Γράφει ο Γιάννης Μητράκος

Γιορτάζουμε τη συμπλήρωση διακοσίων ετών από την ιστορική έναρξη της Επανάστασης του 1821, που οδήγησε το δούλο Γένος μας στην ελευθερία και την ανεξαρτησία από την τουρκική τυραννία, εν μέσω μια πρωτοφανούς ηθική κρίσης που έχει γεμίσει το δημόσιο βίο της χώρας μας με τις εμετικές αναθυμιάσεις σεξουαλικών σκανδάλων, τα οποία έχουν σχέση με ανήλικα παιδιά και με μια κρίση δημόσιας υγείας, που παρά τα αυστηρότατα μέτρα που λαμβάνονται δε λέει να κοπάσει. Επιπλέον οι τότε τύραννοι έχουν αναθαρρήσει από τη γενική γεωπολιτική ρευστότητα της εποχής μας και μετέρχονται όλα τα δόλια μέσα, προκειμένου να μας οδηγήσουν σε υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, που θα αφορούν και τα κυριαρχικά δικαιώματα της πατρίδας μας, τα οποία κατοχυρώνονται από το διεθνές δίκαιο και τις υπογεγραμμένες συνθήκες του παρελθόντος. Εν τω μεταξύ μετά από μια σειρά πολυετών δήθεν εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες αφορούσαν και την αναθεώρηση της Ιστορίας μας, φτάσαμε στο σημείο τα σημερινά Ελληνόπουλα να μη γνωρίζουν παρά ελάχιστα για εκείνη τη μεγαλειώδη απόφαση των προγόνων μας να ξεσηκωθούν κατά των Τούρκων δυναστών με το σύνθημα, «Ελευθερία ή Θάνατος».

Σε μια προσπάθεια να συμβάλλουμε στην αναζωογόνηση της ιστορικής μας μνήμης επιλέξαμε να παρουσιάσουμε σήμερα μια από τις πλέον εμβληματικές φυσιογνωμίες της Επανάστασης του 1821, την οποία η πατρίδα αντάμειψε «αντί του μάνα με χολή». Είναι η θρυλική μορφή του Νικηταρά, που το όνομά του είναι αναγνωρίσιμο λόγω του ότι έγινε δημοτικό τραγούδι, αλλά η εθνική δράση του, η ακέραιη προσωπικότητά του και η τραγική του κατάληξη αγνοούνται εν πολλοίς από το λαό μας και δη από τους νέους μας, που θα έπρεπε να τον έχουν ως πρότυπο ζωής στη θέση όλων αυτών των αρνητικών κι εφήμερων καρικατούρων της «σόου-μπιζ».

Το πραγματικό όνομα του Νικηταρά ήταν Νικήτας Σταματελόπουλος. Γεννήθηκε το έτος 1787 στο ταϋγέτειο χωριό Νέδουσα (Μεγάλη Αναστάσοβα). Γονείς του ήταν ο αγωνιστής του Λεονταρίου της Μεγαλοπόλεως Σταματέλος γνωστός και ως Τουρκολέκας και η Ακοβίτισσα Σοφία Δημητρίου Καρούτσου αδελφή της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη Αικατερίνης. Από τα αδέλφια του είναι γνωστά ο Νεομάρτυρας Ιωάννης Τουρκολέκας (1805-1816), που σφαγιάστηκε από τους Τούρκους στη Μονεμβασιά μαζί με τον πατέρα του και ο Νικόλαος Σταματελόπουλος.

Ο ίδιος διηγείται στα απομνημονεύματά του, που κατέγραψε ο Γεώργιος Τερτσέτης: «Εγεννήθηκα εις ένα χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα αποδώθε από του Μυστρά προς την Καλαμάτα. Ο προπάππος μου ήτον προεστός και ο πατέρας μου έφυγε δεκαέξι χρόνων και επήγε με τα στρατεύματα τα Ρούσικα στην Πάρο και ήτον πολεμικός. Τον εσκότωσαν εις την Μονεμβασιά μαζί με έναν αδελφό και μ' έναν κουνιάδο μου. Από ένδεκα χρόνων, μαζί με τον πατέρα μου, έσερνα άρματα. Ετουφέκισα ένα Τούρκο στο Λεοντάρι».

Ο Νικηταράς, αργότερα, εντάχθηκε στο «μπουλούκι» του περίφημου κλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Κοντά του έμαθε τα μυστικά της πολεμικής τέχνης, ξεχωρίζοντας για την ανδρεία και την ευρωστία του. Ήταν ψηλός, μελαχρινός, πρώτος στο πήδημα και γρήγορος στο τρέξιμο. Η αλληλοεκτίμηση και η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ του Καπετάνιου και του Νικηταρά, οδήγησαν τελικά στον γάμο του με την κόρη του Ζαχαριά, την Αγγελίνα.

Το έτος 1816, μετά από τη σφαγή του πατέρα και του αδελφού του, έφυγε από το χωριό του και ακολούθησε το θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στα Επτάνησα, όπου εντάχθηκε στο ρωσικό στρατό και πήγε να πολεμήσει στην Ιταλία κατά του στρατού του Ναπολέοντα. Στη συνέχεια επέστρεψε στα Επτάνησα τα οποία είχαν περιέλθει στη γαλλική κυριαρχία με τη Συνθήκη του Τιλσίτ (25 Ιουνίου/7 Ιουλίου 1807). Υπηρέτησε τους Γάλλους κι αμέσως μετά τους Άγγλους, που κατέλαβαν τα νησιά, με το βαθμό του Πεντηκόνταρχου και με το οικογενειακό όνομα Τουρκολέκας.

Το 1818, ενώ βρισκόταν στην Καλαμάτα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Ηλία Χρυσοσπάθη και ορκίστηκε στις 18 Οκτωβρίου. Ο Βαλέριος Γ. Μέξας στο βιβλίο του «Φιλικοί- Κατάλογος των Μελών της Φιλικής Εταιρείας εκ του αρχείου Π. Σέκερη» (1937) αναφέρει: «Νικήτας Τουρκολέκας - Πελοποννήσιος από το Λεοντάρι. Ποτέ Πεντηκόνταρχος εις την δούλευσιν των Εγγλέζων, χρόνων 35. Διά του Ηλιού Χρυσοσπάθη. 18 Οκτωβρίου 1818 Καλαμάτα. Φλ. ολ. 3. Τω Κωνσταντή Πάνω εις Σμύρνην"..

Κατόπιν της εντάξεώς του στη Φιλική Εταιρεία ο Νικηταράς άλλαξε το όνομά του κι επέλεξε αντί του Τουρκολέκας, που θύμιζε την τουρκική σκλαβιά, το υποκοριστικό Σταματελόπουλος, από το μικρό όνομα του πατέρα του. Το παράδειγμά του ακολούθησε και ο αδελφός του Νικόλας. Κατοπινά, όμως, ύστερα από τη μάχη στα Δερβενάκια, του αποδόθηκε το προσωνύμιο Νικηταράς με το οποίο έγινε γνωστός. Το όνομα αυτό το υιοθέτησε ως επώνυμο και ο γιός του Ιωάννης, μετά το 1854. Με συντροφιά τον Αναγνωσταρά και το Δημήτριο Πλαπούτα, περιόδευσε την Πελοπόννησο, κατηχώντας πολλούς στο μεγάλο μυστικό και ετοιμάζοντας τον λαό για τον επερχόμενο ξεσηκωμό.

Με την έκρηξη της επανάστασης, μαζί με τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και άλλους οπλαρχηγούς μπήκε στην Καλαμάτα, στις 23 του Μάρτη του 1821. Ο Νικηταράς πήρε μέρος στην 1η μάχη της Επανάστασης του 1821, που δόθηκε στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας (24 Απριλίου 1821) κι έπειτα στη μάχη των Δολιανών - Βερβένων (18-19/05/1821), όπου κράτησε με 450 άνδρες τα Άνω Δολιανά και κατάφερε να αποκρούσει με επιτυχία τις υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις, που διέθεταν και πυροβολικό. Την ημέρα εκείνη ο Νικηταράς διακρίθηκε για την ανδρεία του κι επειδή σκότωσε πολλούς Τούρκους οι συμπολεμιστές του τον ονόμασαν «Τουρκοφάγο»!

Πήρε μέρος σε όλες τις μάχες και τις συγκρούσεις που ακολούθησαν και συνεργάστηκε με το θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην πολιορκία και την άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821). Συμμετείχε και στις μάχες της Στερεάς Ελλάδας. Θεωρείτο ως ένας από τους πλέον σημαντικούς αγωνιστές της Επανάστασης του 1821 και συντηρούσε ένα δικό του ένοπλο σώμα με άνδρες από διάφορες περιοχές. Έλαβε μέρος και στη αντιμετώπιση του Δράμαλη και μάλιστα στη νικηφόρα μάχη των Δερβενακίων (26-28/07/1822), προκαλώντας μεγάλη καταστροφή στους Τούρκους, που επιχείρησαν να διαφύγουν από τη χαράδρα του Αϊ-Σώστη. Κατά τη μάχη αυτή ο Νικηταράς έσπασε τρία σπαθιά και στο τελευταίο το χέρι του έπαθε αγκύλωση και χρειάστηκε ιατρική βοήθεια για να το ανοίξει και να βγάλει από τη φούχτα το σπαθί! Μετά από δύο μέρες επανέλαβε τον άθλο του στη μάχη που έγινε στο Αγιονόρι. Εκεί εξολόθρευσε στην κυριολεξία το τμήμα των Τούρκων που επιχείρησε να περάσει. Οι Τούρκοι μέσα στη σύγχυση και τον πανικό τους άφησαν πίσω τους πάνω από 600 νεκρούς!

Μετά την μάχη στα Δερβενάκια, συγκεντρώθηκαν τα λάφυρα σε τεράστιους σωρούς, όπως συνηθιζόταν. Αξιωματικοί και στρατιώτες μαζεύτηκαν για τη μοιρασιά. Κάποιοι, όμως, πρόσεξαν πως ένας συναγωνιστής τους έλειπε από τη συντροφιά. Ήταν ο Νικηταράς! Παρά την άρνηση του να πάρει κι αυτός κάποια λάφυρα, στο τέλος και μετά από την επιμονή των συντρόφων του, πήρε μια σέλα, μια ταμπακέρα ξυλόγλυπτη κι ένα σπαθί. Την σέλα τη χάρισε αμέσως σε ένα συμπολεμιστή και φίλο του. Την ταμπακέρα, την έστειλε στην γυναίκα του Αγγελίνα με το σημείωμα «Την στέλνω σε σένα που αγαπώ ύστερα από την Πατρίδα. Λάβε την για να με θυμάσαι». Το ξίφος το έστειλε στην Ύδρα να πουληθεί για τις ανάγκες του στόλου. Οι πρόκριτοι όμως του νησιού, του το επέστρεψαν λέγοντας ότι το σπαθί αυτό, μόνον όταν το κρατεί το χέρι του Νικηταρά έχει αξία! Η αφιλοκέρδεια και η ανιδιοτέλεια του Νικηταρά έμεινε παροιμιώδης! Ποτέ δεν ζήτησε και ποτέ δεν πήρε λάφυρα όπως έκαναν άλλοι οπλαρχηγοί! Γι’ αυτό και παρέμεινε φτωχός!

Θαυμαστής του Νικηταρά ήταν ο περίφημος Δημητσανίτης λαϊκός στιχουργός Παναγιώτης Κάλλας ή Τσοπανάκος (1789-1825) , που έγραψε γι’ αυτόν:

  • «Γειά σου μωρέ Νικηταρά/ πο ‘χουν τα πόδια σου φτερά».
  • «Του Λεωνίδα το σπαθί/ Νικηταράς θα το φορεί/Τούρκος σαν το ιδεί λιγώνει/και το αίμα του παγώνει».
  • «Ο καπετάν Νικηταράς/πολέμα σαν παλικαράς/ μες στους κάμπους πάει κοιμάται/και κανένα δεν φοβάται».

Ο Νικηταράς για να του ανταποδώσει την αγάπη, που του έδειχνε ο Τσοπανάκος, του χάρισε ένα άλογο για να μην κουράζεται ακολουθώντας με τα πόδια τα ένοπλα ελληνικά σώματα. Το άλογο, όμως, ήταν λάφυρο από τους Τούρκους και είχε κομμένη ουρά. Εκτός αυτού χρειαζόταν τροφή που ο Τσοπανάκος αδυνατούσε να βρει. Ο θυμόσοφος Δημητσανίτης του έστειλε γι’ αυτό ένα χαριτωμένο τετράστιχο που άφησε εποχή: «Το δώρο σου Νικηταρά / άλογο χωρίς ουρά / ή μου στέλνεις και κριθάρι / ή σου στέλνω το τομάρι!».

Το στιχούργημα αυτό του Τσοπανάκου έφτασε μέχρι την Πελοποννησιακή Γερουσία, η οποία με τη μεσολάβηση του Νικηταρά, αποφάσισε τον εφοδιασμό του με κριθάρι για να ταΐζει το άλογό του!

Μόλις τελείωσε ο ένοπλος αγώνας και ιδρύθηκε, με τη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων, το 1ο ανεξάρτητο ελληνικό κρατίδιο κι επιλέχτηκε ο Ιωάννης Καποδίστριας ως 1ος Κυβερνήτης, ο Νικηταράς εντάχθηκε στο Κόμμα των Ναπαίων (ρωσόφιλοι). Στήριξε σθεναρά τον Κυβερνήτη και υπήρξε στενός συνεργάτης του. Στην Δ΄ Εθνοσυνέλευση του Άργους έλαβε μέρος ως πληρεξούσιος του Λεονταριού ( Αρκαδίας). Το 1830 διορίστηκε Γενικός Αρχηγός της Πολιτικής Φρουράς Πελοποννήσου, το 1831 Πρόεδρος του Αναθεωρητικού Δικαστηρίου των Ελαφρών και το 1832 Γενικός Αρχηγός του Στρατοπέδου Κορίνθου και έπειτα Αρχηγός της Μεσσηνίας! Το 1834 προάγεται σε Συνταγματάρχη και διορίζεται στρατιωτικός νομο-επιθεωρητής.

Η ένταξή του στους ρωσόφιλους του δημιούργησε πολλά προβλήματα και σκληρές διώξεις μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και τον ερχομό το βασιλιά Όθωνα και των Βαυαρών συμβούλων του, που φοβήθηκαν ότι οι ρωσόφιλοι σχεδίαζαν την αντικατάστασή του με κάποιον Ρώσο πρίγκιπα. Τον Αύγουστο του 1839, μετά το κίνημα της Μεσσηνίας, συνέλαβαν το Νικηταρά και τον φυλάκισαν, θεωρούμενο ως ένοχο συνωμοσίας κατά του βασιλέα. Φυλακίστηκε στο Παλαμήδι και το 1840 δικάστηκε, κρίθηκε αθώος και αφέθηκε ελεύθερος! Οι Βαυαροί, όμως, δε δέχτηκαν την απόφαση του Δικαστηρίου και με την υπογραφή του Όθωνα φυλακίστηκε στα μπουντρούμια της Αίγινας, όπου υπέφερε τα πάνδεινα!

Από όλους αυτούς τους διωγμούς και τις ταλαιπωρίες η υγεία του Νικηταρά κλονίστηκε πολύ σοβαρά. Στην δίκη που έγινε στις 18 Σεπτέμβρη 1841, δόθηκε εντολή να προσαχθεί έστω και καθιστός. Αμνηστεύθηκε και αποφυλακίστηκε σχεδόν τυφλός λόγω του σκαχαρώδη διαβήτη από τον οποίο έπασχε. Ασθενής και ταλαιπωρημένος φτάνει στο Άργος, στο σπίτι του. Μολονότι καμιά σχέση δεν είχε με τον τόπο αυτό, δέθηκε μαζί του. Εξ᾽ άλλου ένα αγρόκτημα στην θέση «Σερεμέτι», κοντά στα όρια του Άργους προς το Ναύπλιο και τη Νέα Κίο ήταν όλη του η περιουσία! Στο Σερεμέτι ακούμπησε τις ελπίδες του για την επιβίωση της οικογένειάς του. Ο ταλαιπωρημένος στρατηγός πότισε με τον ιδρώτα του αυτή τη βαλτώδη γη και τη μετέτρεψε σε γόνιμη και καλλιεργήσιμη, αλλά, δυστυχώς, δεν ήταν τυχερό του να ησυχάσει! Για να αποξηράνει, να εμπλουτίσει και να καλλιεργήσει την γη του χρειάστηκε να δανειστεί. Δανείστηκε, επίσης, για να φτιάξει το σπίτι του, ενώ χρωστούσε ήδη τα δάνεια που είχε λάβει, κατά τη διάρκεια του αγώνα, για να συντηρήσει τους στρατιώτες του. Οι τόκοι, κυριολεκτικά, τον έπνιξαν!

Ο οπλαρχηγός, που μπορούσε να βγει από τον αγώνα πάμπλουτος, ήταν τώρα φτωχός και χρεωμένος κι εκλιπαρούσε τη βοήθεια και την υποστήριξη από τους κατέχοντες θώκους, που εκείνος τους είχε εξασφαλίσει. Παρά τις προσπάθειες του ίδιου και της οικογένειάς του, αλλά και τις εντολές της Κυβέρνησης για αναστολή των διώξεών του λόγω χρεών, το κτήμα στο Σερεμέτι τελικά εκποιήθηκε! Χωρίς περιουσία, για να ζήσει την οικογένειά του, ήρθε στον Πειραιά και ζήτησε από το κράτος άδεια επαιτείας, η οποία του χορηγήθηκε! Ζητιάνευε κάθε Παρασκευή στο χώρο που σήμερα υπάρχει ο ναός της Ευαγγελίστριας! Έτσι ανταπέδωσε η ελεύθερη Ελλάδα το χρέος της προς τον ήρωα του 1821!

Ο πρέσβης της Ρωσίας, όταν πληροφορήθηκε για την κατάντια του Έλληνα οπλαρχηγού, μετέβη ο ίδιος στο συγκεκριμένο πόστο, όπου επαιτούσε ο μεγάλος αγωνιστής. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του.

«Τι κάνετε εδώ στρατηγέ μου;» τον ρώτησε ο πρέσβης.

«Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα», απάντησε υπερήφανα ο Νικηταράς.

«Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος κάτω στο δρόμο;», επέμενε ο ξένος.

«Η πατρίδα μού έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος», απάντησε περήφανα ο ήρωας!

Ο πρέσβης κατάλαβε την εθνική υπερηφάνεια του ήρωα και φεύγοντας, άφησε διακριτικά να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο Νικηταράς, που σχεδόν δεν έβλεπε, άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο: «Σου έπεσε το πουγκί σου! Πάρ’ το μην το βρει κανένας και το χάσεις»! Αυτός ήταν ο Νικηταράς!

Με την αγαπημένη του σύζυγο Αγγελίνα, κόρη του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, απέκτησαν τρία παιδιά. Το Γιάννη και δύο κόρες. Ο Γιάννης έγινε στρατιωτικός, ενώ η μια του κόρη τρελάθηκε από την λύπη της όταν είδε τον πατέρα της μετά την φυλάκισή του στην Αίγινα, εξουθενωμένο, τυφλό και ανήμπορο!

Ο Νικηταράς μπορεί να υπέφερε πολλά, αλλά ποτέ δεν βαρυγκώμησε και ποτέ δεν είπε πικρή κουβέντα για την Πατρίδα. Μπορεί να μη δικαιώθηκε – όπως άλλοι - στα μάτια των συγχρόνων του μα σημάδεψε ανεξίτηλα τις ψυχές του ελληνικού λαού. Πήρε κορυφαία θέση στη συνείδηση των νεοελλήνων, που γνωρίζουν την ιστορία του τόπου τους, και γι’ αυτό τον τιμούν και τον έχουν κατατάξει στους πιο ανιδιοτελείς, έντιμους και αξιοπρεπείς Έλληνες αγωνιστές!

Ύστερα από την εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, ο βασιλιάς Όθωνας του απένειμε το βαθμό του υποστράτηγου που συνοδευόταν από μια πενιχρή τιμητική σύνταξη. Έξι χρόνια αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1849, ο Νικηταράς πεθαίνει στα 62 του! Τελευταία επιθυμία του ήταν να ταφεί δίπλα από το θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στο 1ο Νεκροταφείο Αθηνών.

Ο Μακρυγιάννης έγραψε στα απομνημονεύματά του κάτι που ταιριάζει απόλυτα στον ηρωικό Νικηταρά: «Πατρίς, να μακαρίζεις γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν για σένα, να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλη μια φορά ελεύθερη πατρίδα, που ήσουνα χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζεις».

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΡΑΚΟΣ