Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Οι μαρτυρίες είναι ο πραγματικά «ζωντανός» κλάδος της Ιστορίας, ο οποίος δεν περιγράφει μόνο το «τι» συνέβη, αλλά συμπληρώνει και το «πώς» βιώθηκε το γεγονός. Με τις μαρτυρίες αυτές και την επεξεργασία τους από τους ιστορικούς ερευνητές, διαμορφώνεται η «Ιστορία από τα κάτω» και αποκτούν φωνή κατηγορίες ανθρώπων που δεν είχαν πρόσβαση στο δημόσιο λόγο ούτε και είχε κανείς ασχοληθεί με την πορεία της ζωής τους.

Μια τέτοια μαρτυρία, του Γεωργίου Αθ. Κωστιάνη, έχει διασωθεί για το Ολοκαύτωμα των Αγίων Αναργύρων (Ζούπαινας) από τους Γερμανούς, στις 5 Ιουνίου 1944.

Η μαρτυρία αυτή βρέθηκε καταγεγραμμένη, και διασώθηκε από τον γιο του, Ζαχαρία Κωστιάνη, καθηγητή, στον οποίο οφείλεται και η σημαντική αυτή δημοσίευση.

Μαρτυρία Γεωργίου Αθ. Κωστιάνη

«Ήμουν 22 χρονών, τότε. Στην οικογένειά μου είμαστε 7 παιδιά, 5 κορίτσια και 2 αγόρια.

Είχαμε ανεβάσει το κοπάδι στο καλοκαιρινό χωριό Ζαραφώνα (Καλλιθέα σήμερα).

Η μητέρα μου Γιαννούλα με τις αδελφές μου είχαν παραμείνει στη Ζούπαινα, για να τελειώσει το σχολείο η μικρή μου αδελφή, 11 χρονών, Κασσιανή, μαθήτρια.

Κατά το μεσημέρι της Αγίας Τριάδος, από τη θέση Κουμαριάς Ζαραφώνας επάνω στον Πάρνωνα, είδα πυκνούς καπνούς να ανεβαίνουν στον ουρανό και να μυρίζουν έντονα καμένα κλινοσκεπάσματα (σαΐσματα). Κατάλαβα ότι η εστία του καπνού ήταν η Ζούπαινα. Έτρεξα, τα πόδια στο κεφάλι μου, έφτασα στο βόρειο μέρος του χωριού στη θέση Λοσταρά Στέρνα και είδα τα σπίτια του χωριού να καπνίζουν από τη μια άκρη έως την άλλη. Από τα Διαμαντακέικα Σπίτια που καίγονταν ακούγονταν συνέχεια εκρήξεις. Είδα τη γερμανική φάλαγγα των αυτοκινήτων στο δρόμο, στη θέση Γκορτσόραχη , να κινείται προς τη Σπάρτη, είδα και κάλυκες σφαιρών, λίγο πιο κάτω σε δυο μεριές είδα πάλι κάλυκες.

Ο Αθανάσιος Κωστιάνης με τη σύζυγό του Γιαννούλα Κωστιάνη , η οποία  σφαγιάστηκε σε ηλικία 50 ετών, στο Ολοκαύτωμα της Ζούπαινας  από τους Γερμανούς, στις 5/6/1944

Μπήκα στο χωριό πρώτος με την αγωνία μου στο κατακόρυφο:

«Να ζουν οι δικοί μου; Να γλύτωσαν τα σπίτια μας;».

Είδα στην πλατεία 20 περίπου γυναίκες συγκεντρωμένες κάτω από μια μουριά να έχουν στη μέση μια άρρωστη σε κρεβάτι. Οι γυναίκες σε έξαλλη κατάσταση μου φώναζαν (πιο δυνατά η κουμπάρα η Φαρλέκαινα): «Φύγε φύγε!!θα μας κάψεις. Θα μας σκοτώσουν όλους οι Γερμανοί άμα σε δουν» (δεν γνώριζαν ότι οι Γερμανοί είχαν φύγει).

Εγώ συνέχισα να τρέχω προς το σπίτι μας. Στο δρόμο, έξω από του Βουρνάκη το μαγαζί, είδα την γριά - Τσίραινα νεκρή, 20 μέτρα πιο κάτω άλλη, στο Γεωργιτσαίικο σπίτι ο ηλικιωμένος Κωνσταντίνος Γεωργίτσος σφαγμένος πάνω στη στέρνα και το κεφάλι του να κρέμεται στη μάντρα (μια πέτσα το κράταγε), τη μικρή εξάχρονη Αντωνίτσα, τη μητέρα της και δυο θείες της (και οι δυο έγκυες) σκοτωμένες, το σώμα της μιας είχε καεί από τη μέση και κάτω.

Με κομμένη την ανάσα μπήκα στην αυλή του σπιτιού μας που βρίσκω τη μάνα μου νεκρή. Είχε μια μαχαιριά και μια πιστολιά στο στήθος. Σε λίγο άκουσα βογγητά από το κατώι , έτρεξα και βρήκα τη μικρή μου αδελφή Κασσιανή στο παχνί , πάνω στα άχυρα που ταΐζαμε το άλογο, σε μια λίμνη αίματος, μια μαχαιριά στη κοιλιά, τα χέρια της τα είχαν κατακρεουργήσει με μαχαιριές σε όλο τους το μήκος, την πήρα στην αγκαλιά μου την έβγαλα έξω.

-«Γιώργη», μου λέει, «τη σκότωσαν τη μάνα , νερό… νερό, διψάω πολύ!».

Της έδωσα νερό το έκανε εμετό . Στο σημείο αυτό είδα και του συγχωριανούς μου αλλόφρονες να έρχονται από το κάμπο. Άφησα την αδερφή μου στις ξαδερφάδες μου και ξαναπήρα το δρόμο για Ζαραφώνα, να ειδοποιήσω τον πατέρα μου και αδελφό μου.

Την επομένη ήρθαμε και τους θάψαμε όλους μαζί, 22 άτομα , σε ομαδικό τάφο με τα ρούχα που φοράγανε, πού να βρούμε άλλα να τους φορέσουμε, θυμάμαι με ένα γελέκι τη μάνα μου, το οποίο στην εκταφή είχε μείνει άλιωτο, πού να βρεθούν ξύλα για κάσες όλα καμένα ήταν. Στη κηδεία ήταν όλο το χωριό, μεγάλη θλίψη και κλάματα. Μίλησε από το ΕΑΜ ο Κλέαρχος Κυριαζής. Η Ευγενία Γεωργίτσου, που είχαν σκοτώσει την αδερφή της διαμαρτυρήθηκε έντονα για τη σφαγή τόσων αθώων θυμάτων. «Τι φταίνε τα θύματα;» είπε.

Τότε πήρε το λόγο με άγριο ύφος ο αντάρτης του χωριού Ταλάρης και της είπε: «Σκάσε εσύ».

Την 5/6/1944 το γερμανικό τάγμα του θανάτου επέστρεφε από εκκαθαριστικές επιχειρήσεις από τον Πάρνωνα. Την προηγούμενη μέρα είχε πυρπολήσει το χωριό Άγιο Δημήτριο Ζάρακος, με 21 νεκρούς, μπήκε στο χωριό μας που είχε εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους, είχαν παραμείνει μόνο ηλικιωμένοι και ανήμποροι, μικρά παιδιά και γυναίκες.

Η γερμανική φάλαγγα εβλήθη από ομάδα ανταρτών από τη θέση Άγιος Κωνσταντίνος βόρεια του χωριού. Η θέση αυτή είχε πυκνό δάσος από κέντρα και ευκολία διαφυγής. Μετά από αυτό, με φοβερό μένος, οι Γερμανοί επιδόθηκαν στο φονικό και στον εμπρησμό. Έσπαζαν τις κλειστές πόρτες, σκόρπιζαν μια εύφλεκτη σκόνη και έβαζαν φωτιά. Λαμπάδιασε το χωριό, σκότωναν όσους συναντούσαν, στην αρχή από τα πρώτα σπίτια μέχρι τη μέση του χωριού. Εκεί, όταν είδαν ότι η επιχείρηση των ανταρτών, που εξαφανίστηκαν, ήταν ασήμαντη, έριξαν φωτοβολίδα να καίνε και να μην σκοτώνουν. Από την ενέδρα αυτή των ανταρτών δεν τραυματίστηκε ούτε σκοτώθηκε αντάρτης και από τους γερμανούς ένας γιατρός τραυματίστηκε ελαφρά στο χέρι. 22 συμπατριώτες μου σφαγιάστηκαν (2 άνδρες ηλικιωμένοι, 2 παιδιά και 18 γυναίκες σε παραγωγική ηλικία, μανάδες και κάποιες σε κατάσταση εγκυμοσύνης).

Η απώλεια για τις οικογένειες μεγάλη, η ορφάνια από τη μάνα είναι αβάσταχτη. 156 από τα 210 σπίτια του χωριού κάηκαν, οικοσκευές, ρούχα, τρόφιμα, εργαλεία, αργαλειοί, προίκες των κοριτσιών, όλα τα υπάρχοντα των αθώων ανθρώπων, που με μόχθους και ιδρώτες χρόνων και γενιών είχαν αποχτηθεί έγιναν στάχτη.

Όπως μου είπαν οι αδερφές μου, με το καμπανάκι του συναγερμού η μάνα μου τις έδιωξε από το χωριό να κρυφτούν, και γλύτωσαν. Η ίδια όμως παρέμεινε για να υπερασπιστεί το σπίτι μας, γιατί αν οι Γερμανοί έβρισκαν κλειστά τα σπίτια, τα λήστευαν. Είπε: «Αν μου πάρουν το λάδι, στάρι και τυρί θα μου πεθάνει η οικογένεια από την πείνα».

Μαζί της έμεινε και το στερνοπαίδι της, η Κασσιανή, που δεν την αποχωριζόταν. Τη πράξη της αυτή την πλήρωσε με τη ζωή της και του παιδιού της και εμείς με την ορφάνια μας. Στο σπίτι είχαν φέρει οι εισβολείς ό,τι βρήκαν (ξύλα, αλέτρια, ρούχα …) και είχαν βάλει φωτιά που έσβησε, δεν έπιασε όμως το σπίτι και σώθηκε, θες η ευχή της μάνας μας έπιασε … ο θεός λυπήθηκε! Κάηκε όμως το δεύτερο σπίτι μας, γιατί είμαστε μεγάλη οικογένεια.

Για χρόνια ο κόσμος που στην αρχή σκόρπισε στα γύρω χωριά να απαγκιάσει, πασχίσαμε να στήσουμε τα σπιτικά μας, πού να βρεθούν οικοδομικά υλικά.

Παίρναμε τα κεραμίδια από τις λόντζες και τις στάνες, για να σκεπάσουμε ένα δωμάτιο, τη γωνιά του καημένου σπιτιού που είχαν μείνει οι τέσσεροι τοίχοι για να βάλουν την οικογένεια μέσα ».

Γεώργιος Αθ. Κωστιάνης

Απόσπασμα βιογραφικού από τον γιο του Ζαχαρία Κωστιάνη

Γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1922 στη Ζούπαινα Λακωνίας, Άγιοι Ανάργυροι τώρα, που ήταν το χειμερινό χωριό της οικογένειάς του, σε μια τέντα, στο μαντρί του Μοτσανά. Ήταν το τέταρτο από τα 7 παιδιά (δυο αγόρια και πέντε κορίτσια) του Αθανασίου και της Γιαννούλας Κωστιάνη, κτηνοτρόφων και γεωργών. Τα πρώτα του βήματα τα έκανε στο μαντρί και στη στάνη, κοντά στα γίδια και στα πρόβατα .

Στο σχολείο πήγε μέχρι την Γ’ τάξη. Στις 12-5-1945 παντρεύτηκε την Ελένη Δάνα, από το Γεράκι . Υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό από 16-7-1948 έως 8/10/1951. Ήταν άνθρωπος ψύχραιμος, πολύ γρήγορος στις αντιδράσεις του, καλός τσοπάνης και μερακλής στο κλάδεμα της ελιάς. Διάβαζε με μεγάλη ευχαρίστηση τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, πολλές φορές, μέχρι που είχε αποστηθίσει πολλά κομμάτια τους. Καλός οικογενειάρχης, μεγάλωσε 4 παιδιά, είδε 11 εγγόνια και χάρηκε 10 δισέγγονα. Ήταν αγαπητός στη παρέα του, έτρωγαν την ψητή γίδα, έπιναν, τραγούδαγαν και χόρευαν. Ακόμα κι απ’ το χωράφι, μετά τη δουλειά, γύρναγε τραγουδώντας και χορεύοντας και τον άκουγε όλο το χωριό. Δούλευε μέχρι τα βαθιά του γεράματα.

Στις 2/1/2014 απεβίωσε η σύζυγος του, Ελένη, σε ηλικία 92 ετών και 2 χρόνια αργότερα, στις 11/11/2016, απεβίωσε και ο «Γεροκωστιάνος» σε ηλικία 94 ετών, πλήρης ημερών, ακμαίος μέχρι τις τελευταίες του στιγμές. Όπως διηγείται ο γιός του, ο Ζαχαρίας:

«Δυο μέρες πριν πεθάνει του έβαλα την αγαπημένη του κασέτα με δημοτικά τραγούδια που λάτρευε και τραγούδησε το “Να ‘σαν τα νιάτα δυο φορές”».

*Η φωτογραφία αφορά το ολοκαύτωμα του Κεφαλόβρυσου Ιωαννίνων, 1943. Έτσι κι αλλιώς όλα τα ολοκαυτώματα ίδια ήταν.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις