Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Μέρες γιορτινές που περάσαν, μας κάναν και πάλι να θυμηθούμε τότε που είμαστε παιδιά και καρτεράγαμε, πώς και πώς να πάρουμε το δώρο της Πρωτοχρονιάς. Σήμερα τα παιδιά είναι χορτασμένα από παιχνίδια (και όχι μόνο) και τίποτε δεν τους κάνει πλέον εντύπωση και δεν τα ευχαριστεί. Τότε, όμως, στις εποχές τις δύσκολες, που το μεροκάματο του πατέρα (ή και της μάνας) γόγγυζε για να βγει, όλη η οικογένεια (και τα παιδιά πιο πολύ) είχανε φέρει τις ανάγκες τους και τα «θέλω» τους στα μέτρα της ζωής τους. Όπως λέγανε και οι παλιές γιαγιάδες: «Ν’ απλώνεις τα πόδια σου μέχρι εκεί που φτάνει το πάπλωμα».

Γι’ αυτό και περιμένανε, τα παιδιά, τη μέρα της Πρωτοχρονιάς, γιατί ξέρανε πως τη μέρα αυτή οι γονείς θα «κόβανε» από αλλού λίγα λεφτά, για να πάρουνε ένα δωράκι (μέρες που ’τανε), ένα παιχνίδι στα παιδιά, που εκείνα θα το φυλάγανε, μετά, σαν τα μάτια τους, όσα χρόνια κι αν περνούσαν, γιατί ξέρανε με ποια θυσία το αποκτήσανε. Μπορεί να ήτανε φτηνό στην τιμή το παιχνίδι, όμως είχε για τα παιδιά την ίδια αξία που είχε για τον Χριστό ο οβολός της χήρας, γιατί δεν ήταν από το περίσσευμα των γονιών αλλά από το υστέρημά τους. Για τούτο, πολλά υπόγεια και αποθήκες και ντουλάπες, φυλάνε ακόμα, σαν θησαυρούς ανεκτίμητους, παλιά παιχνίδια παρ’ όλο που τα τότε παιδιά έχουν ασπρίσει κι έχουν γίνει πια γονείς και παππούδες.

Ένα από τα δώρα που δίνανε τότε στα παιδιά οι γονείς ήτανε και οι κουμπαράδες. Παρ’ ότι η φτώχεια βασίλευε στα λαϊκά σπίτια, είχε κυριαρχήσει στην κοινωνία μια αντίληψη οικονομίας και αποταμίευσης. Ότι τα παιδιά, δηλαδή, πρέπει να μαθαίνουνε από μικρά να αποταμιεύουνε χρήματα και ο κουμπαράς ήτανε μια πρώτη αρχή.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο που επί 10ετίες ολόκληρες γράφονταν στα σχολεία, κάθε χρόνο, εκθέσεις για την αποταμίευση και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο βράβευε τις καλύτερες με κουμπαράδες μεταλλικούς, που μοιάζανε με μικρά χρηματοκιβώτια. Κάθε χρόνο στις 31 Οκτωβρίου (παγκόσμια ημέρα αποταμίευσης) γράφαμε στα σχολεία τα στερεότυπα: «Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι»… «Σταλαγματιά- σταλαγματιά γεμίζει η στάμνα η πλατιά»… γράφαμε και για τα μυρμήγκια και τις μέλισσες που κάνανε αποταμίευση, «οπότε κι εμείς…» και νιώθαμε, έτσι, μια απορία μέσα μας τι δουλειά είχε με μας η αποταμίευση, αφού δεν περίσσευε φράγκο στο σπίτι και οι γονείς μας παλεύανε να τα φέρουνε βόλτα καθημερινά με μεγάλες δυσκολίες. Οι κουμπαράδες, βέβαια, που έκαναν δώρο στα παιδιά τους οι γονείς ήτανε πιο φτηνοί από κείνους του Ταμιευτηρίου, συνήθως πήλινοι, και μοιάζανε με μικρές βυτινάρες, σαν εκείνες που βάζανε οι παλαιοί τις ελιές, το λάδι και το παστό. Στην κορυφή είχανε ένα στρογγυλό τελείωμα για να τους πιάνεις και ακριβώς από κάτω τη σχισμή για να ρίχνεις μέσα τα χρήματα.

Αυτοί οι κουμπαράδες δεν ήταν ένα πρωτοχρονιάτικο δώρο που ενθουσίαζε τα παιδιά. Το να ρίχνουνε μέσα στην «κοιλιά» του κουμπαρά το ισχνό χαρτζιλίκι τους δεν ήταν κάτι που τους άρεσε και, βέβαια, δεν ήτανε παιχνίδι. Γι’ αυτό, συνήθως, μετά από λίγο καιρό, οι κουμπαράδες αυτοί βρίσκονταν σπασμένοι και το περιεχόμενό τους εξαφανισμένο.

Ώσπου, ήρθε ένας κουμπαράς παιχνίδι, που άρεσε πολύ στα παιδιά να τον «ταΐζουν», παίζοντας μαζί του.

Ήταν ένας κουμπαράς τσίγκινος, που παρίστανε ένα σπιτάκι σκύλου, φτιαγμένος από την ελληνική εταιρεία Fino*. Είχε μια κόκκινη σκεπή και γύρω- γύρω ήταν ζωγραφισμένος με λουλούδια, πρασινάδες, παπάκια, πεταλούδες, πουλάκια, σκυλάκια και γατούλες. Στο μπροστινό μέρος έδειχνε ένα συμπαθητικό, μαλλιαρό σκυλάκι δεμένο με την αλυσίδα του απ’ το κολάρο. Το κεφάλι ήταν συρόμενο. Στα αριστερά του κεφαλιού του σκυλάκου ήταν ένα σιδεράκι. Όταν έσερνες το σιδεράκι προς τα δεξιά, έφευγε μαζί και κρυβόταν το κεφάλι του σκύλου και στη θέση του ερχόταν ένα άλλο ίδιο κεφάλι με μια μεγάλη γλώσσα κόκκινη και στρογγυλή, που έβγαινε από μία σχισμή και σε προκαλούσε να βάλεις πάνω της το κέρμα σου. Όταν το τοποθετούσες, πίεζες ένα μικρό μοχλό στα αριστερά, που κρατούσε το ελατήριο της γλώσσας μπλοκαρισμένο. Τότε η γλώσσα ξανάμπαινε με θόρυβο στον κουμπαρά, τραβώντας μαζί της και το νόμισμα και επανερχόταν στη θέση του το αρχικό κεφάλι του σκύλου.

Ήταν τόση η ευχαρίστηση να «ταΐζεις» το σκυλάκι-κουμπαρά, ώστε γρήγορα τα «ψιλά» σώνονταν και τότε έβαζες στη γλώσσα του σκύλου ό,τι έβρισκες μπροστά σου (κουμπιά, χαρτάκια, οδοντογλυφίδες, σπίρτα κλπ).

Ο κουμπαράς σκυλάκι είχε και την ευκολία πως από κάτω υπήρχε ένα πορτάκι με κλειδαρότρυπα κι έτσι με το κλειδί μπορούσες να τον ανοίξεις και να πάρεις ό,τι είχε καταπιεί ο σκύλος, ώστε να συνεχίσεις το παιχνίδι.

Ο τσίγκινος κουμπαράς-σκυλάκι ήταν ένα από τα καλύτερα πρωτοχρονιάτικα δώρα των παιδιών της παλαιότερης εποχής, γι’ αυτό και ζει για πάντα στις αναμνήσεις των παιδιών του «τότε», τα οποία, σήμερα, είναι, πλέον, μεγάλοι άνθρωποι, γονείς αλλά και παππούδες, και αρέσκονται να διηγούνται την ιστορία αυτού του αξέχαστου κουμπαρά στα παιδιά και στα εγγόνια τους.

(*) H εταιρία Fino (οικ. ΠΑΠΑΕΥΑΓΓΕΛΟΥ) αντέγραφε με μικρές παραλλαγές εισαγόμενα παιχνίδια.

«Αγοράζω παιχνίδια Φίνο, χαλάλι τα λεπτά που δίνω» ήταν το σλόγκαν της Φίνο, που κατασκεύαζε σιδερένια αλλά και λούτρινα κουρδιστά παιχνίδια.

Πολλά παιχνίδια της εταιρίας έγιναν διάσημα εκείνη την εποχή.

Καλή χρονιά σε όλους

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις