ΚΟΣΜΟΣ. Η Μπρίτζετ Μπίσοπ (Bridget Bishop, 1632 - 10 Ιουνίου 1692) ήταν ο πρώτος άνθρωπος που εκτελέστηκε με την κατηγορία της μαγείας, κατά τη διάρκεια των δικών των μαγισσών του Σάλεμ το 1692. Δεκαεννέα απαγχονίστηκαν και ένας, ο Γκίλς Κόρεϋ εκτελέστηκε με τη μέθοδο της σύνθλιψης. Συνολικά, δικάστηκαν περίπου 200 άτομα.

Το πατρικό όνομα της Μπρίτζετ, ήταν απ'ότι φαίνεται «Mangus» ή «Playfer». Παντρεύτηκε τρεις φορές, ίσως και τέσσερις. Η Μπρίτζετ διαχειριζόταν δύο ταβέρνες στο πλευρό του τρίτου άντρα της, Έντουαρτ. Πάντοτε την έβλεπαν φίλοι, οικογένεια και καλεσμένοι να φοράει εξωτικά ρούχα και ανοιχτά χρώματα, και τα δύο αυτά ήταν αρκετά μακριά από τα συνηθισμένα ρούχα που είχαν συσχετιστεί με τον διάβολο.

Η Μπρίτζετ Μπίσοπ εξετάστηκε λόγω της κατηγορίας που υπήρχε για εκείνη και τη καχυποψία ότι έπραττε μαγεία. Κατά της διάρκεια της δίκης, κάθε φορά που η Μπίσοπ θα κοιτούσε αυτούς που, υποτίθεται, βασάνισε, εκείνοι θα πέθαιναν και θα τους έφερνε στη ζωή μόνο το άγγιγμά της. Η Μπίσοπ κατηγορήθηκε για πρακτική μαγείας πάνω σε 5 γυναίκες (Αν Πάτμαν, Μέρσι Λούις, Άμπιγκειλ Γουίλιαμς, Μέρι Γουάλκοτ και Έλις Χάμπερτ). Αυτές οι γυναίκες υποστήριξαν ότι ήταν η μάγισσα που προσπαθούσε να τις βλάψει. Η Αν Πάτμαν υποστήριζε ότι η Μπίσοπ, αποκαλούσε ως θεό της τον διάβολο. Αλλα κορίτσια την κατηγόρησαν ότι τους έκανε κακό με ένα μόνο γρήγορο βλέμμα της.

Ακόμη και ο ίδιος ο σύζυγος της Μπίσοπ, ισχυρίστηκε ότι αυτή δοξάζει τον διάβολο. Η δίκη της Μπίσοπ κράτησε 8 ημέρες και καταγράφτηκε ως η πρώτη γυναίκα που πέθανε από απαγχονισμό, ξεκινώντας επίσημα τις δίκες των μαγισσών του Σάλεμ. Ένας άλλος ντόπιος άνδρας, κατηγόρησε τη Μπίσοπ ότι έκανε μάγια στο παιδί του και ότι τον χτύπησε με ένα φτυάρι. Ακόμη, κατέθεσε, ότι η Μπίσοπ του ζήτησε να βάψει δαντέλα, η οποία χάρη στο μικρό της μέγεθος, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε μια κούκλα μαγείας.

Ο Τζόν και Γουίλιαμ Μπλάϊ, πατέρας και γιος, κατέθεσαν πως βρήκαν τέτοιου είδους κούκλες στο σπίτι της Μπίσοπ και ότι επίσης αυτή είχε κάνει μάγια στη γάτα τους ή την είχε δηλητηριάσει, μετά από μια αντιπαράθεση που είχαν με τη Μπίσοπ.

Κατά τη διάρκεια της καταδίκης της, ένα σώμα ενόρκων που αποτελούνταν από γυναίκες βρήκε μια τρίτη θηλή στην Μπίσοπ (τότε θεωρούνταν αδιαμφισβήτητο σημάδι μαγείας), αλλά μετά από μια δεύτερη εξέταση η θηλή δεν βρέθηκε. Στο τέλος ο Mather δηλώνει ότι το μεγαλύτερο πράγμα που οδήγησε την Μπίσοπ στον θάνατό της, ήταν τα μεγάλα ψέματα που είχε πει στο δικαστήριο. Η Μπίσοπ καταδικάστηκε σε θάνατο και απαγχονίστηκε.

Μάγισσες του Σάλεμ

Η δίκη των μαγισσών του Σάλεμ είναι ένα περιβόητο περιστατικό της αποικιακής ιστορίας των Ηνωμένων Πολιτειών, το οποίο οδήγησε στην καταδίκη και εκτέλεση κατοίκων του χωριού Σάλεμ στη Μασαχουσέτη το 1692 με την κατηγορία της μαγείας. Αποτελώντας μια νοητή «συνέχεια» των διώξεων σε βάρος κατηγορουμένων ως (δήθεν) «μαγισσών της μεσαιωνικής Ευρώπης», οι δίκες μαγισσών ανήκουν στην προτεσταντική διωκτική παράδοση και το περιστατικό αυτό έχει χρησιμοποιηθεί έκτοτε ως γλαφυρό παράδειγμα, σε τομείς όπως η πολιτική αλλά και η λογοτεχνία, για τους κινδύνους που κρύβει ο θρησκευτικός φανατισμός, οι ψευδείς κατηγορίες και η κυβερνητική παρείσφρηση στις προσωπικές ελευθερίες του ατόμου.

Αν και το γεγονός έχει μείνει στην ιστορία μνημονεύοντας τις μάγισσες του Σάλεμ, οι ακροαματικές διαδικασίες έλαβαν χώρα σε διαδοχικές πόλεις της επαρχίας της Μασαχουσέτης: Σάλεμ Βίλατζ, Σάλεμ Τάουν, Ίπσουιτς, Άντοβερ, Βοστώνη και Τσαρλς Τάουν.

Αρχή και υποψίες

Το χειμώνα του 1692, η Ελίζαμπεθ Πάρις (Μπέτι), 9 ετών, και η Άμπιγκεϊλ Ουίλιαμς, 11 ετών, άρχισαν να παρουσιάζουν περίεργα συμπτώματα, τα οποία κανείς γιατρός δεν μπορούσε να εξηγήσει, μέχρι που ένας εξ αυτών, ο Γουίλιαμ Γκριγκς, απεφάνθη ότι τα κορίτσια ήταν δαιμονισμένα.

Τα συμπτώματα περιλάμβαναν κραυγές, βλασφημίες, σπασμούς, μυστήριες επικλήσεις και κατάσταση έκστασης και σύντομα παρατηρήθηκαν και σε άλλα κορίτσια της πόλης. Έτσι ο αιδεσιμότατος Σάμιουελ Πάρις, πατέρας της Μπέτι, ζήτησε βοήθεια και από γειτονικές πόλεις, ενώ και οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης άρχισαν να πιέζουν τα κορίτσια να κατονομάσουν τους ανθρώπους που καταπιάνονταν με «έργα του Διαβόλου».

Ο αιδεσιμότατος Πάρις άρχισε να υποψιάζεται την Τιτούμπα, ινδιάνα σκλάβα που είχε γεννηθεί στη Νότια Αμερική και είχε φέρει μαζί του από την Καραϊβική (νησιά Μπαρμπάντος), γνώστρια της μαγικής λατρείας της Obeah. Τα κορίτσια του χωριού επισκέπτονταν συχνά την Τιτούμπα για να τους πει το μέλλον ή να τη συμβουλευτούν για ό,τι άλλο τις ενδιέφερε, γνωρίζοντας όμως πως αυτό απαγορευόταν αυστηρά τότε, καθώς στο πουριτανικό περιβάλλον όπου ζούσαν, οποιαδήποτε θρησκευτική εκδήλωση πέραν του καθιερωμένου θεωρούνταν ως μαγεία, άρα συνεργασία με το Διάβολο.

Σύμφωνα με τις ιστορίες, ο Πάρις κάποια στιγμή την είδε να βγάζει κάτι από τις στάχτες στο τζάκι, απαίτησε να του εξηγήσει τι ήταν αυτό κι εκείνη του απάντησε ότι ήταν το «γλυκό των μαγισσών» και ότι το έφτιαξε στοχεύοντας τη θεραπεία των κοριτσιών. Ο Πάρις δεν την πίστεψε και, χτυπώντας την, εκείνη αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι ήταν η υπεύθυνη για την κατάσταση των κοριτσιών. Έπειτα, ζήτησε από την Ελίζαμπεθ, την κόρη του, να αποκαλύψει τι πραγματικά συμβαίνει κι εκείνη τα ομολόγησε όλα, ενώ και η ανιψιά του, Άμπιγκεϊλ, βεβαίωσε πως κάποια άτομα στην πόλη είχαν συνάψει συμφωνία με τον Διάβολο.

Κυνήγι μαγισσών

Από εκεί και πέρα θα ξεκινήσει μια μανία καταδίωξης στο Σάλεμ εναντίον πιθανών ατόμων που ασχολούνταν με τη μαγεία. Οι πρώτες γυναίκες για τις οποίες βγήκε ένταλμα σύλληψης στις 29 Φεβρουαρίου 1692 ήταν η Τιτούμπα, η Σάρα Γκουντ και η Σάρα Όσμπορν.

Την επόμενη μέρα, έφτασαν στην πόλη δυο δικαστές, ο Τζον Χάθορν κι ο Τζόναθαν Κόργουιν. Η Σάρα Γκουντ αρνήθηκε ότι έχει σχέση με τη μαγεία. Ωστόσο, κατά την απολογία της, μια από τις κοπέλες άρχισε να καταλαμβάνεται από σπασμούς και οι υπόλοιπες, ακολουθώντας το παράδειγμά της, ούρλιαζαν πως το πνεύμα της Σάρα τους επιτίθετο.

Μια γυναίκα στον τόπο της δίκης, η Μάρθα Κόρι, σηκώθηκε και έβαλε τα γέλια βλέποντας τα κορίτσια να παίζουν θέατρο απροκάλυπτα (αργότερα κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε κι η ίδια σε θάνατο). Το ίδιο επαναλήφθηκε και κατά την απολογία της Σάρα Όσμπορν και της Τιτούμπα, η οποία ήταν η μόνη από τις τρεις που ομολόγησε ότι την είχε επισκεφτεί ο Σατανάς και ζήτησε να τον υπηρετήσει, ενώ αποκάλυψε ότι δεν ήταν μόνο εκείνη στην πόλη που συνεργαζόταν με το Σατανά. Η ομολογία της αυτή έσπειρε πανικό και υστερία στο Σάλεμ, και άρχισε ένα «κυνήγι μαγισσών».

Οι τρεις αυτές γυναίκες κατηγορήθηκαν για μαγεία και την 1η Μαρτίου οδηγήθηκαν στη φυλακή. Από εκείνη τη στιγμή, όποιος καταγγέλλεται από τα κορίτσια συλλαμβάνεται και περνά από δίκη με μηδαμινές πιθανότητες επιβίωσης, ενώ και άλλα μέλη της κοινωνίας κατηγορούν συμπολίτες τους για επίθεση. Μέχρι τον Ιούνιο, πάνω από 100 άτομα έχουν καταγγελθεί. Οι δίκες επεκτείνονταν και σε γειτονικές πόλεις, πέραν των αρχικών Σάλεμ Βίλατζ και Σάλεμ Τάουν. Καθώς όμως οι φυλακές του Σάλεμ, της Βοστόνης και των γύρω περιοχών γέμιζαν, προέκυψε ένα νέο πρόβλημα, καθώς όλοι οι κρατούμενοι δεν ήταν δυνατόν να δικαστούν. Ήταν λοιπόν ευκαιρία να αρχίσουν να εφαρμόζονται ποινές.

Τον Ιούνιο του 1692, στο Σάλεμ στήθηκε δικαστήριο με επικεφαλής τον δικαστή Γουίλιαμ Στάουτον, ο οποίος περιγράφεται ως χωρίς οίκτο και με δίψα για την εξουσία. Η πρώτη που δικάστηκε και καταδικάστηκε ήταν η Μπρίτζετ Μπίσοπ, η οποία εκτελέστηκε στις 10 Ιουνίου στο Γκάλοους Χιλ.

Ακολούθησε η δίκη της Ρεμπέκα Νερς και 40 άλλων γυναικών, ανάμεσα στις οποίες και η Σάρα Γκουντ (η Σάρα Όσμπορν είχε ήδη πεθάνει πριν την τελική της δίκη). Όταν όμως ξαναπέρασαν από δίκη, το δικαστήριο δίστασε να καταδικάσει τη Ρεμπέκα Νερς, καθώς επρόκειτο για μια ευυπόληπτη κάτοικο του Σάλεμ, η οποία δεν είχε δώσει καθόλου δικαιώματα για αμφισβήτηση. Επενέβη ο δικαστής Στάουτον, ο οποίος ζήτησε επανεξέταση της υπόθεσης και τελικά την οδήγησε στην εκτέλεσή της στις 19 Ιουλίου.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις