Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Η Αναβρυτή είναι ένα από τα ομορφότερα και πιο προκομμένα χωριά της Λακωνίας. Στα παλαιότερα χρόνια το χωριό άκμασε και έγραψε ιστορία χάρη στις βιοτεχνικές και εμπορικές δραστηριότητες των φιλοπρόοδων κι εργατικών κατοίκων του, οι οποίοι ασχολούνταν με την βυρσοδεψία, την κτηνοτροφία αλλά και την υφαντουργία. Δυστυχώς, μετά το ’50 κυρίως, ένα πολύ μεγάλο μέρος των κατοίκων της Αναβρυτής μετανάστευσε στο εξωτερικό και άλλοι κατέβηκαν στη Σπάρτη, όπου, από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης της νέας πόλης, υπήρχε ισχυρή παρουσία Αναβρυτιωτών, οι οποίοι διακρίνονταν για τις επιχειρηματικές και επαγγελματικές τους δραστηριότητες, δίνοντας ζωή και ικμάδα στην οικονομία της πόλης.

Κάπου στα 1953 επέστρεψε στη Σπάρτη από την Αμερική ο Αναβρυτιώτης Βασίλης Βερούτης. Αγόρασε με τις οικονομίες του ένα οικόπεδο στην οδό Γυθείου (αρ.41), έχτισε εκεί ένα σπίτι, κατέβασε απ’ το χωριό την οικογένειά του και άνοιξε μια ταβέρνα. Η οδός Γυθείου ήταν τότε αραιοκατοικημένη, αλλά η ταβέρνα δούλευε καλά, με πελάτες εκείνους τους μερακλήδες από τη Σπάρτη, το Ψυχικό και την Καλογωνιά , που γύρευαν το καλό κρασί και ήταν διατεθειμένοι να περπατήσουν και λίγο παραπάνω για να το βρουν.

Ο μοναχογιός του κυρ-Βασίλη, ο Νίκος Βερούτης, δοκίμασε την τύχη του πρώτα σαν τσαγκάρης, που ήταν ένα από τα παραδοσιακά επαγγέλματα των Αναβρυτιωτών. Δούλεψε στο υποδηματοποιείο των Αφών Αλατσά, γωνία Ευαγγελιστρίας και Παλαιολόγου, και στου μπάρμπα του, του Βερούτη, λίγο παραπάνω στην οδό Ευαγγελιστρίας. Ύστερα, άνοιξε δικό του τσαγκάρικο, αλλά δεν τον ικανοποιούσε η δουλειά που διάλεξε και αποφάσισε να γίνει ταβερνιάρης, στο πόδι του πατέρα του, εκεί στην οικογενειακή ταβέρνα, στην οδό Γυθείου.

Η δουλειά του ταβερνιάρη πήγε καλά για τον Νίκο τον Βερούτη από την Αναβρυτή (όταν μας αρέσει η δουλειά που κάνουμε είναι σίγουρο πως θα πάμε καλά), παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια, κι εκεί κάπου στις αρχές του ’60 έφτιαξε καινούριο σπίτι στο πατρικό του κι από κάτω του άνοιξε μια νέα ταβέρνα, που ήταν μαζί και μπακαλικάκι, κατά το συνήθειο εκείνων των εποχών, που ταβέρνα και μπακάλικο ήταν σφιχτά αδερφωμένα, πραγματικοί σιαμαίοι αδερφοί: Έλεγες «μπακάλικο» κι ο άλλος άκουγε «ταβέρνα». Έλεγες «ταβέρνα» κι άκουγε «μπακάλικο».

Η νέα ταβέρνα ΒΕΡΟΥΤΗ ήταν κάτι ανάμεσα στην παλιά ταβέρνα και στην κοσμική ταβέρνα των νεότερων χρόνων:

Απ’ έξω μια μεγάλη τσιμεντένια αυλή με γλάστρες γεμάτες πρασινάδες και λουλούδια που τα καλοκαίρια γέμιζε με τραπέζια, τζαμαρία στη φάτσα, ένα ρολό-κιγκλίδωμα που κατέβαινε για ασφάλεια τη νύχτα, όταν έκλεινε η ταβέρνα, και μια όμορφη τέντα για τον ήλιο.

Μέσα τα … γνωστά: Τραπεζάκια, καρέκλες, πάγκος, ράφια, η κουζίνα πίσω, το «βασίλειο» της «Βερούταινας» για να ’τοιμάζει μπακαλέο τηγανητό και σκορδαλιά, ντολμαδάκια με φύλλα τρυφερά «πνιγμένα» στο αυγολέμονο, τηγανητά κεφτεδάκια που σε λιγοθυμάγανε με τη μυρουδιά τους όταν τσιτσιρίζανε στο τηγάνι , ψητό στο φούρνο με μπόλικη φρέσκια ρίγανη και πατατούλες. Και στο υπόγειο τρία βαρέλια «χιλιάρια» (!!!) με μούστο από το Δαφνί και τη Γράμμουσα. Το καλό και αγνό κρασί του ΒΕΡΟΥΤΗ τράβαγε τους πελάτες του καιρού πιο δυνατά κι απ’ τον νοστιμότερο μεζέ. Οι κρασοπατέρες, τότε, δεν πήγαιναν στην ταβέρνα για να φάνε, αλλά για να πιούνε. Αν έβρισκαν και καλό μεζέ (και είχαν να τον πληρώσουν), ακόμα καλύτερα. Και βέβαια, ψυχή του μαγαζιού ο ταβερνιάρης, ο μπαρμπα-Νίκος ο Βερούτης, πάντα με το χαμόγελο, καλομίλητος, καταδεχτικός, απλός, φίλος με όλους, πρόθυμος να ακούσει στο ποτήρι που έπινε μαζί τους τις χαρές μα και τις στεναχώριες τους, να πει την καλή του την κουβέντα, να κεράσει, να τραγουδήσει μαζί τους, να πει τα καλαμπούρια του με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο, να μετράει τα χρόνια του στη δουλειά με τους λεκέδες στην ποδιά του, να γράφει και να σβήνει (όταν έπρεπε) τα βερεσέδια, να λέει την τελευταία «καληνύχτα» απ’ την καρδιά του.

Η ταβέρνα του Νίκου Βερούτη δούλεψε 36 ολόκληρα χρόνια (μια ολόκληρη ζωή), από το 1966 μέχρι το 2002, οπότε ο μπαρμπα-Νίκος αποφάσισε να δώσει σύνταξη στον εαυτό του.

Το μαγαζί έκλεισε αλλά … έμεινε ανοιχτό!!! Γιατί ο μπαρμπα-Νίκος δεν σταμάτησε ούτε μια μέρα να το ανοίγει. Πώς ν’ αφήσεις κλειδωμένη για πάντα τη ζωή σου; ‘Έτσι, λοιπόν, από το 2002 μέχρι σήμερα, κατεβαίνει κάθε πρωί (ή τουλάχιστον τα περισσότερα πρωινά) από το σπίτι στην ταβέρνα, βάζει το κλειδί στην κλειδαριά, ανοίγει, και το άδειο μαγαζί «γεμίζει κόσμο». Όλοι οι φίλοι κι οι γνωστοί κι οι συγγενείς, όλοι οι πελάτες τού «Χθες», ζωντανοί και πεθαμένοι (κυρίως οι πεθαμένοι) έρχονται, σαν δούνε την πόρτα ανοιχτή, καλημερίζουν τον μπαρμπα-Νίκο και πιάνουνε θέση στην ταβέρνα. Κι ο μπαρμπα-Νίκος σεργιανίζει στην κουζίνα, στέκεται στον πάγκο, κάθεται σ’ ένα τραπεζάκι, στέκεται ορθός μπροστά στη τζαμαρία, περιδιαβάζει με τη ματιά του τον πολυσύχναστο, πλέον, δρόμο κι όλο και κάποιος παλιός φίλος και περαστικό θα περάσει, «δια ζώσης», για να κάνει παρέα στον μπαρμπα-Νίκο, να κεραστεί ένα κρασάκι, να πούνε τα νέα και να θυμηθούνε τα παλιά και να κάνουνε ένα μνημόσυνο σ’ αυτούς που κάποτε, κάνανε παρέα στην ταβέρνα και πια «έχουν φύγει».

Σήμερα η ταβέρνα του μπαρμπα-Νίκου του Βερούτη είναι ένα ζωντανό μουσείο αναμνήσεων:

Μέσα, ξύλινα τραπεζάκια στρωμένα με λουλουδάτα νάιλον τραπεζομάντιλα, ψάθινες καρέκλες, στο βάθος (στην πλάτη της ταβέρνας) τα ξύλινα ράφια για τα είδη της μπακαλικής, από κάτω από τα ράφια οι ξύλινες προθήκες για τα όσπρια, το ρύζι και τη ζάχαρη, μπροστά ο πάγκος με την παλιά ημιαυτόματη ζυγαριά, ένα παλιό χρωματιστό κάδρο (ποταμάκι… νερό καθάριο… ποταμόπετρες λευκές… λεύκες στις όχθες… ένα σπιτάκι… βουνά χιονισμένα…), η παλαιά άδεια λειτουργίας του μαγαζιού με φωτογραφία της νιότης του μπαρμπα-Νίκου, φαγωμένη από τα ζωύφια που τρώνε το χαρτί, μαζί και τις μνήμες.

Τα ράφια, άδεια, πλέον, με απομεινάρια της παλιάς δόξας:

Βαζάκια γλυκού του κουταλιού … ένα πούπουλο ξεσκονίσματος που χρόνια και χρόνια ξεκουράζει στο ράφι το ταλαιπωρημένο κορμάκι του … μια μυγώστρα ανάπηρη από τις μάχες που έδωσε με τις μύγες τόσα χρόνια … ένα άδειο μπουκάλι ούζου στο πάνω ράφι (SANS RIVAL, παρακαλώ) και δίπλα του η παλιά «εβδομαδιαία» μαυρόασπρη φωτογραφία του μπαρμπα - Νίκου με τους προγόνους (τους γονείς του και τη γιαγιά του), εκεί ψηλά-ψηλά στον τοίχο, για ν’ αγναντεύουν από πού ήρθαν, πού έζησαν και πού πηγαίνουν:

(από αριστερά)

Βερούτης Βασίλης (πατέρας)

Βερούτης Νίκος (γιος)

Ασπασία Βερούτη – Μελά (μάνα)

και μπροστά

Χριστίνα Λιακάκου-Βερούτη (γιαγιά).

Και πάνω στο ταβάνι, ψηλά, ο σκονισμένος γλόμπος που φώτισε τις ολονυχτίες των κρασοπατέρων του καιρού.

Στο πίσω μέρος, χωρισμένη από το μαγαζί, η μεγάλη κουζίνα της ταβέρνας με το νεροχύτη, το πετρογκάζ, ράφια από πάνω για τα ποτήρια και τα κατρούτσα (μερικά σώθηκαν και αναπολούν το κύλισμα του κρασιού απ’ το βαγένι αλλά και την ανυπομονησία του να κεράσουν τα γυαλένια ποτήρια στα τραπέζια) … ένα τραπέζι και λίγες καρέκλες … μια ξύλινη ντουλάπα πιατοθήκη και ψωμιέρα … μια παλιά λάμπα πετρελαίου για το απρόσμενο να κοπεί το ρεύμα … άλλο ένα χρωματιστό καδράκι από κείνα που πουλάγανε στις γειτονιές οι πλασιέδες του καιρού (χωριάτικα σπίτια μέσα στα δέντρα και τις πρασινάδες … ένα μονοπάτι χωμάτινο με μια θυγατέρα που γυρίζει απ’ τις δουλειές … ποταμάκι με ξύλινη γεφυρούλα και στο βάθος ψηλά χιονισμένα βουνά…) και άλλες παλιές λιθογραφίες στους τοίχους και ημερολόγια που μετρούν το χρόνο, πλέον, μόνο με την ηλικία τους.

Εδώ, στην κλειστή, πια, ταβέρνα του μπαρμπα-Νίκου του ΒΕΡΟΥΤΗ, ζει η ζωή που πέρασε. Κι αυτό το ξέρει πιο καλά απ’ όλους ο μπαρμπα-Νίκος και γι’ αυτό κάθε μέρα που ξυπνάει κατεβαίνει κάτω και λέει καλημέρα σ’ όλους εκείνους που ήπιανε, κάποτε, κρασί στην ταβέρνα του, που βρήκανε εκεί αποκούμπι, γλυκαίνοντας με το κρασί και την παρέα τους καημούς και τις αγωνίες της χαμοζωής τους.

Να είναι καλά και πολύχρονος ο μπαρμπα-Νίκος ο Βερούτης. Και μόνο που ανοίγει την ταβέρνα κάθε πρωί και στέκεται ωραίος και λεβέντης στην πόρτα και καλημερίζει τους περαστικούς, αυτό φτάνει.

Η αγάπη και η ανθρωπιά είναι τα μεγάλα και ανίκητα φτερά της Ζωής.

ΥΓ: Τον μπαρμπα-Νίκο τον Βερούτη δεν τον ήξερα. Τον είχα μόνο ακούσει. Γνωριστήκαμε πίνοντας κρασί, τρώγοντας ωραίους μεζέδες και τραγουδώντας, στην αυλή του κοινού φίλου μας, του αξέχαστου Τάκη Πλαγάκη, εκεί στο Ψυχικό, που –δυστυχώς- «έφυγε» απρόσμενα και νωρίς.

Μια μέρα, τελείως τυχαία, περνούσα έξω από την παλιά του ταβέρνα, εκεί στην Γυθείου, είδα τον μπαρμπα- Νίκο, καλημεριστήκαμε, με έβαλε μέσα, μου έδειξε, μου είπε, θυμήθηκε, ρώτησα, σημείωσα, φωτογράφισα …

Έτσι, γράφτηκε το κείμενο αυτό, αφιερωμένο, αποκλειστικά, με αγάπη, στον μπαρμπα-Νίκο.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις