Δημήτρης Λιαντίνης: Ο διανοούμενος που έδωσε τέλος στη ζωή του σε μια σπηλιά του Ταϋγέτου
Ποιος ήταν ο Δημήτρης Λιαντίνης (Νικολακάκος); - Η ακαδημαϊκή του καριέρα - Η μυστηριώδης εξαφάνισή του το 1998 και η ανακάλυψη της σορού του επτά χρόνια αργότερα - Γιατί ο Λιαντίνης διάλεξε αυτόν τον ασυνήθιστο τρόπο, για να δώσει τέλος στη ζωή του;
ΛΑΚΩΝΙΑ. Στις αρχές του Ιουνίου 1998 η Ελλάδα συγκλονίστηκε από μία μυστηριώδη εξαφάνιση ενός πανεπιστημιακού: του Αναπληρωτή Καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτρη Λιαντίνη. Είχε αφήσει φεύγοντας ένα γράμμα στην κόρη του, όπου αναφερόταν στην εκούσια εξαφάνισή του. Φυσικά, στα Μ.Μ.Ε. της εποχής, το γεγονός αυτό έγινε πρώτο θέμα. Οι Αρχές, όπως όφειλαν άλλωστε, έκαναν εκτεταμένες έρευνες για αρκετό καιρό, δίχως όμως να μπορέσουν να εντοπίσουν κάποιο ίχνος του Λιαντίνη.
Φυσικά, όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, ειδικά από τη στιγμή που δεν βρισκόταν κάποιο σημάδι από τον Λιαντίνη, άρχισαν οι θεωρίες συνωμοσίας, με κυριότερη αυτή που «συμπέραινε» ότι ο Λιαντίνης δεν είχε εξαφανιστεί με σκοπό να δώσει τέλος στη ζωή του, αλλά είχε φύγει από τους οικείους του για να ζήσει κάπου αλλού. Επτά χρόνια αργότερα όμως, το 2005, ακόμα και όσοι δεν είχαν πειστεί ότι ο Λιαντίνης ήταν νεκρός, βεβαιώθηκαν ότι αυτό είχε συμβεί, καθώς βρέθηκε και ταυτοποιήθηκε η σορός του στον Ταΰγετο…
Ποιος ήταν ο Δημήτρης Λιαντίνης;
Ο Δημήτρης Λιαντίνης, γεννήθηκε ως Δημήτριος Νικολακάκος στην Πολοβίτσα Λακωνίας στις 23 Ιουνίου 1942. Η καταγωγή του ήταν από τη γειτονική Λιαντίνα Λακωνίας. Πατέρας του ήταν ο Θόδωρος Νικολακάκος (πέθανε το 1987) και μητέρα του η Πολυτίμη Νικολακάκου (1911-2000). Είχε άλλους δύο αδελφούς, τον Γιώργο, μεγαλύτερο σε ηλικία και τον Στέφανο, δίδυμό του. Τελείωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο Σπάρτης. Το 1966 αποφοίτησε από το Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΕΚΠΑ. Από το 1968 ως το 1970 υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση στους Μολάους Λακωνίας.
Το 1970 έφυγε για το Μόναχο , όπου δίδασκε φιλολογικά μαθήματα σε ελληνικό σχολείο, ενώ ταυτόχρονα σπούδαζε τη γερμανική γλώσσα. Αφού επέστρεψε στην Ελλάδα, διορίστηκε εκ νέου ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση (1973-74 στις Θεσπιές Βοιωτίας και 1974-75 στο Γυμνάσιο Αρρένων της Θήβας). Το 1975 διορίστηκε ως βοηθός στο Εργαστήριο Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, από τον τότε Αντιπρύτανη Αντώνη Δανασσή - Αφεντάκη. Το 1978 έγινε διδάκτορας με βαθμό «άριστα» και ακολούθως Επιμελητής, Λέκτορας, Επίκουρος Καθηγητής και Αναπληρωτής Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Δίδασκε Φιλοσοφία της Αγωγής και Διδακτική Αρχαίων και Νέων Ελληνικών. Δεινός ρήτορας, είχε το χάρισμα να γοητεύει το ακροατήριό του. Ο τομέας όπου θα μπορούσε να πούμε ότι «υστερούσε» κάπως, ήταν αυτός της έρευνας, καθώς δεν είχε παρουσιάσει ευρύ ερευνητικό έργο. Ωστόσο ο Λιαντίνης υπήρξε συγγραφέας εννιά βιβλίων, το τελευταίο από τα οποία η «Γκέμμα», γνώρισε τεράστια επιτυχία. Να σημειώσουμε ότι το επίθετο Λιαντίνης δεν ήταν ψευδώνυμο, αλλά κατοχυρωμένο με πράξη του Πρωτοδικείου στις 31 Ιουλίου 1979. Επρόκειτο για απόφαση που είχε λάβει ήδη από το 1973. Να σημειώσουμε τέλος ότι ο Λιαντίνης το 1978-79 έλαβε εκπαιδευτική άδεια. Παρακολούθησε στο φημισμένο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης μαθήματα Φιλοσοφίας, ενώ παράλληλα δίδασκε σε ελληνικό σχολείο στο Λουντβισχάφεν.
Το 1973 παντρεύτηκε τη Νικολίτσα Γεωργοπούλου, καθηγήτρια του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την οποία απέκτησαν μια κόρη, τη Διοτίμα, καθηγήτρια επίσης του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επειδή το όνομα Διοτίμα σίγουρα είναι σπανιότατο, να αναφέρουμε ότι ήταν ιέρεια από τη Μαντίνεια, σοφή γυναίκα, που έκανε τον καθαρμό των Αθηναίων μετά τον λοιμό του 429 π.Χ. Στο «Συμπόσιον» του Πλάτωνα, ο Σωκράτης λέει ότι σε μια συνομιλία του με τη Διοτίμα οφείλει τις απόψεις του για τον έρωτα, ως πόθο και κίνητρο για το ωραίο και το αληθινό. Ο Πρόκλος θεωρεί τη Διοτίμα πυθαγορική. Δεν είναι γνωστό αν η Διοτίμα υπήρξε στην πραγματικότητα ή ήταν δημιούργημα της πλατωνικής φαντασίας.
Η εξαφάνιση του Δημήτρη Λιαντίνη
Όλα όσα έγιναν το καλοκαίρι του 1998 με τον Δημήτρη Λιαντίνη ήταν συγκλονιστικά. Στις αρχές Ιουνίου 1998 εξαφανίστηκε, αφήνοντας σημείωμα στην κόρη του (θα το παραθέσουμε στη συνέχεια), στο οποίο ουσιαστικά αποκάλυπτε ότι θα δώσει τέλος στη ζωή του.
Τη Δευτέρα 1η Ιουνίου 1998 ο καθηγητής Λιαντίνης έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιό του, το οποίο είχε καταστρώσει από καιρό και είχε επεξεργαστεί στο μυαλό του. Ήθελε να φύγει από την οικογένεια και τους φίλους του, αφήνοντας το σώμα του ψηλά στον Ταΰγετο. Η σύζυγός του Νικολίτσα Γεωργοπούλου βρήκε την επιστολή που είχε αφήσει και απευθυνόταν προς την κόρη του Διοτίμα.
Όταν τη διάβασε κόντεψε να τρελαθεί. Τηλεφώνησε στη Διοτίμα που είχε παντρευτεί και έμενε στο Χαλάνδρι με τον σύζυγό της. Τηλεφώνησε επίσης και στα αδέλφια του συζύγου της και σε άλλους συγγενείς. Ακολούθησαν οι πρώτες έρευνες τον Ταΰγετο, χωρίς όμως να βρεθεί κανένα ίχνος. Οι αναζητήσεις συνεχίστηκαν και τις επόμενες μέρες, οι έρευνες όμως ήταν άκαρπες.
Η σύζυγος του Λιαντίνη επικοινώνησε με τον Πάνο Σόμπολο, που εργαζόταν τότε στην ΕΡΤ λέγοντάς του ότι ο σύζυγός της εξαφανίστηκε και ότι κινδυνεύει η ζωή του. Του ζήτησε να βοηθήσει και να δημοσιοποιήσει το θέμα. Ο Πάνος Σόμπολος, πραγματικά πήγε στο σπίτι της οικογένειας Λιαντίνη στην Κηφισιά, πήρε συνέντευξη από την κυρία Γεωργοπούλου η οποία προβλήθηκε από τα δελτία ειδήσεων της δημόσιας τηλεόρασης. Ωστόσο, η επιστολή που είχε αφήσει ο καθηγητής στην κόρη του Διοτίμα ήταν ενδεικτική των προθέσεών του και δεν άφηνε πολλές αμφιβολίες για την τύχη του…
Διοτίμα μου,
Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.
Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.
Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπούκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.
Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης.
Έζησα έρημος και ισχυρός.
Λιαντίνης
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή να στεφανωθούν οι μορφές Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου στη Σπάρτη.
Όλα έδειχναν ότι ο Λιαντίνης είχε πάει στον Ταΰγετο, για να δώσει, με κάποιο τρόπο, τέλος στη ζωή του. Εκείνες τις μέρες, η κυρία Νικολίτσα Γεωργοπούλου είχε δώσει μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη στον «Αδέσμευτο Τύπο» του Δημήτρη Ρίζου (υπήρχε και εφημερίδα «Αδέσμευτος Τύπος» που εξέδιδε ο Κώστας Μήτσης. Η Ελλάδα κατείχε μάλλον το μοναδικό παγκοσμίως… προνόμιο να εκδίδονται στην ίδια πόλη, δύο καθημερινές εφημερίδες με τον ίδιο ακριβώς τίτλο.
Η έκδοση του δεύτερου «Αδέσμευτου Τύπου» από τον Δημήτρη Ρίζο έγινε μετά την αποχώρησή του, λόγω διαφωνιών, από τον «Αδέσμευτο Τύπο» του Κώστα Μήτση!). Ας δούμε όμως τι είπε στη συνέντευξή της η σύζυγος του Λιαντίνη: «Το κουβέντιαζε κάθε μέρα μαζί μου, αλλά δεν ήξερα ποτέ ότι θα το έκανε. Δέχομαι την πράξη του, γι’ αυτό δεν θα φορέσω μαύρα, ούτε θα τον θρηνήσω. Ο θάνατος του καθενός είναι προσωπική υπόθεση. Είχα καταλάβει ακόμα και τον τόπο που θα εκτελέσει την πράξη του».
1998-2005: Επτά χρόνια άκαρπων ερευνών για τον Δημήτρη Λιαντίνη
Η Αστυνομία που ενημερώθηκε για την εξαφάνιση έκανε έρευνα σε πολλά μέρη. Αστυνομικοί πέταξαν με ελικόπτερο πάνω από τον Ταΰγετο (ο οποίος, για όσους δεν γνωρίζουν, λέγεται και Πενταδάκτυλος), χτενίζοντας όλο το βουνό από τις παρυφές ως τις κορυφές του. Άνδρες της Πυροσβεστικής, ανάμεσά τους και Μονάδες της ΕΜΑΚ, ορειβάτες, φίλοι, συγχωριανοί και άλλοι, έψαξαν παντού χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Μάλιστα έρευνες έγιναν και στο εξοχικό σπίτι της οικογένειας Λιαντίνη στις Κεχριές Κορινθίας, όπου βέβαια δεν βρέθηκε κανένα ίχνος του καθηγητή. Κατά διαστήματα ορισμένοι ισχυρίζονταν ότι είδαν το Λιαντίνη κάπου στον Ταΰγετο ή αλλού. Οι πληροφορίες αυτές όμως δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Κάποιες από αυτές ήταν εντελώς ακραίες: ο Λιαντίνης έφυγε στο εξωτερικό ή ζει σε κάποιο μέρος με μια γυναίκα.
Η μόνη αξιόπιστη μαρτυρία ήταν αυτή του ταξιτζή Κώστα Τσούνη, του τελευταίου ανθρώπου που τον είδε ζωντανό. Ο Λιαντίνης είχε πάει στη Σπάρτη με το αυτοκίνητό του. Το άφησε στην πρωτεύουσα της Λακωνίας με γεμάτο ρεζερβουάρ. Μπήκε στο ταξί του Κώστα Τσούνη, κάτι που είχε κάνει και άλλες φορές στο παρελθόν. Ο Τσούνης τον μετέφερε στο καταφύγιο του Ταϋγέτου, 22 χιλιόμετρα μακριά. Τις προηγούμενες φορές τον περίμενε και τον μετέφερε πίσω στη Σπάρτη. Αυτή όμως τη μέρα, την 1η Ιουνίου 1998, λίγο μετά τις 2 το μεσημέρι, ο Λιαντίνης είπε στον Τσούνη να φύγει γιατί είχε, δήθεν, ραντεβού με κάποιους Γερμανούς ορειβάτες και άρχισε να βαδίζει στο μονοπάτι που οδηγεί στην κορυφή του Ταϋγέτου, στον Προφήτη Ηλία, στα 2.407 μέτρα. Να σημειώσουμε επίσης, ότι ο Λιαντίνης, αφού πλήρωσε τον ταξιτζή, του ζήτησε να «κάνουν ένα τσιγάρο». Ο Τσούνης του είπε ότι δεν καπνίζει. «Δεν πειράζει, κάνε μου παρέα», είπε ο Λιαντίνης που κάπνισε το τελευταίο (;) τσιγάρο της ζωής του αμίλητος… Αυτές είναι και οι τελευταίες γνωστές κουβέντες του Λιαντίνη…
4 Ιουλίου 2005: η «ανεύρεση» της σορού του Λιαντίνη
Στις 4 Ιουλίου 2005 ήρθε η στιγμή της αποκάλυψης. Η σορός του Λιαντίνη βρέθηκε μετά από υπόδειξη του συγγενή και φίλου του Παναγιώτη Νικολακάκου ή «Παναγιώταρου», όπως τον αποκαλούσε ο καθηγητής. Ο Λιαντίνης είχε αποκαλύψει σε αυτόν το μυστικό του και το σημείο όπου θα έδινε τέλος στη ζωή του, τον δέσμευσε όμως να μην πει τίποτα σε κανέναν πριν περάσουν επτά χρόνια. Ο Παναγιώταρος τήρησε την υπόσχεσή του. Μόλις συμπληρώθηκαν επτά χρόνια από τη «φυγή» του Λιαντίνη αποκάλυψε στη σύζυγο και την κόρη του το μυστικό. Στις 4 Ιουλίου 2005 ο Παναγιώταρος, η Διοτίμα και ο σύζυγός της Μάρκος Διγενής, μετά από δύο ώρες ανάβασης, έφτασαν στην «τρύπα του Λιαντίνη», έτσι αποκαλείται από τότε, στην τοποθεσία Πόρτες του Ταϋγέτου.
Ο Παναγιώταρος σήκωσε δύο πέτρες και βρήκε μια μπετόβεργα που είχε τοποθετήσει ο Λιαντίνης σαν υποστύλωμα. Μετά είδε το χέρι του. Φώναξε τη Διοτίμα να πλησιάσει. Εκείνη, με τον φακό της έριξε φως στην «τρύπα του Λιαντίνη». Αρχικά ήταν ψύχραιμη. Αμέσως μετά όμως είδε τον φακό του Λιαντίνη και το στυλό του και πείστηκε ότι επρόκειτο για τον πατέρα της. Κάθισε σε μια πέτρα και άρχισε να κλαίει. Ο Διγενής παρέμεινε αμίλητος, ενώ και ο Παναγιώταρος βούρκωσε. Όταν συνήλθε η Διοτίμα τηλεφώνησε στη μητέρα της λέγοντας: «Μαμά βρήκαμε τον σκελετό του μπαμπά». Η μητέρα της προφανώς εξέφρασε αντιρρήσεις, η Διοτίμα όμως επέμενε: «Τι λες βρε μαμά, αφού βρήκαμε τον φακό του, το στυλό του και τα τσιγάρα τα Κim που κάπνιζε». Η Νικολίτσα Γεωργοπούλου συνέχισε να έχει αμφιβολίες, λέγοντας πως μπορεί να βρέθηκε ένας σκελετός, αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ήταν του συζύγου της. Είπε στην κόρη της να κατέβουν από το βουνό και πως την επόμενη μέρα θα έστελνε εκεί έναν ανθρωπολόγο. Αφού έκλεισαν την τρύπα, ο Παναγιώταρος, η Διοτίμα και ο Διγενής κατέβηκαν.
Την επόμενη μέρα πήγαν πάλι στο ίδιο σημείο συνοδευόμενοι από έναν ανθρωπολόγο. Αφού άνοιξαν σχεδόν τελείως την τρύπα, ο ανθρωπολόγος έβγαλε μερικές φωτογραφίες, είδε κάτι στα δόντια και τηλεφώνησε στη σύζυγο του Λιαντίνη: «Μάλλον αυτός είναι ο άντρας σου», της είπε. Η Νικολίτσα Γεωργοπούλου δεν πείστηκε. Τελικά, ενημερώθηκε η Αστυνομία για την ανεύρεση των οστών και στις 6 Ιουλίου 2005, ημέρα Τετάρτη, ξεκίνησε η επιχείρηση για τη μεταφορά των οστών στο Γενικό Νοσοκομείο Σπάρτης. Επικεφαλής της επιχείρησης ήταν ο, τότε, Αστυνομικός Διευθυντής Λακωνίας Χρήστος Λυμπερέας. Στην ομάδα συμμετείχαν ο γιατρός του νοσοκομείου Σπάρτης Γιώργος Σολωμός, άνδρες της ΕΜΑΚ, μέλη του Ορειβατικού Συλλόγου Σπάρτης και συγγενείς του καθηγητή. Ο σκελετός και τα αντικείμενα που βρέθηκαν κοντά του μεταφέρθηκαν στη Σπάρτη.
Η ταυτοποίηση του σκελετού
Την επόμενη μέρα τα οστά μεταφέρθηκαν σε ένα σάκο με την ένδειξη «Οστά αγνώστου ανδρός» (καθώς δεν ήταν βέβαιο ότι ανήκαν στον Λιαντίνη) στην Αθήνα, ενώ τα αντικείμενα που βρέθηκαν στη σπηλιά μεταφέρθηκαν στα εργαστήρια της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας για περαιτέρω εξετάσεις. Ο Πάνος Σόμπολος συζήτησε με τον γνωστό ιατροδικαστή Φίλιππο Κουτσάφτη, προϊστάμενο τότε της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας, για το αν επρόκειτο για τα οστά του Λιαντίνη.Ο κύριος Κουτσάφτης απάντησε ότι πιθανότατα αυτό συμβαίνει, αλλά έπρεπε να αποδειχθεί με εξετάσεις (DNA και εργαστηριακές). Για τον σκοπό αυτό, είχε ληφθεί «συγκριτικό υλικό», από τη σύζυγο και την κόρη του Λιαντίνη και έναν από τους αδελφούς του.
Στο κρανίο είχαν ανακαλυφθεί υπολείμματα συνδέσμων από μήνιγγες, κάτι εντυπωσιακό μετά από παρέλευση επτά ετών. Ο κύριος Κουτσάφτης είπε στον Πάνο Σόμπολο ότι αυτό έγινε, γιατί ο Λιαντίνης πέθανε κλεισμένος στη σπηλιά, σε μεγάλο ύψος, όπου επικρατεί ψύχος, σχεδόν ολόκληρο τον χρόνο. Τελικά οι εργαστηριακές έρευνες έδειξαν ότι ο σκελετός ανήκε στον Λιαντίνη και διαπιστώθηκε και επιστημονικά η ταυτότητά του. Στο νεκροτομείο κλήθηκε και η οδοντίατρος του καθηγητή που αναγνώρισε τις «εργασίες» που είχε κάνει στα δόντια του.
Ο Φ. Κουτσάφτης είπε στον Πάνο Σόμπολο ότι δεν μπόρεσε να καταλήξει στην αιτία θανάτου του Λιαντίνη, καθώς δεν διαπιστώθηκαν κατάγματα ή κάποια εργαστηριακά ευρήματα που να οδηγούν προς κάποια κατεύθυνση. Επίσημα, η ιατροδικαστική έρευνα αναφέρει ως άγνωστη την αιτία θανάτου. Ο Π. Σόμπολος γράφει πάντως ότι κοντά στον σκελετό, ανάμεσα στα άλλα ευρήματα υπήρχαν και τρία άδεια κουτιά Hipnosedon και εκτιμά ότι δεν αποκλείεται ο Λιαντίνης να πήρε συνολικά τα 30 χάπια που περιείχαν τα κουτιά, δίνοντας έτσι τέλος στη ζωή του.
Εκτός από τον σκελετό του Λιαντίνη, στη σπηλιά βρέθηκαν μια αχρησιμοποίητη σύριγγα, επτά αχρησιμοποίητες αμπούλες με την ένδειξη «potassium» (κάλιο), μια απόδειξη φαρμακείου από τις Κεχριές, μια ελληνική σημαία διπλωμένη, ένα γυάλινο μπουκάλι κρασιού, ένα σπασμένο βάζο κ.ά.
Η σύζυγός του αποφάσισε να θάψει τον Λιαντίνη, όχι στον Ταΰγετο όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά στις Κεχριές Κορινθίας, σ’ ένα λιτό τάφο, κοντά στο εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος.
Επίλογος
Αυτή ήταν η ζωή και το τέλος του Δημήτρη Λιαντίνη. Ενός χαρισματικού πανεπιστημιακού δασκάλου, που μάγευε τους φοιτητές και τις φοιτήτριές του που τον λάτρευαν. Ιδιαίτερα δημοφιλής ήταν και σε ανθρώπους έξω από τους ακαδημαϊκούς «κύκλους». Ο Πάνος Σόμπολος γράφει: «Άλλοι τον χαρακτήρισαν φιλόσοφο, άλλοι ιδιόρρυθμο, άλλοι τρελό, άλλοι γενναίο άνθρωπο». Η σκέψη του θανάτου φαίνεται ότι τον απασχολούσε έντονα και με τον δικό του τρόπο, ίσως πίστευε ότι μπορούσε να τον «νικήσει», πεθαίνοντας όπως αυτός ήθελε…
Από τα έργα του, το τελευταίο που κυκλοφόρησε όσο ζούσε, η «Γκέμμα»(1997), γνώρισε πολύ μεγάλη επιτυχία και μεταφράστηκε και σε ξένες γλώσσες. Περιέχει 16 αυτόνομα κεφάλαια με βασικά ζητήματα το ερώτημα «Περί Θεού», τη συνείδησή του «Ελληνοέλληνα» και το πρόβλημα του θανάτου στη σύζευξή του με τον έρωτα. Το 2006 η σύζυγός του κυκλοφόρησε το έργο «Οι ώρες των Άστρων», ποιητική συλλογή του Δ. Λιαντίνη με πρόλογο της ίδιας.
Πηγή: protothema.gr