Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Ήταν ένα από κείνα τα χειμωνιάτικα βράδια με τα μολυβένια σύννεφα να κατεβαίνουν στην παραλία (της Θεσσαλονίκης) και να αγκαλιάζουν ολόκληρο τον Θερμαϊκό, ενώ ο Βαρδάρης απ’ το πρωί να λυσσομανά στις δυτικές φτωχογειτονιές, που οι νοικοκυρές προσπαθούν να ζεστάνουν μ’ ό,τι βρουν το σπιτικό τους.

Βρισκόμαστε ακόμα στον πρώτο χειμώνα μετά το ’81 (καιροί έντονα πολιτικοποιημένοι και με πολλούς προβληματισμούς για την «Αριστερά») και μόνο κάποιος που μένει χρόνια στη Σαλονίκη, καταλαβαίνει ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει ν ανταμώσεις με δικούς σου και να πνίξεις τον πόνο σου στο κρασί και τη φιλική κουβέντα των παλιών ή και νέων συναγωνιστών απ’ τη Σχολή σου. Να σκεφτείς τι διάβολο έφταιξε και πήγαν όλα στραβά μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Και κρασί σε τούτα τα μέρη λογίζεται μονάχα η «Μαλαματίνα», ειδικά αν έχεις πρόσφατα αποφοιτήσει και ψάχνεις για δουλειά. Τα οικονομικά λιγοστά κι οι έγνοιες περισσότερες.

Έτσι, λοιπόν, οι αγαπημένες μας φίλες και σύντροφοι, καμιά δεκαριά τον αριθμό, αφού συνεννοήθηκαν πρώτα, άνοιξαν την πόρτα της ταβέρνας του Ανέστη, παλιού αγωνιστή, με το κουτσό πόδι απ’ την Κατοχή στη μάχη του Κιλκίς και πήραν θέση σε κάποια γωνιά. Η ταβέρνα βρισκόταν στην απάνω γειτονιά, στα Κάστρα, σ’ ένα στενό. Εδώ ο Ανέστης ήταν γνωστός για «τον βίο και την πολιτεία του», από παλιά, και γι’ αυτό όσοι «του μοιάζανε στα μυαλά» κατέληγαν πάντα εδώ, για να του σταθούν να τα βγάλει πέρα, αφού και τα 7 χρόνια της Δικτατορίας τα πέρασε όλα «μέσα», προσπαθώντας να χορτάσει την «στενή».

Μετά τα πρώτα καλωσορίσματα και τις φιλοφρονήσεις δεν άργησε η ταβέρνα να ψευτογιομίζει. Νέοι, κυρίως, κάθε ηλικίας αλλά και μεροκαματιάρηδες πήραν τις θέσεις τους, τα πειράγματα δίναν και παίρναν και οι κουβέντες πολιτικές. Άλλωστε οι περισσότεροι, είπαμε, γνωριζόντουσαν μεταξύ τους και λόγω Ανέστη.

Όμως, η παρέα των αγοριών που μπήκαν τελευταίοι δεν διέκοψαν τις φωνές μεταξύ τους ούτε κατά την είσοδο. Δείχνανε ότι το πολιτικό πρόβλημα τούς είχε διχάσει και γι’ αυτό ο τόνος ήταν ψηλός. Ακούστηκε κάτι για τη χήρα και τις θέσεις της, κάτι για κάποιον Τενγκ και μια μαύρη γάτα, κάτι για τον Ισαάκ … Καθίσανε σ’ ένα τραπέζι κάπως κοντά στα πρώτα κορίτσια κι ο πιο ψηλόλιγνος, μετά από λίγο, στρεφόμενος στους άλλους με χαμηλή φωνή τους λέει:

- Ρε σεις, τις βλέπετε αυτές παραδίπλα ;; Είναι συντρόφισσες από την ΦΜΣ (Φυσικομαθηματική Σχολή) … δικές μας! Απ’ την παράταξη! Έχουν χαθεί εδώ και μήνες και δεν ξέρω τι να κάνουν πια …

- Είσαι σίγουρος; αντιτείνει ο Λουκάς.

- Ναι, ρε συ, τις «ψιλογνώριζα» απ’ το πρώτο τους έτος, γιατί εγώ είμαι μεγαλύτερος …

- Και τι θες να κάνουμε; πετάγεται ο Σωκράτης.

- Να τις κεράσουμε κρασί και μετά θα πιάσουμε σίγουρα κουβέντα, για να δούμε με ποιόν είναι τώρα, προσθέτει ο Μάνος της Ιατρικής απ’ το Ρέθυμνο.

Χωρίς να χάσουνε καιρό κάνουνε νεύμα στο γκαρσόνι, τον Μιχάλη. Χρόνια κι αυτός στο κουρμπέτι, αφού είχε έρθει φοιτητής απ’ τ’ Άγραφα και ξέμεινε να δουλεύει εκεί για το μεροκάματο, έχοντας απ’ την πρώτη χρονιά παντρευτεί την Δήμητρα, τον έρωτά του, που του έκανε δίδυμες 2 τσούπρες, ίδιες η μάνα του όπως έλεγε και καμάρωνε.

- «Κοίταξε, Μιχάλη», του λέει ο γιατρός.

«Τι πίνει η παρέα με τα κορίτσια δίπλα ;»

- Μαλαματίνα , γιατρέ μου!

- Ωραία! Να τους πας 3 μπουκάλια κρασί και άμα σε ρωτήσουνε ποιος τα κερνάει, να πεις τα παιδιά απ’ την ΠΠΣΠ και να μας δείξεις!... Κατάλαβες; [Προοδευτική Πανσπουδαστική Συνδικαλιστική Παράταξη του ΚΚΕ (μ – λ)]

- Εντάξει, γιατρέ μου, έγινε !!!

Και τρέχει να φέρει την παραγγελία στα γρήγορα. Σε λίγο, ο Μιχάλης, ορμηνεμένος καθώς ήτανε, ακουμπάει στο τραπέζι των κοριτσιών που γελοκοπούν απ’ το κέφι τις ρετσίνες και με στεντόρεια φωνή, στην ερώτηση ποιος τις κερνάει, απαντά:

- Ναααά … τα παιδιά εδώ δίπλα (δείχνοντάς τους) απ’ το Μισισιπή!!!

Για τα υπόλοιπα δεν έχω στοιχεία…

ΥΓ: Τα ονόματα - μόνον - είναι τυχαία ... Όλα τ’ άλλα αληθή, από κάποιον σ. αυτόπτη μάρτυρα...

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις