Γράφει ο Κλειγένης

Η λέξη ΚΙΤΣ (kitsch) καθιερώθηκε διεθνώς για να χαρακτηρίζει κάθε τι παράταιρο και κακόγουστο, δηλαδή, τη «φθηνή», γλυκερή και κακόγουστη τέχνη που προέρχεται ή επιβάλλεται από ακατέργαστους ανθρώπους χαμηλού μορφωτικού και πολιτιστικού επιπέδου και απευθύνεται στα γούστα απελπισμένων και ανερμάτιστων μαζών χωρίς, όμως, να έχει καμιά σχέση με την αληθινή Τέχνη και τον Πολιτισμό.

Το kitsch αλλοιώνει και διαφθείρει τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων, αποπροσανατολίζει τους πολίτες από τις πραγματικές ανάγκες και τα προβλήματά τους, αποτελεί τροχοπέδη για την πολιτιστική ανάπτυξη και ανακόπτει την όποια προοπτική για ανέλιξη σε όλους τους τομείς.

Το kitsch αποθεώθηκε από την χούντα των συνταγματαρχών με τις «πολεμικές αρετές των Ελλήνων», με τα «πουλιά της επταετίας» που σε όλα τα μεγέθη και από κάθε υλικό φτιαγμένα κούρνιαζαν σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, με τα άρματα που θύμιζαν καρναβάλι, με μνημειώδεις κατασκευές από φελιζόλ τριήρεων, περικεφαλαιών, δούρειων ίππων, κλπ, με σκάλες στις οποίες κατέληγαν οι αχτίδες του ηλίου της 21ης Απριλίου, με λύρες που για χορδές είχαν πυρσούς και μπροστά τους τραγουδίστριες τραγουδούσαν «Πού να ’ν’ ο ίσκιος σου Θεέ, να ’ρθω να προσκυνήσω», με τεράστια τιμόνια πλοίων που είχαν στηθεί πάνω σε λουλουδένιες βάσεις καθώς εισέβαλαν μικρογραφίες πυραύλων, με λαμπαδηδρομίες, με πλήθη νεαρών πάνω σε άλογα και άρματα ντυμένων σαν αρχαίοι Έλληνες, Ρωμαίοι, Καρχηδόνιοι, Άραβες, Βυζαντινοί, Πέρσες, μακεδονομάχοι με μουστάκια, με άλλους νεαρούς και στρατιώτες μεταμφιεσμένους σε κομμουνιστές, Κορεάτες, Ιταλούς, Γερμανούς να δίνουν μάχες με τους Έλληνες μπροστά στις κατάμεστες κερκίδες των σταδίων για να στεφανωθεί στο τέλος η... «πολεμική αρετή των Ελλήνων», με πεζοναύτες που έπεφταν από ελικόπτερα με σχοινιά στο κέντρο του Σταδίου, με ΕΣΑτζήδες που έκαναν ακροβατικά πάνω σε μοτοσικλέτες, με πυροτεχνήματα που πάσχιζαν να φωτίσουν τα σκοτάδια της δικτατορίας, με κοστουμάτα τσάμικα, με ξένους συμπαθούντες πολιτικούς, ηθοποιούς, καλλιτέχνες και τραγουδιστές που καλούνταν να δώσουν διεθνή αίγλη στους δικτάτορες, με ολυμπιάδες τραγουδιού, με συμπόσια υμνητών του καθεστώτος, με ποδοσφαιρικούς και μπασκετικούς «θριάμβους» …

Ουσιαστικά επρόκειτο για ένα πολιτιστικό έγκλημα, το οποίο άγγιξε ακόμα και την ιστορία μας, τη Θρησκεία, τα αρχαία μνημεία, το δημοτικό μας τραγούδι, την αρχιτεκτονική, το Θέατρο, τον Κινηματογράφο … κι έφτασε μέχρι τα νομίσματα, τα σπιρτόκουτα, την τηλεόραση και το ραδιόφωνο κ.α.

Εν ολίγοις δεν άφησε τίποτε ανεπηρέαστο , αρρύπωτο και αλώβητο.

Το kitsch δεν τέλειωσε με την πτώση της Χούντας.

Ήταν και είναι πάντα παρόν στην ελληνική πραγματικότητα κι εμφανίζεται όταν οι εξουσίες θέλουν τον ήλιο του πολιτισμού χαμηλά στον ορίζοντα, προκειμένου εκείνες να ρίχνουν μεγάλες σκιές.

Το kitsch δεν είναι απλά μια μορφή χαμηλού επιπέδου πολιτιστικών προτύπων. Είναι κοσμοθεωρία, ιδεολογία, τρόπος σκέψης, πολιτική και κοινωνική αντίληψη, επικράτηση της δύναμης πάνω στο δίκαιο, της βίας στην πειθώ, του μονόλογου πάνω στο διάλογο, της ύλης πάνω στο πνεύμα.