ΚΟΣΜΟΣ. Ο Μπένι Γκούντμαν αποκλήθηκε «Βασιλιάς του Σουίνγκ», επειδή υπηρέτησε το σουίνγκ, ένα δημοφιλές ιδίωμα της τζαζ με γρήγορο επαναλαμβανόμενο ρυθμό, αυτοσχεδιασμούς που καλύπτουν τη μελωδία και συλλογική χρήση του συγκοπτόμενου ρυθμού.

Ο ρωσοεβραικής καταγωγής Μπέντζαμιν Ντέιβιντ Γκούντμαν γεννήθηκε στις 30 Μαΐου 1909 στο Σικάγο. Από μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική και στα 16 του ήταν ένας ολοκληρωμένος κλαρινετίστας, τόσο της τζαζ, όσο και της «κλασικής» μουσική. Το 1925 εντάχθηκε στην ορχήστρα του ντράμερ Μπεν Πόλακ κι έκανε την πρώτη του ηχογράφηση ένα χρόνο αργότερα.

Το 1929 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη και το 1934 δημιούργησε μία ορχήστρα, η οποία, μέχρι το 1944 που διαλύθηκε, ήταν από τις πιο δημοφιλείς ορχήστρες σουίνγκ και ουσιαστικά έκανε γνωστή την τζαζ στο λευκό ακροατήριο. Απ’ αυτή την ορχήστρα αναδείχτηκαν σπουδαίοι τζαζίτες, όπως ο τρομπετίστας Χάρι Τζέιμς, ο ντράμερ Τζιν Κρούπα, ο βιμπραφωνίστας Λάιονελ Χάμπτον και ο πιανίστας Τέντι Γουίλσον. Σημαντικό μέρος της επιτυχίας της ορχήστρας του Μπένι Γκούντμαν οφείλεται και στις ενορχηστρώσεις του Φλέτσερ Χέντερσον.

Η συναυλία που έδωσε στο κλαμπ «Πάλομαρ» του Λος Άντζελες στις 21 Αυγούστου 1935 θεωρείται από πολλούς ως η έναρξη της εποχής του σουίνγκ. Μεγάλες επιτυχίες της ορχήστρας του Μπένι Γκούντμαν είναι οι συνθέσεις «Bugle Call Rag», «Music Hall Rag», «King Porter Stomp», «Blue Moon», «Don’t Be That Way», «Down South Camp Meetin», «Stompin’ at the Savoy», «Goody Goody», «Let’s Dance» και «Goodbye».

Παράλληλα, ο Μπένι Γκούντμαν δημιούργησε και ηχογράφησε με μικρά σχήματα – ιδιαίτερα το τρίο (1935-1936) και το κουαρτέτο του (1936-1939) – τα οποία γύρισαν την τζαζ στην αρχική μορφή των ολιγομελών σχημάτων κι ενθάρρυναν έμμεσα την εξέλιξη της μοντέρνας τζαζ, την οποία όμως ο Γκούντμαν αποδοκίμαζε.

Σ' αυτά του τα συγκροτήματα προσέλαβε τρεις μαύρους μουσικούς – τον Τέντι Γουίλσον, τον Λάιονελ Χάμπτον και τον κιθαρίστα Τσάρλι Κρίστιαν – παρουσιάζοντας για πρώτη φορά ένα διαφυλετικό τζαζ σχήμα. Οι συνθέσεις «After You’ve Gone» «Moonglow», «Avalon», «Air Mail Special», «Seven Come Eleven» και «AC-DC Current» είναι από τις πιο γνωστές αυτής της περιόδου. Τα σόλο του Γκούντμαν στην τζαζ, που ξεχώριζαν για την τεχνική τους καθαρότητα, ήταν μία εκλεπτυσμένη εκδοχή της σχολής κλαρινέτου του Σικάγου.

Στη δεκαετία του 1950 έφτιαξε διάφορες ορχήστρες και το 1955 ηχογράφησε τη μουσική επένδυση της κινηματογραφικής βιογραφίας του «The Benny Goodman Story». To 1962 ήταν ο πρώτος τζαζίστας που εμφανίστηκε στη Σοβιετική Ένωση. Από τότε εμφανιζόταν σποραδικά με παλιότερους συνεργάτες του σε συναυλίες κι έπαιζε κλαρινέτο σε συμφωνικές ορχήστρες και μικρότερα μουσικά σχήματα. Ως κλασικός κλαρινετίστας ηχογράφησε έργα σύγχρονων συνθετών, όπως των Μπέλα Μπάρτοκ, Πολ Χίντεμιτ και Άαρον Κόπλαντ, τα οποία ήταν δικές του παραγγελίες προς τους συνθέτες.

Ο Μπένι Γκούντμαν πέθανε στις 13 Ιουνίου 1986 στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 76 ετών. Από τον γάμο του με την Άλις Χάμοντ, αδελφή του σπουδαίου δισκογραφικού παραγωγού Τζον Χάμοντ (1910-1987), είχε αποκτήσει δύο κόρες.

Πηγή: SanSimera.gr

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις