Η αμοιβή των ελαιοτριβείων από τους παραγωγούς σε είδος, με το λεγόμενο εκθλιπτικό δικαίωμα (ποσοστό επί του παραχθέντος ελαιολάδου), είναι ο τρόπος πληρωμής που έχει επικρατήσει στην Ελλάδα.

ΕΛΛΑΔΑ. «Πιο εύκολα γίνεσαι πλοιοκτήτης παρά ελαιοτριβέας». Αυτή ήταν η πιο χαρακτηριστική ατάκα και αυτή που ίσως θα αντιπροσώπευε την πλειοψηφία των ελαιοτριβέων /ελαιουργών με τους οποίους ήρθε το olivenews.gr σε επικοινωνία με αφορμή το ζήτημα της αμοιβής των ελαιοτριβείων.

Η αμοιβή των ελαιοτριβείων από τους παραγωγούς σε είδος, με το λεγόμενο εκθλιπτικό δικαίωμα (ποσοστό επί του παραχθέντος ελαιολάδου), είναι ο τρόπος πληρωμής που έχει επικρατήσει στην Ελλάδα. Ο συγκεκριμένος τρόπος πληρωμής προσδίδει στον ελαιοτριβέα διττή ιδιότητα, τόσο του παρόχου υπηρεσιών (έκθλιψη) όσο και του αγοραστή της λαμβανόμενης (ως αμοιβής) ποσότητας αγροτικού προϊόντος. Επομένως, η αμοιβή σε είδος αποτελεί τόσο έσοδο όσο και έξοδο του ελαιοτριβέα, ο οποίος και υποχρεούται να εκδώσει εκτός από τιμολόγιο (για την παροχή υπηρεσιών) και παραστατικό πώλησης για την ποσότητα που λαμβάνει ως αμοιβή. Ο άλλος τρόπος είναι πληρωμή σε χρήμα όπου ο ελαιοτριβέας αμείβεται με δεδομένο και προσυμφωνημένο ποσό €/τόνο ελαιοκάρπου ανεξάρτητα με την ποσότητα (απόδοση) και την ποιότητα του ελαιολάδου που θα παραχθεί.

Το ρεπορτάζ αποκαλύπτει ότι σε κάθε γεωγραφική περιοχή έχουν επικρατήσει διαφορετικές πρακτικές.

Στη Μεσσηνία, ανάλογα με το ελαιοτριβείο και τη χρονιά, το εκθλιπτικό δικαίωμα κυμαίνεται μεταξύ 9 και 12% (συν τον Φ.Π.Α και την εισφορά δακοκτονίας).

Στη Λακωνία, νέο εγχείρημα αποτελεί η διαφοροποίηση του δικαιώματος αναλόγως με το αν ο παραγωγός συμφωνεί στην κοινή άλεση του ελαιοκάρπου ή όχι. Έτσι, σε κάποια ελαιοτριβεία το δικαίωμα βρίσκεται στο 9%, ενώ σε άλλα η κοινή άλεση χρεώνεται λιγότερο (8-8,5%) από τη μεμονωμένη έκθλιψη (10%).

Στην Αργολίδα, φέτος το εκθλιπτικό δικαίωμα ανέρχεται στο 10%, ελαφρώς αυξημένο συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά (9%).

Στην Κρήτη, η πληρωμή σε είδος είναι γερά εδραιωμένη. Οι προσπάθειες κάποιων ελαιοτριβέων /ελαιουργών να αλλάξει ο τρόπος πληρωμής σε χρήμα (€/τόνο) δεν απέδωσαν, όπως μας είπαν, κυρίως λόγω των αντιρρήσεων των αγροτικών συνεταιρισμών, ενώ επηρεάστηκαν και από τα προβλήματα ποιότητας και ποσότητας που παρουσιάστηκαν την εσοδεία 2019/20. Το ποσοστό σε είδος κυμαίνεται από 9-13% ανάλογα με το ελαιοτριβείο.

Ο τρόπος αμοιβής συνδέεται με τη διαδεδομένη συνήθεια των “άκοπων” λαδιών. Ο παραγωγός δεν τιμολογεί αμέσως την ημέρα που αλέθει αλλά αφήνει το λάδι του (“άκοπο”) στις δεξαμενές του ελαιουργείου ώστε να το τιμολογήσει αργότερα προσδοκώντας ότι οι τιμές θα ανέβουν. Πρόκειται για πρακτική με πολλά ρίσκα, που μετατρέπει σε έμπορο όχι μόνο τον ελαιουργό αλλά και τον ελαιοπαραγωγό.

Αντιθέτως, η αμοιβή σε χρήμα είναι η τακτική που εφαρμόζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην Λέσβο με τους ελαιοτριβείς του νησιού να θεωρούν ότι η εγχρήματη συναλλαγή είναι και η πιο σωστή.

Υπάρχουν και εκείνοι που βρίσκονται κάπου ενδιάμεσα, εφαρμόζοντας και τους δύο τρόπους αμοιβής, αναλόγως με το τι επιθυμεί ο παραγωγός. Δηλαδή αν η παραγόμενη ποσότητα το επιτρέπει, ο παραγωγός πληρώνει σε είδος, ενώ αν αυτή είναι μικρή, εξοφλεί την παροχή υπηρεσιών με χρήμα.

Μεγάλη μερίδα των ελαιοτριβέων με τους οποίους ήρθαμε σε επικοινωνία συμφώνησε στο ότι μία δυνητική αλλαγή του τρόπου πληρωμής, όπως η επικράτηση της εγχρήματης συναλλαγής, σίγουρα θα αποτελούσε μία θετική εξέλιξη για τους ίδιους. Ορισμένοι μάλιστα πιστεύουν πως η επικράτηση του τρόπου πληρωμής με εκθλιπτικό δικαίωμα είναι αποτέλεσμα αθέμιτου ανταγωνισμού με τους συνεταιρισμούς.

«Βυθιζόμαστε όλοι μαζί περιμένοντας κάποιος να κάνει τη διαφορά, αλλά δεν την κάνει κανείς» δηλώθηκε χαρακτηριστικά.

Όπως οι ίδιοι επισήμαναν τα έξοδα λειτουργίας του ελαιοτριβείου (ρεύμα, νερό, εργατοώρες, μεταφορά ελαιοπυρήνα στο πυρηνελαιουργείο κ.λπ.) παραμένουν τα ίδια, ανεξαρτήτως αποδόσεων και ποιοτικών χαρακτηριστικών των παραγόμενων ελαιολάδων. Έτσι π.χ. τα ελαιόλαδα υψηλής οξύτητας περισσότερο ζημία παρά κέρδος αποφέρουν σε ένα ελαιοτριβείο. Δε μπορεί λοιπόν η βιωσιμότητα ενός ελαιοτριβείου να βασίζεται στην ποιότητα της παραγωγής αλλά ούτε και να επηρεάζεται από αστάθμητους παράγοντες όπως οι τιμές της αγοράς.

Οι ελαιοτριβείς είναι πεπεισμένοι ότι ο δρόμος για μία τέτοια αλλαγή είναι αρκετά μακρύς. Μερικοί μάλιστα πρότειναν ως εναλλακτική να ορισθεί ένα πλαφόν στο δικαίωμα.

Πάντως, υπάρχουν και εκείνοι που δηλώνουν ευχαριστημένοι με το πως έχουν τα πράγματα, καθώς εστιάζουν περισσότερο στο δικό τους προϊόν, στο ελαιόλαδο, παρά σε κάποιο σταθερό χρηματικό ποσό αμοιβής.

Αξίζει να πούμε ότι στην Ισπανία επικρατεί απολύτως η αμοιβή σε χρήμα και μάλιστα συνδυαζόμενη με την κοινή/συνεχή άλεση όχι μόνο στα ιδιωτικά αλλά και στα συνεταιριστικά ελαιοτριβεία. Πρόκειται για μεγάλες μονάδες, εργοστάσια, που κατά την παραλαβή και ζύγιση του ελαιόκαρπου, μετρούν την ελαιοπεριεκτικότητα μετατρέποντάς τον σε ισοδύναμο βάρος ελαιολάδου και βάσει αυτού ο παραγωγός πληρώνει την αμοιβή του ελαιοτριβείου. Επακολουθεί η συνεχής/κοινή άλεση. Το παραγόμενο ελαιόλαδο αποθηκεύεται σε μεγάλες, σχεδόν πάντοτε στεγασμένες, με άζωτο κ.λπ. δεξαμενές. Ο παραγωγός μπορεί να πάρει το “λάδι του” μόνο τυποποιημένο μια και μετά το “τοξικό σύνδρομο” του 1981 στην Ισπανία έχει απαγορευθεί τελείως το χύμα, ανώνυμο ελαιόλαδο. (βλ. περισσότερα στην Εγκυκλοπαίδεια Ελαιοκομίας, το κεφάλαιο για την Ισπανία από την κα. Δήμητρα Αλιέως, σελ. 601).

Πηγή: olivenews.gr