ΚΟΣΜΟΣ. Η επονομασθείσα Σφαγή του Λάντλοου υπήρξε μία από τις αιματηρότερες επιθέσεις της εργοδοσίας και του κράτους στο συνδικαλιστικό κίνημα των ΗΠΑ. Έλαβε χώρα στις 20 Απριλίου του 1914 στην πόλη Λάντλοου του Κολοράντο και ήταν το αποκορύφωμα της εργατικής καταπίεσης των 12.000 ανθρακωρύχων της περιοχής.

Η εργατική αναταραχή τα χρόνια που προηγήθηκαν του Α' Παγκοσμίου Πολέμου έλαβε αξιοσημείωτες διαστάσεις στις Δυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ. Όταν ένας συνδικαλιστής σκοτώθηκε το φθινόπωρο του 1913, οι εργαζόμενοι των ορυχείων CFI, που ανήκαν στην οικογένεια Ροκφέλερ, κατέβηκαν σε απεργία. Εκκένωσαν τους καταυλισμούς της επιχείρησης, όπου έμεναν, προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για τους χαμηλούς μισθούς και τις άθλιες συνθήκες εργασίας. Ο δείκτης θνησιμότητας για τους εργαζομένους της επιχείρησης ήταν διπλάσιος από τον εθνικό μέσο όρο.

Η απεργία προκάλεσε την άγρια αντίδραση της οικογένειας Ροκφέλερ. Προσέλαβε το Πρακτορείο Ντετέκτιβ «Μπάλντουιν-Φελτς», προκειμένου να τρομοκρατήσει τους απεργούς και τη συνδικαλιστική τους ηγεσία. Το Πρακτορείο είχε σπουδαία φήμη σ' όλη την Αμερική για την αποτελεσματικότητά του στην καταστολή απεργιών. Προμήθευσε την εργοδοσία με οπλισμένους φρουρούς, ελεύθερους σκοπευτές, πράκτορες, επαγγελματίες προβοκάτορες, ακόμη μ' ένα τεθωρακισμένο όχημα με πολυβόλο.

Οι επιθέσεις των ανθρώπων της εργοδοσίας ήταν καθημερινό φαινόμενο στις κατασκηνώσεις, που εν τω μεταξύ είχαν στήσει οι απεργοί. Στις 17 Οκτωβρίου 1913 ένας απεργός σκοτώθηκε και δύο παιδιά τραυματίσθηκαν από τους πολυβολισμούς του τεθωρακισμένου οχήματος. Η κατάσταση είχε φθάσει στο απροχώρητο με τους απεργούς να μην υποχωρούν. Στις 28 Οκτωβρίου ο κυβερνήτης του Κολοράντο, Ιλάιας Άμονς, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Απέστειλε την Εθνοφρουρά στο Λάντλοου για να επιβάλει την τάξη και να διαλύσει την απεργία.

Η Εθνοφρουρά συνέχισε να κατατρομοκρατεί τους απεργούς, το ηθικό των οποίων χαλυβδωνόταν με την πάροδο του χρόνου. Ύστερα από τρεις μήνες στασιμότητας, ο κυβερνήτης Άμονς αποφάσισε να αποσύρει την Εθνοφρουρά, μη αντέχοντας το κόστος διατήρησής της επί μακρόν στο πεδίο της μάχης. Τότε οι Ροκφέλερ προσφέρθηκαν να επανδρώσουν με δικό τους προσωπικό την Εθνοφρουρά.

Στις 10 Μαρτίου 1914 ένας απεργοσπάστης βρέθηκε νεκρός στις γραμμές του τρένου κοντά στον καταυλισμό των απεργών. Ήταν η αφορμή για τις δυνάμεις καταστολής να ξεκαθαρίσουν μια και καλή την κατάσταση.

Η Εθνοφρουρά με τη νέα της σύνθεση αποφάσισε να ισοπεδώσει τις τεντουπόλεις, αν και ήταν σε χώρο ιδιοκτησίας των ανθρακωρύχων. Επελέγη η κατασκήνωση Λάντλοου, 30 χιλιόμετρα βόρεια της πόλης Τρίνινταντ. Το πρωί της 20ης Απριλίου οι εθνοφρουροί άνοιξαν πυρ, την ώρα που η ελληνική κοινότητα των ανθρακωρύχων γιόρταζε το Πάσχα με τον πατροπαράδοτο τρόπο.

Οι απεργοί ανταπέδωσαν το πυρ και η μάχη διήρκεσε επί ώρες. Ο ελληνικής καταγωγής συνδικαλιστής Λούης Τίκας, επικεφαλής της κατασκήνωσης, ζήτησε αργά το απόγευμα εκεχειρία από την Εθνοφρουρά. Ο επικεφαλής της, υπολοχαγός Λίντερφελντ, χτύπησε με τον υποκόπανο του όπλου τον Τίκα και τον έριξε στο έδαφος. Τρεις σφαίρες από όπλα εθνοφρουρών βρήκαν στην πλάτη τον πεσμένο συνδικαλιστή και τον αποτελείωσαν, σε ηλικία 30 ετών. Οι εθνοφρουροί επέδραμαν στη συνέχεια στην κατασκήνωση του Λάντλοου και την παρέδωσαν στις φλόγες. 17 άνθρωποι από την πλευρά των ανθρακωρύχων σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα, που έμεινε στην ιστορία ως «Η σφαγή του Λάντλοου».

Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα απ' άκρου εις άκρον των ΗΠΑ. Οπλισμένοι εργάτες από παρακείμενα ανθρακωρυχεία κινήθηκαν εναντίον της εθνοφρουράς του Κολοράντο, πολλοί άνδρες της οποίας αρνήθηκαν να χτυπήσουν τους απεργούς. Ομάδες απεργών δυναμίτισαν ανθρακωρυχεία και κατέλαβαν πόλεις του Κολοράντο. Στο Κογκρέσο, ο σοσιαλιστής βουλευτής του Ουισκόνσιν Βίκτωρ Μπέργκερ ζήτησε απ' τους εργαζομένους να πάρουν τα όπλα για να υπερασπισθούν τους εαυτούς τους.

Η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. Έπειτα από 10 μέρες συγκρούσεων, ο κυβερνήτης του Κολοράντο, Ιλάιας Άμονς, ζήτησε την συνδρομή του Προέδρου Γούντροου Ουίλσον. Ο ομοσπονδιακός στρατός που εστάλη στην περιοχή αφόπλισε τους απεργούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα ανθρακωρυχεία χωρίς να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους. Μάλιστα, η εργοδοσία προχώρησε σε εκτεταμένες απολύσεις, αντικαθιστώντας τους απεργούς με μη συνδικαλισμένους εργάτες. Από την Εθνοφρουρά κανείς δεν διώχθηκε για τις επιθέσεις στους απεργούς και τις οικογένειές τους, που στοίχισαν τη ζωή σε 66 ανθρώπους, ηλικίας από 2,5 έως 45 ετών.

Ο Λούης Τίκας (Ηλίας Σπαντιδάκης) γεννήθηκε στη Λούτρα Ρεθύμνου το 1886. Το 1906, σε ηλικία 20 ετών, μετανάστευσε στις ΗΠΑ όπου μετέτρεψε το όνομά του σε Λούης Τίκας (Luis Tikas).

Μετά την άφιξή του στη Νέα Υόρκη πήγε στο Denver του Colorado και με τη μεσολάβηση του Έλληνα από την Σπάρτη Λεωνίδα Σκλήρη, ο οποίος προμήθευε εργάτες στα ορυχεία και τα εργοστάσια των κεντροδυτικών ΗΠΑ, έπιασε δουλειά στη χαλυβουργία του Pueblo.

Οι «Έλληνες του Σκλήρη» εργάζονταν με ημερομίσθιο $1,75 για δώδεκα ώρες την ημέρα, ενώ οι Γερμανοί και οι Ουαλοί εργάτες αμείβονταν με $2,50. Εκείνη την εποχή δούλευαν περίπου 350 συμπατριώτες του Τίκα στα ορυχεία του Κολοράντο, ενώ έχουν καταγραφεί 13 θάνατοι και πολλοί τραυματισμοί Ελλήνων εργατών.

Το 1910 ορκίστηκε Αμερικανός πολίτης και άνοιξε καφενείο στην Market Street του Denver, στην περιοχή που αργότερα πήρε το όνομα Greektown, ενώ δραστηριοποιούταν και ως στέλεχος της τοπικής οργάνωσης των βιομηχανικών εργατών -Industrial Workers of the World (IWW)- των Wobblies, όπως ήταν γνωστή. Μετά την πολιτογράφησή του επιχείρησε να προσληφθεί στην Αστυνομία του Denver, η αίτησή του όμως απορρίφθηκε λόγω της ενασχόλησης του με τον συνδικαλισμό.

Το 1912 έκλεισε το καφενείο του και αφοσιώθηκε στη συνδικαλιστική δράση. Επιχείρησε να οργανώσει τους εργάτες στα ορυχεία Frederick του Colorado, ενώ στις 19 Νοεμβρίου 1912 τέθηκε επικεφαλής των 63 Ελλήνων εργατών που κατέβηκαν σε απεργία. Ο Λούης Τίκας ήρθε σε επαφή με την Ένωση Ανθρακωρύχων Αμερικής -United Mine Workers of America- και ξεκίνησε να συγκεντρώνει στοιχεία για τα ατυχήματα την περίοδο 1912-1913 και για την πολιτική των εταιρειών.

Οι εταιρείες που εκμεταλλεύονταν τα ορυχεία και ανήκαν κυρίως στον John D. Rockefeller Jr., είχαν και τον έλεγχο ενοικιαζόμενων κατοικιών και των καταστημάτων στην περιοχή, ενώ οι εργάτες πληρώνονταν με κουπόνια, τα οποία ήταν ανταλλάξιμα μόνο στα σπίτια και τα καταστήματα της εταιρείας. Το κόστος ζωής για τους εργάτες στις περιοχές των ορυχείων ήταν 25% υψηλότερο από την ελεύθερη αγορά.

Ο Τίκας έλεγε τότε πως αν οι συνθήκες δεν αλλάξουν θα ξεκινήσει «βιομηχανικός πόλεμος».

Στις 23 Σεπτεμβρίου 1913 οι εργάτες των ορυχείων του Ludlow, με επικεφαλής τους Λούη Τίκα και John Lawson κατέβηκαν σε απεργία με κύρια αιτήματα:

  • 8ωρη εργασία
  • Νομιμοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης
  • Εφαρμογή των κανονισμών για την ασφάλεια στα ορυχεία
  • Απόσυρση της ένοπλης φρουράς της εταιρείας από τους οικισμούς των εργατών
  • Κατάργηση της υποχρέωσης να κάνουν τις αγορές τους στα καταστήματα της εταιρείας των ορυχείων

Η εταιρεία των ορυχείων προχώρησε σε έξωση των απεργών από τα σπίτια τους και προσέλαβε απεργοσπάστες. Οι απεργοί έστησαν καταυλισμό με σκηνές στην περιοχή Trinidad, ενώ δεν επέτρεψαν την πρόσβαση των απεργοσπαστών στα ορυχεία.

Μέσα σε λίγες ημέρες στον καταυλισμό των απεργών κατοικούσαν 500 άνδρες, 350 γυναίκες και 450 παιδιά, ενώ λειτουργούσαν ελληνικός φούρνος και ελληνικό καφενείο.

Η Εθνοφρουρά της Πολιτείας, μετά από αίτημα του John D. Rockefeller Jr., επιχείρησε να διαλύσει βίαια τον καταυλισμό, ενώ με εντολή του Κυβερνήτη δόθηκαν στους άντρες της φρουράς των ορυχείων στρατιωτικός εξοπλισμός και στολές της Εθνοφρουράς.

Τη Δευτέρα του Πάσχα, στις 20 Απριλίου 1914, ζητήθηκε η παράδοση κάποιων συνδικαλιστών, οι οποίοι όμως αρνήθηκαν οποιαδήποτε διαπραγμάτευση. Ακολούθησε ένοπλη επίθεση της Εθνοφρουράς, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο περισσότερων από 40 απεργών.

Ο Λούης Τίκας κρατώντας λευκή σημαία επιχείρησε να διαπραγματευτεί με τον λοχαγό Karl Linderfeld, ο οποίος ήταν επικεφαλής της Εθνοφρουράς. Ο αξιωματικός τον χτύπησε τόσο δυνατά στο κεφάλι μόλις συναντήθηκαν, ώστε έσπασε το τουφέκι του, ενώ οι άντρες του τον πυροβολούσαν.

Στη συνέχεια οι Εθνοφρουροί εισέβαλλαν πυροβολώντας στον καταυλισμό. 18 άτομα, 10 εκ των οποίων ήταν παιδιά από τριών μηνών ως 11 ετών σκοτώθηκαν, ενώ κάηκαν όλες οι σκηνές και τα υπάρχοντα των απεργών.

Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες ο Λούης Τίκας «[…] προσπάθησε να βοηθήσει όσους μπορούσε. Βγήκε ζωντανός από τη μάχη, παραμένοντας από τους τελευταίους στον καταυλισμό, εμψυχώνοντας, προσπαθώντας να γλιτώσει όσους γινόταν. Όταν η εθνοφρουρά μπήκε μέσα και παρέδωσε τις σκηνές στις φλόγες, τον πιάσαν ζωντανό. Τον παρέδωσαν στον υπολοχαγό Λίντερφελτ. Τον υποχρεώσαν να γονατίσει. Ο Λίντερφελτ του έσπασε το κρανίο με τον υποκόπανο του όπλου του. Μετά, τον πυροβόλησαν πισώπλατα. Άφησαν τη σορό του επί τρεις μέρες μες στον ήλιο, σε σημείο που να φαίνεται από τα περαστικά τρένα […]»

Η κηδεία του Λούη Τίκα έγινε στις 27 Απριλίου 1914 και την νεκρώσιμη πομπή ακολούθησαν χιλιάδες εργάτες.

Μετά τη σφαγή στο Ludlow τα συνδικάτα κάλεσαν τους εργάτες να εξοπλιστούν με «όλα τα όπλα και τα πυρομαχικά που μπορούσαν να αποκτήσουν νόμιμα». Οι σκληρές, αιματηρές συγκρούσεις τερματίστηκαν με παρέμβαση του Ομοσπονδιακού Στρατού των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της εποχής 69 άτομα σκοτώθηκαν, δεκάδες τραυματίστηκαν, 400 απεργοί συνελήφθησαν και 332 παραπέμφθηκαν για φόνο εκ των οποίων μόνο ο John Lawson καταδικάστηκε, αλλά στη συνέχεια απαλλάχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Από την Εθνοφρουρά παραπέμφθηκαν 22 άτομα, οι οποίοι αθωώθηκαν, ενώ ο λοχαγός Karl Linderfeld τιμωρήθηκε με επίπληξη για τη δολοφονία του Λούη Τίκα.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις