ΚΟΣΜΟΣ. Η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Όρος Σινά, κτισμένη στις παρυφές του ιερού βουνού στην ομώνυμη χερσόνησο της Αιγύπτου, αποτελεί την παλαιότερη εν λειτουργία χριστιανική μονή στον κόσμο και έχει χαρακτηριστεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.

Η Μονή Σινά ιδρύθηκε επί του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού μεταξύ 527 και 565 μ.Χ., ώστε να περικλείσει το παρεκκλήσι της «Φλεγόμενης Βάτου», στο σημείο όπου, σύμφωνα με την παράδοση, ο Μωυσής είδε τον Θεό. Το παρεκκλήσι αυτό είχε οικοδομήσει νωρίτερα η Αγία Ελένη, μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η παλαιότερη ιστορική μαρτυρία για μοναστική παρουσία στην περιοχή ανάγεται στα έτη 381–384 μ.Χ.

Η Αγία Αικατερίνη

Η Μονή Σινά, που από τον 9ο αιώνα είναι γνωστό ως Μονή Αγίας Αικατερίνης, συνδέθηκε με τη Μεγαλομάρτυρα μέσω της παράδοσης ότι τα λείψανά της μεταφέρθηκαν θαυματουργικά εκεί. Το όνομα της μονής προέρχεται από την Αλεξανδρινή Αγία Αικατερίνη, χριστιανή μάρτυρα που σύμφωνα με τον μύθο καταδικάστηκε αρχικά σε θάνατο με τροχό.

Ωστόσο, όταν τα φρικτά βασανιστήρια δεν κατάφεραν να την σκοτώσουν, αποκεφαλίστηκε. Λέγεται ότι κατά την εκτέλεσή της, αντί για αίμα, από το λαιμό της έτρεχε ένα υγρό που έμοιαζε με γάλα. Σύμφωνα με την παράδοση, άγγελοι μετέφεραν τα λείψανά της στο όρος Σινά. Κάποια στιγμή γύρω στο 800, τα ανακάλυψαν οι μοναχοί.

Μέχρι τον 7ο αιώνα, το μοναστήρι αντιμετώπιζε σοβαρή κρίση, κυρίως λόγω της αραβικής κυριαρχίας στην περιοχή. Σύμφωνα με μια πηγή, μέχρι το 808, ο αριθμός των μοναχών στο μοναστήρι είχε μειωθεί σε τριάντα και η χριστιανική ζωή στην περιοχή του Σινά είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Ωστόσο, το ίδιο το μοναστήρι άντεξε.

Αρχικά υπαγόταν στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και βρισκόταν εντός της επισκοπής Φαράν. Μετά την καθαίρεση του τοπικού επισκόπου το 681 μ.Χ. λόγω αιρετικών δοξασιών (μονοθελητισμός), η έδρα μεταφέρθηκε στο ίδιο το μοναστήρι. Ο ηγούμενος αναγορεύθηκε επίσκοπος, και όταν αργότερα ενώθηκε και η επισκοπή Ραΐθου, όλη η χριστιανική κοινότητα της Χερσονήσου του Σινά πέρασε υπό τη δικαιοδοσία του.

Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνώρισε την αυτονομία της Εκκλησίας του Όρους Σινά το 1575, κάτι που επιβεβαιώθηκε και το 1782 με Συγγίλιο του Πατριάρχη Γαβριήλ Δ'. Σήμερα, η Εκκλησία του Σινά, που περιλαμβάνει λίγους μοναχούς και αρκετές εκατοντάδες Βεδουίνους και ψαράδες, ηγείται από τον Αρχιεπίσκοπο Σινά, Φαράν και Ραϊθώ Δαμιανό, από τις 23 Δεκεμβρίου 1973.

Σύμφωνα με την παράδοση, οι πατέρες της μονής ζήτησαν την προστασία του ίδιου του Μωάμεθ, ο οποίος έβλεπε τους χριστιανούς ως αδελφούς εν τη πίστη. Ο Μωάμεθ αποδέχθηκε το αίτημα της μονής για ασυλία και έδωσε εντολή στους ακολούθους του να προστατεύσουν τους μοναχούς της Αγίας Αικατερίνης.

Το μοναστήρι θεωρείται ιερός τόπος τόσο για Χριστιανούς όσο και για Μουσουλμάνους και Εβραίους. Ενδεικτικό της διαθρησκειακής αναγνώρισης είναι η περίφημη «Διαθήκη του Μωάμεθ (Ahdname)», ένα έγγραφο προστασίας που παραχώρησε στους μοναχούς και φέρει το αποτύπωμα της παλάμης του, διαβεβαιώνοντας την ασφάλειά τους υπό μουσουλμανική εξουσία.

Κατά την περίοδο των Σταυροφοριών, η μονή αποτέλεσε πεδίο συνεργασίας και προστασίας τόσο από Βυζαντινούς αυτοκράτορες όσο και από τους ηγεμόνες του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ, παρόλο που οι σχέσεις μεταξύ Ορθοδόξων και Καθολικών ήταν ιδιαίτερα τεταμένες.

Η βιβλιοθήκη

Η βιβλιοθήκη της Μονής διατηρεί έναν πραγματικό θησαυρό αρχαίων κωδίκων και χειρογράφων, μια συλλογή που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη μετά τη Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Περιέχει ελληνικά, αραβικά, αρμενικά, εβραϊκά, γεωργιανά, συριακά κείμενα ανυπολόγιστης αξίας

Υπάρχουν ενδείξεις ότι χειρόγραφα έχουν γραφτεί στο Σινά από τον 7ο αιώνα. Τα πρώτα χειρόγραφα ήταν κείμενα πρακτικών οδηγιών, είτε για να χρησιμοποιηθούν σε θρησκευτικές λειτουργίες είτε για να εμπνεύσουν τους μοναχούς που ζούσαν στην περιοχή. Τα υλικά γραφής για τα χειρόγραφα μεταφέρθηκαν στο Σινά με μεγάλη δυσκολία.

Η φθορά των κειμένων από τη χρήση περιορίστηκε λόγω του ξηρού κλίματος. Χειρόγραφα σε έντεκα γλώσσες κοσμούν τα ράφια της βιβλιοθήκης, με τα κείμενα να είναι κυρίως ελληνικά. Ο διάσημος «Σιναϊτικός Κώδικας», που φυλασσόταν στη μονή έως τον 19ο αιώνα, βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο.

Σημαντικές συλλογές στα αραβικά, τα συριακά, τα χριστιανικά παλαιστινιακά αραμαϊκά, τα γεωργιανά και τα σλαβικά φυλάσσονται επίσης στη βιβλιοθήκη της Μονής της Αγίας Αικατερίνης. Υπάρχουν επίσης χειρόγραφα κλασικών ελληνικών κειμένων, ιδίως σημαντικών ιατρικών βιβλίων.

Ορισμένα από τα χειρόγραφα του Σινά είναι από μόνα τους θαυμάσια έργα τέχνης, με επίχρυσα γράμματα και υπέροχες εικονογραφήσεις, που δημιουργήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη τον 10ο, 11ο και 12ο αιώνα, όταν η πόλη βρισκόταν στο απόγειό της ως κέντρο πολιτισμού και χριστιανικής πίστης.

Εξίσου σπουδαία είναι και η συλλογή εικόνων, με τις παλαιότερες να χρονολογούνται από τον 5ο και 6ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία ηγούμενος ήταν ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος.

Τα παλίμψηστα

Τα παλαιότερα χειρόγραφα γράφονταν σε περγαμηνή από δέρματα ζώων που τεντώνονταν και λειαίνονταν, μια εξαιρετικά εξειδικευμένη και ακριβή τέχνη.

Αν ένας γραφέας χρειαζόταν να γράψει ένα κείμενο αλλά δεν υπήρχε διαθέσιμη περγαμηνή, μπορούσε να πάρει ένα χειρόγραφο που θεωρούνταν λιγότερο σημαντικό και να σβήσει το κείμενο, γράφοντας το νέο πάνω στο παλιό.

Αυτό το διπλά γραμμένο είδος έργου είναι γνωστό ως παλίμψηστο. Το Σινά ήταν αρκετά απομονωμένο από τον 7ο έως τον 11ο αιώνα, οπότε η επαναχρησιμοποίηση της περγαμηνής ήταν συχνά ο μόνος τρόπος για τη δημιουργία ενός νέου χειρογράφου.

Ωστόσο, συχνά επιβίωναν αμυδρά ίχνη των αρχικών κειμένων κάτω από τα μεταγενέστερα κείμενα. Σε πολλές περιπτώσεις, το αρχικό κείμενο παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους μελετητές σήμερα. Μέχρι στιγμής, έχουν βρεθεί 160 παλίμψηστα στη βιβλιοθήκη της Μονής της Αγίας Αικατερίνης.

Η Ιερά Μονή αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και λογοτεχνικού ενδιαφέροντος. Ο Γιώργος Θεοτοκάς την επισκέφθηκε το 1960 και κατέγραψε εντυπώσεις σε έργο που κυκλοφόρησε το 1961, περιγράφοντας το φυσικό τοπίο, την πνευματική ζωή και τις προσωπικότητες της μοναστικής κοινότητας. Ο χώρος αξιοποιείται και μυθοπλαστικά, όπως στο μυθιστόρημά του «Οι Καμπάνες», όπου ο ήρωας Κωστής Φιλομάτης βρίσκει τον θάνατο στο Όρος Σινά, σε μια πορεία πνευματικής υπέρβασης και αντίθεσης με τον σύγχρονο υλισμό.

Μετά την ισραηλινή εισβολή του 1967 και την επιστροφή της περιοχής στην Αίγυπτο το 1982, η μονή κλήθηκε να αντιμετωπίσει την πρόκληση της διατήρησης του αυθεντικού μοναστικού βίου εν μέσω μαζικού τουρισμού. Ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ επισκέφθηκε τη μονή στις 26 Φεβρουαρίου 2000, αναγνωρίζοντας την ιστορική και πνευματική της σημασία.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις