατρίδας την παρουσία του στ’ Άγραφα . Τον κάλεσε κι ο Ιωάννης Καποδίστριας (προύχοντας της Επτανήσου τότε) στη Λευκάδα , στη λεγόμενη «Συνέλευση των Κλεφταρματολών», αναγνωρίζοντας τον Κατσαντώνη ως Γενικό Αρχηγό των Κλεφτών στη Δυτική Ελλάδα , προκειμένου να σώσουν τη Λευκάδα από την απληστία του Αλή Πασά . Δυο νικηφόρες μάχες με το στρατό του Αλή Πασά έδωσε ο Κατσαντώνης με τα παλικάρια του πηγαίνοντας στη Λευκάδα : Τη μία στο Γεφύρι του Μανώλη με 1.500 Τουρκαλβανούς και την άλλη στις Γούστρες Ξηρομέρου με δυο χιλιάδες . Όταν έφτασαν στη Λευκάδα (Αγία Μαύρα τη λέγανε τότε) ο Κατσαντώνης έγινε δεκτός με τιμές από τον ίδιο τον Καποδίστρια , τον στρατηγό Παπαδόπουλο , τον μητροπολίτη Ιγνάτιο , τον Κολοκοτρώνη , τον Νικηταρά , τον Δ. Καραΐσκο (πατέρα του Γ. Καραϊσκάκη ), τον Βαρνακιώτη , τον Βλαχάβα , τους Σουλιώτες και πολλούς άλλους καπεταναίους . Ο κόσμος έτρεχε κοντά του να τον περιεργαστεί , να τον θαυμάσει και να τον αποθεώσει . Εκεί στη «Συνέλευση των Κλεφταρματωλών» της Λευκάδας , ο Κατσαντώνης ορκίσθηκε να εργαστεί υπέρ της Παλιγγενεσίας , αποδείχνοντας την εθνική του συνείδηση , και δέχθηκε , χωρίς εγωισμούς και φιλαρχίες , να ταχθεί υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Επιστρέφοντας από τη Λευκάδα στα Άγραφα ο Κατσαντώνης , αφού έδωσε μια ακόμα μεγάλη νικηφόρα μάχη με τους Τούρκους του Χασάν Μπελούση στη Σπινάσα των Αγράφων (σημερινό χωριό Νεράιδα ) κατάπεσε , το καλοκαίρι του 1808 , από την αρρώστια της ευλογιάς που τον βασάνιζε . Παρά τις προσπάθειες του γιατρού του, του Θανάση Ντουφεκιά , η κατάσταση του χειροτέρευε και γι’ αυτό αναγκάστηκε να αποσυρθεί στο σπήλαιο Φούρκα της Ευρυτανίας , στο χωριό «Μοναστηράκι» των Αγράφων , σε μια άγρια και δυσπρόσιτη περιοχή . Εκεί έμεινε με το γιατρό του τον Ντουφεκιά , τον αδερφό του τον Χασιώτη και 5 παλικάρια του, αφού τους υπόλοιπους κλέφτες τους έστειλε σε άλλο μπουλούκι .

Ο τόπος , όμως , που κρυβόταν ο άρρωστος Κατσαντώνης προδόθηκε στον Αλή Πασά από κάποιον καλόγερο με το όνομα Καρδερίνης . Τότε, ο Αλή Πασάς έστειλε τον έμπιστό του μουχουρντάρη (=σφραγιδοφύλακα) Άγο Βαστάρη με 800 άνδρες να τον συλλάβει .

Εκείνο το πρωί , ο Κατσαντώνης , που (κατά πώς συνήθιζε) είχε σηκωθεί με το πρώτο χάραμα , άρχισε να διηγιέται στον αδερφό του Γιώργο Χασιώτη , πως είδε στο όνειρό του ότι πέρναγε ένα θολό και ματωμένο ποτάμι , αλλά «πέρα δεν επέρασε». Λέει το δημοτικό τραγούδι :

«Απόψε είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν,

θολό ποτάμι απέρναγα, θολό κατεβασμένο,

και πέρα δεν απέρασα και δώθε δεν εβγήκα,

Μόν’ πήρα τον κατήφορο στη μέση του ποτάμι.

Ξηγάτε παλικάρια μου, ξηγάτε τ’ όνειρό μου».

Κι άλλο :

«Για σήκω Κατσαντώνη μου, για σήκω καπετάνιο,

γιατί Τουρκιά μας πλάκωσε, μας έχουν προδομένους.

- Παιδιά μου, μη παιδεύεστε, μη χάνετε τα βόλια.

Απόψ’ είδα στον ύπνο μου, είδα και στ’ όνειρό μου,

θολό ποτάμι διάβαινα, θολό, κατεβασμένο,

ουδέ και πέρα διάβηκα, ούτε και δώθε βγήκα

και μου ’πεσε το φέσι μου, κι η χούφτ’ απ’ το σπαθί μου».

Κι ήρθε η στιγμή που δήλησε το όνειρο . Βρήκανε οι Τούρκοι τη σπηλιά κι άρχισε το ντουφεκίδι .

-Σκότωσέ με , αδερφέ ! Πάρε το κεφάλι μου και φύγε να γλιτώσεις , παρακαλεί ο Κατσαντώνης τον αδερφό του .

-Δε σε παρατάω , αδερφέ μου , αποκρίνεται ο Χασιώτης . Αντάμα θα πεθάνουμε, κι’ αντάμα θα χαθούμε.

-Ανάθεμα την παλιαρρώστια που μ’ έκανε κουφάρι , αναστενάζει ο Κατσαντώνης , αλλιώς θα ‘δειχνα στους παλιότουρκους το πώς με λένε.

Πάνω στη μάχη αρπάζει ο Χασιώτης τον ανήμπορο Κατσαντώνη στον ώμο , κάνει ηρωική έξοδο και ροβολάει στη χαράδρα κάτω από τη σπηλιά . Μετά από πολύωρη καταδίωξη πληγώνεται ο Χασιώτης στο πόδι από ντουφεκιά , τους «κλείνουνε» οι Τούρκοι και καταφέρνουνε να τους πιάσουνε ζωντανούς . Τους δένουνε και ξεκινάνε για τα` Γιάννενα .

Για τούτη εδώ τη συγκλονιστική στιγμή , που οι Τούρκοι πάνε δεμένο στον Αλή Πασά το Ξεφτέρι της Κλεφτουργιάς , τον Αντώνη Κατσαντώνη , ο Λαός μας έφτιαξε δημοτικά τραγούδια που δεν υπάρχει καρδιά ελληνική να μην κλάψει και να μην σπαράξει στο άκουσμά τους . Είναι ο θρήνος του Πρωτοκλέφτη που αποχαιρετάει , για πάντα , τα αγαπημένα του βουνά και τα λημέρια , αυτά που γίνανε τα Κάστρα της Λευτεριάς και της περηφάνιας του :

«Αχ , έχετε γεια, ψηλά βουνά,

κι εσείς κοντές ραχούλες

γεια σου , Κατσαντώνη μου,

κι εσείς κοντές ραχούλες

γεια σου , καπετάνιε μου.

Αχ , Σούλι , Τζουμέρκα κι Άγραφα ,

παλικαριών λημέρια ,

γεια σου , Κατσαντώνη μου,

παλικαριών λημέρια

γεια σου , καπετάνιε μου.

Αχ , τον Κατσαντώνη πιάσανε,

στα Γιάννενα τον πάνε , αχ τον πάνε,

γεια σου , Κατσαντώνη μου,

στα Γιάννενα τον πάνε , αχ τον πάνε,

γεια σου , καπετάνιε μου.»

Κι άλλο :

«Αν δήτε τη γυναίκα μου, αν δήτε και το γιό μου*,

ειπέτε τους πως μ’ έπιασαν με προδοσιά κι’ απάτη.

Αρρωστημένο μ’ ηύρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα,

ωσάν μωρό στην κούνια του, στα σπάργανα δεμένο,

τ’ ασκέρια που πολέμαγα και πάντα τα νικούσα.

Τρομάρα το τουφέκι μου και φρίκη το σπαθί μου».

Κι άλλο :

«Το μάθατε τι γίνηκε ψηλά στο Μοναστήρι;

Τον Κατσαντώνη πιάσανε και παν να τον κρεμάσουν.

Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από πίσω,

κι’ αυτός κοντοστεκότανε και στους αγάδες λέει:

Τούρκοι, κρατάτε τ’ άλογα, για να τηράξω πίσω,

να χαιρετήσω τα βουνά, τα έρημα λημέρια,

για να σουρίξω κλέφτικα, καθώς σουράνε οι κλέφτες,

μπας και μ’ ακούσουν τα παιδιά, Τσόγκας και Λεπενιώτης,

να βγούν μπροστά στο Μέτσοβο, μπέλκε και με γλιτώσουν».

Κι άλλο :

«Βαστάτε, Τούρκοι, τ’ άλογα, λίγου να ξανασάνω

να χαιρετίσω τα βουνά κι τις ψηλές ραχούλες,

να χαιρετίσω τις πλαγιές, τις δροσερές βρυσούλες.

Και σεις Τζουμέρκα κι Άγραφα παλικαριών λημέρια,

εγώ σας έχω μαρτυριά, εσείς να μολογάτε,

τους Τούρκους πως πολέμαγα κι πάντα τους νικούσα.

Ν’ αφήσω διάτα στα παιδιά, σ’ αυτόν το Λεπενιώτη,

φωτιά να βάλλει στ’ Αγραφα, σ’ αυτό το Μοναστήρι,

να κάψει τον καλόγηρο που πρόδωσε εμένα.»

Φτάσανε , κάποτε , στα Γιάννενα κι ο Αλή Πασάς , αφού πρώτα τους έριξε στα σκοτεινά μπουντρούμια διάταξε να τους πάνε στον ιστορικό πλάτανο που χρόνια και καιρούς ποτιζότανε από το αίμα των σκλαβωμένων Ελλήνων και να τους αλυσοδέσουνε εκεί . Με μια σπαθιά κόψανε το κεφάλι του Χασιώτη . Όμως του Κατσαντώνη θέλανε να του δώσουνε θάνατο μαρτυρικό , για τον πόλεμο που τόσα χρόνια τους είχε κάνει . Διάταξε , λοιπόν , ο Αλή Πασάς να του σπάσουνε τα κόκαλα ένα - ένα . Ήτανε κι αυτός ένας από τους πολλούς μαρτυρικούς τρόπους που είχανε βρει οι Τούρκοι για να σκοτώνουνε τους Έλληνες , ιδιαίτερα την Κεφτουργιά , όταν κάποιος Κλέφτης έπεφτε στα χέρια τους . Βάζανε ένα «γύφτο» (σιδερά) και με ένα βαρύ σφυρί χτύπαγε αργά και βασανιστικά το σώμα των κρατούμενων πάνω στο αμόνι , σπάζοντάς τους τα κόκαλα , μέχρι να πεθάνουν .

Γράφει ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης στο συγκλονιστικό ποίημά του , για τις τελευταίες μαρτυρικές στιγμές του Ήρωα Αντώνη Κατσαντώνη :

Εσείς όπου τον είδετε ψηλά στα κορφοβούνια,

σταυραϊτοί και πέρδικες, ξυφτέρια, χελιδόνια,

ελάτε να του στήσετε τραγούδι μοιρολόγι.

Τον Κατσαντώνη πιάσανε, κλάψτε πουλιά μου, κλάψτε.

(…)

Δυο γύφτοι τον εστρώσανε δεμένονε στ’ αμόνι

κι αρχίσανε με το σφυρί να τονε πελεκάνε.

Σκλήθρες πετάν τα κόκαλα, σκορπάνε τα μελούδια·

νεύρα, κομμένα κρέατα σέρνονται σαν ξεσκλίδια,

και κειος τηράει τον ουρανό και γλυκοτραγουδάει:

- Χτυπάτε, πελεκάτε με,

σκυλιά, τον Κατσαντώνη

δεν τον τρομάζει Αλήπασας,

φωτιά, σφυρί κι αμόνι.

Μιαν ώρα πελεκούσανε, τα χέρια τους δειλιάζουν,

οι γύφτοι βαρεθήκανε και το λαιμό του κόβουν.

Ανοιγοκλούσ’ ο λάρυγγας, μαύρο πετά το γαίμα

και μες στον κόκκινό του αφρό, μες στη βραχνή γαργάρα

μισοκομμέν’ ακούονται του τραγουδιού τα λόγια:

Χτυπάτε, πελεκάτε με,

σκυλιά, τον Κατσαντώνη

δεν τον τρομάζει Αλήπασας,

φωτιά, σφυρί κι αμόνι.

Ο πλάτανος, σαν ένιωσε στη ρίζα του το γαίμα,

αλαίμαργα το ρούφηξε να μη το πιει το χώμα,

κι εστοίχειωσε κι εθέριεψε κι άπλωσε τα κλωνάρια

τόσο χοντρά κι ατάραγα και τόσο φουντωμένα,

που τα ’βλεπ’ ο Αλήπασας τη νύχτα στ’ όνειρό του

κι εφώναζε κι ελάμπαζε μην έλθ’ εκείν’ η μέρα

που τα κλαριά του πλάτανου την Πόλη θα πλακώσουν.

Η παράδοση θέλει τον Κατσαντώνη κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου του να τραγουδά περήφανα , ώστε να μη δείχνει τον πόνο του ενώ τον σκληρό Τουρκαλβανό Άγο Βαστάρη που αιχμαλώτισε τον Κατσαντώνη , τον εκδικήθηκε ο Σουλιώτης Μάρκος Μπότσαρης σκοτώνοντάς τον με τα ίδια του τα χέρια στη μάχη του Κεφαλόβρυσου Καρπενησίου στα 1823 .

Ο Κατσαντώνης αγαπήθηκε από το Λαό όσο κανείς άλλος αγωνιστής του ’21 . Γι’ αυτό και ο θρύλος του , τα κατορθώματά του και το μαρτυρικό του τέλος για χάρη της πολυπόθητης Λευτεριάς έμειναν ζωντανά όχι μόνο στα Αγραφιώτικα βουνά αλλά και στη λαϊκή θύμηση και τέχνη . Εκτός από τη λεβεντιά , την αξιοσύνη του και τα πολεμικά του κατορθώματα , το γεγονός ότι έμεινε απροσκύνητος μέχρι το τέλος , ότι δεν υποχώρησε ποτέ , δεν συνδιαλέχθηκε με την εξουσία και δεν πήρε ποτέ αρματολίκι , τον έκανε ξεχωριστό στη λαϊκή συνείδηση . Εκατό χρόνια μετά τον θάνατό του , ένας γέροντας απ’ το Κεράσοβο , εκμυστηρεύτηκε στον λαογράφο Δ. Λουκόπουλο τον σχετικό λαϊκό θρύλο :

«Κάποιοι εἶπαν πώς ἕνας ἀϊτός πέταξε ἀπό πάνω καί πῆρε στά νύχια του τόν Ἀντώνη καί τό Χασιώτη καί τούς πῆγε στά οὐράνια, γιατί ἀγωνίστηκαν γιά νά φέρουν τό Ρωμέϊκο. Κεῖνοι ἦταν σωστοί κλέφτες»

Για πολλά – πολλά χρόνια , μετά την απελευθέρωση , στις παραστάσεις του κοσμαγάπητου Καραγκιόζη , η πιο παλιά και πιο αγαπητή στον κόσμο παράσταση ήταν το έργο : «Ο ήρωας των Αγράφων, Κατσαντώνης» . Όταν στο τέλος της παράστασης , οι Τούρκοι κι ο Αλή Πασάς , βγάζανε στη σκηνή , αλυσοδεμένο , τον Κατσαντώνη , τον βάζανε πάνω στο αμόνι και ο γύφτος άρχιζε να τόνε πελεκά με το σφυρί , οι θεατές από κάτω ξεσηκώνονταν . Βρίζανε , φτύνανε και μουντζώνανε τους Τούρκους , πετάγανε πέτρες και καρέκλες πάνω στον μπερντέ και μερικοί , μάλιστα , βγάνανε τις κουμπούρες απ’ τα σελάχια και πυροβολάγανε . Κι όταν στο τέλος της παράστασης ο Κατσαντώνης ξεψύχαγε και γινότανε η «αποθέωση» , δηλαδή , κατέβαινε Άγγελος Κυρίου από ψηλά κι έπαιρνε την ψυχή του Ήρωα στους ουρανούς , κλαίγανε με μαύρο δάκρυ κι αναφιλητά όλοι οι θεατές , άντρες , γυναίκες και παιδιά , νέοι και γέροι .

Στον καιρό του Κατσαντώνη δεν είχε γίνει ακόμα η Επανάσταση και το μεγαλειώδες και ανεπανάληπτο σύνθημα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ» δεν είχε ακόμα ακουστεί ούτε είχε γραφτεί πουθενά . Όμως έκαιγε σαν φωτιά στις καρδιές των Ελλήνων στα 400 χρόνια της σκλαβιάς και ήτανε αυτό που κράτησε όρθιο τον Ελληνισμό . Πολλοί λαοί βγάλανε κατά καιρούς συνθήματα σε καιρούς επαναστάσεων και πολέμων . Όλα μείνανε λόγια κούφια και νοήματα κενά . Μόνο τούτο το σύνθημα των Ελλήνων «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ» έγινε πράξη ζωής και υπογράφτηκε με το αίμα τους . Κι ο Κατσαντώνης ήταν ένας από τους πολλούς Μάρτυρες που έβαλαν φαρδιά πλατιά την υπογραφή τους κάτω απ’ αυτό .

Ελάχιστο χρέος δικό μας , σήμερα , είναι να γνωρίζουμε πως το δέντρο της Λευτεριάς κάτω από το οποίο βρίσκουμε απάγκιο έχει ποτιστεί με το αίμα των παλιών Ελλήνων και πως αυτούς τους Έλληνες , όπως τον Κατσαντώνη , πρέπει εμείς να τους τιμάμε με έργα και όχι με λόγια και να κρατάμε , πάντα , το καντηλάκι της μνήμης τους αναμμένο στη ζωή μας , στο νου και την καρδιά μας . Κι επιτέλους : Ας ξαναγυρίσουνε οι Ήρωες του ’21 στα βιβλία του ελληνικού σχολείου , απ’ όπου έχουν εξοριστεί εδώ και πολλές 10ετίες , για να αποκτήσουν και πάλι πρότυπα ζωής τα Ελληνόπουλα .

Ας είναι αιωνία η μνήμη των Ηρώων μας . Ας είναι αιωνία η μνήμη του Κατσαντώνη, του Σταυραετού των Αγράφων και της Λευτεριάς .

«Όσο με θάβουνε, εγώ θα φυτρώνω»