Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Σε λίγο οι σειρήνες του πολέμου στην Ουκρανία θα σιγήσουν, όμως οι συναγερμοί έκτακτης ανάγκης θα εξακολουθούν να ηχούν και να τρομάζουν αποκαλύπτοντας τη μόνιμη πανδημία που σταθερά εξαπλώνεται μεταξύ των ανθρώπων. Πριν από λίγες μέρες ένας άστεγος άφησε την τελευταία του πνοή από το κρύο στο κέντρο της μεγάλης μας πόλης. Ήταν ένας από τους χιλιάδες νεκρούς που είχαν κατασκηνώσει στα χαλάσματα, κατακλύσει τα πεζοδρόμια και τρέφονταν από τους κάδους και τα περιορισμένα δημοτικά και εκκλησιαστικά συσσίτια. Πρόκειται για εκφάνσεις της εξαθλίωσης, που συνειδητά οι υπεύθυνοι συντηρούν, αναπαράγουν και φροντίζουν, ώστε η φρίκη των εικόνων να πιστοποιεί τις τεράστιες διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, των εύστροφων, των έξυπνων, των ανώτερων απέναντι στους μειονεκτικούς, τους ανόητους, τους κατώτερους. Η κατάσταση αυτή συνέχεια οξύνεται και δεν φαίνεται κανένας θεσμός να έχει τη βούληση να αντιμετωπίσει ριζικά και με σοβαρότητα το πρόβλημα του κοινωνικού αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης, όπου οι ανάσες επιβραδύνονται και οι κινήσεις είναι συγκρατημένες, άτονες και ασταθείς.

Το σύγχρονο κράτος, αποστασιοποιημένο από τις έννοιες της πρόνοιας, της υποστήριξης και της βοήθειας, καθοδηγούμενο από τους πιλότους των ευτραφών, προσπερνά αδιάφορο από τις μισοπεθαμένες σάρκες των φανερών-αφανών γυρίζει αντίθετα το κεφάλι του κλείνοντας με το χέρι τα ρουθούνια του, για να μην μολυνθεί από τη δυσοσμία των παράσιτων.

Ο προνομιούχος, ο εκλεκτός του πολιτικού και οικονομικού ελιτισμού, αστός, κυνικός και αόμματος, αναίσθητος και ανάλγητος, πρόσκαιρα κατηφής και «συγκινημένος», αλλά ενδόμυχα ικανοποιημένος από την εικόνα των χαρτόκουτων, των κουρελιών, του λειωμένου και τρύπιου σκεπάσματος βγάζει με γρήγορες κινήσεις από την αριστερή του τσέπη το κέρμα και το ρίχνει στο πλαστικό. Η αυτο-ικανοποίηση ζωγραφίζεται αμέσως στο πρόσωπό του, αφού συνέβαλε και αυτός στην παράταση της ταλαιπωρίας και του πόνου και όχι στην εξάλειψή τους. Η υποκρισία καλυμμένη με τη μάσκα της αλαζονείας θρυμματίζει την ανθρώπινη ταυτότητα και ενισχύει την πεποίθηση ότι το τέρας κινείται, ζει και βασιλεύει μεταξύ των ανθρώπων.

Γράφω στο θεατρικό έργο «Ο κάδος ή Δεύτερη ευκαιρία» (Ιδιομορφή 2020):

«Πρόκειται για πραγματικές εικόνες πεζοδρομιακής εξορίας, εξάντλησης και απελπισίας, κατάληξη της πολιτικής υποκρισίας, της κοινωνικής αναλγησίας και της ηθικής απαξίωσης. Ο εκτοπισμός, πέρα από το στίγμα του αδύναμου, του ανίκανου και του πνευματικά ανάπηρου θεμελιώνει τη φρίκη από την τραγωδία και επενδύει με επιχρίσματα λέπρας, για να εμφυτεύσει στις συνειδήσεις την εκ γενετής διάκριση μεταξύ των ανθρώπων

(…)

Σύμφωνα με την Επιτροπή του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η Αθήνα συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πόλεις με τους περισσότερους άστεγους στον κόσμο (13η θέση). Μέχρι τα μέσα του 2015 οι άστεγοι στην Αθήνα έφταναν τους 17.720. (Στην πραγματικότητα ήταν περισσότεροι, αφού ήταν δύσκολη η καταγραφή τους.) Σε 40.000 τους είχε υπολογίσει, στο τέλος του 2017 η Feantsa (Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Εθνικών Οργανισμών) πανελλαδικά, κατά προσέγγιση – οι μισοί και πλέον στην Αττική».

Πώς μπορεί να χαρακτηριστούν οι κοινωνίες που χιλιάδες μέλη τους ζουν χωρίς φροντίδα, στοργή και τροφή, ανέστιοι και πένητες περιπλανώμενοι από τα παγκάκια στις γωνιές και στα κατώφλια κάτω από τα στέγαστρα στο έλεος του καιρού, χωρίς κράτος και πατρίδα; Αφυδατωμένες από τις πανανθρώπινες αξίες καθοδηγούμενες από τις αντιλήψεις και τις απαιτήσεις των λίγων προσπερνούν ψυχρά και αδιάφορα από τους κάδους αφήνοντας να χάνονται κάθε μέρα ψυχές πριν την ώρα τους. Στήριξη για την επαναφορά στη ζωή δεν υπάρχει, η δεύτερη ευκαιρία που είναι υποχρέωση και καθήκον της πολιτείας δεν δίνεται, λες και κάποιοι έχουν καθορίσει το χρόνο και τα τετραγωνικά της μη ύπαρξης, της μη ζωής. Πού είναι ο καλός Σαμαρείτης που έσκυψε στον ανήμπορο και πεινασμένο, του έδωσε τροφή και νερό και τον επανέφερε στη ζωή; Δυστυχώς, σήμερα συμπόνια και αλληλεγγύη δεν υπάρχουν. Κανείς δεν προσφέρει τροφή στους πεινασμένους, στέγη στους άστεγους, ρούχα στους ρακένδυτους. Τους αφήνουν στη μοίρα τους να εξασθενούν και να αργοπεθαίνουν θεωρώντας ότι έτσι πρέπει να γίνει, για να τιμωρηθούν οι άχρηστοι και οι ανίκανοι, αφού δεν φταίει το σύστημα των ανισοτήτων και της εκμετάλλευσης, παρά το κεφάλι τους.

Χωρίς αμφιβολία ζούμε σε μια άγρια κοινωνία, στην οποία όλοι είμαστε εικόνες της και γι’ αυτό της μοιάζουμε. Η ατομική ιδιοκτησία και γενικότερα η ιδιωτική συσσώρευση πλούτου παράγει και ενισχύει τις ανισότητες, την πλεονεξία και τα μίση και υποβάλει τους ανθρώπους, ώστε να ταυτίζονται με αυτό που έχουν και όχι με αυτό που είναι. «Το εφήμερο γίνεται πεπρωμένο» έγραφε ο Φρόιντ και, «Όσο υπάρχουν παιδιά που πεινάνε, Θεός δεν υπάρχει» ο Νίκος Καζαντζάκης. Όλοι οι άνθρωποι που πεινάνε θα έλεγα.

Αξίζει ένα μέρος από το άρθρο με τίτλο «Το αέτωμα» της Πέπης Ρηγοπούλου:

«Ξαπλωμένοι στο πεζοδρόμιο ένας πατέρας, νέος ακόμα, με δυο αγοράκια, ίσως δεκάχρονα, από τη μια και από την άλλη πλευρά. Δεν είναι ούτε ο πρώτος, ούτε ο δεύτερος ή ο τρίτος επαίτης, καθώς περπατάς από την πλατεία Μοναστηρακίου για να φτάσεις στην Ομόνοια. Τα τρία κορμιά με τον πατέρα στη μέση φτιάχνουν ένα τρίγωνο.

Το νέο αέτωμα του Παρθενώνα της εγκατάλειψης».

Από τις καθημερινές ειδήσεις που ούτε …λέγονται, ούτε προβάλλονται:

  • Άστεγος πέθανε από το κρύο.
  • Καταγγελία για ξυλοδαρμό άστεγου.
  • Επιχειρηματίας κατέληξε άστεγος.
  • Άστεγος βρέθηκε νεκρός σε βαγόνι του ΟΣΕ.
  • Διαμελίστηκε άστεγος από απορριμματοφόρο.

Ως πότε;

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις