ΑΡΓΟΛΙΔΑ. Ανάμεσα στα ιστορικά Δερβενάκια, όπου διεξήχθη η θρυλική μάχη του 1822 και αναδείχθηκε η στρατηγική ιδιοφυΐα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, και τις Μυκήνες, το βασίλειο του μυθικού Αγαμέμνονα, ξεχωρίζει ένα ερειπωμένο κτήριο.

Μπορεί να βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους εγκατάλειψης, αλλά “αιχμαλωτίζει” το βλέμμα του κάθε ταξιδιώτη που κινείται στην εθνική οδό Κορίνθου-Άργους. Αυτό που προκαλεί εντύπωση δεν είναι μόνο το μέγεθός του, αλλά και το σχήμα του, το οποίο θυμίζει πλοίο ή τεράστια τσιμεντένια μπανιέρα.

Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, υπάρχει ένα πυροβολείο, το οποίο κατασκευάστηκε πιθανότατα από τους Γερμανούς κατακτητές, όπως και πολλά άλλα σε διάφορες περιοχές ανά την Ελλάδα.

Τι ήταν το ερειπωμένο κτήριο

Ωστόσο, το ερειπωμένο κτήριο δεν σχετίζεται με την περίοδο της Κατοχής, καθώς, σύμφωνα με μαρτυρίες ντόπιων, επρόκειτο για επιχείρηση ασβεστοποιίας που λειτούργησε μεταπολεμικά, περίπου στα τέλη της δεκαετίας του ’50 με αρχές του ’60.

Η ασβεστοποιία ανήκε στον επιχειρηματία Σκαρπίδη, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στο Άργος και στον κλάδο των αναψυκτικών και αεριούχων ποτών, ιδρύοντας επιχείρηση με την επονομασία “Παλίρροια“, και σταμάτησε να λειτουργεί κατά τη δεκαετία του ’80.

Η ασβεστοποιία Σκαρπίδη απασχολούσε εργάτες του όμορου χωριού Φίχτια, καθώς εκείνη την εποχή η εντοπιότητα έπαιζε σημαντικό ρόλο στη στελέχωση του εργατικού δυναμικού. Συνέβαλε, έτσι, στην απασχόληση εγχώριων εργατικών χεριών και στην ενίσχυση της τοπικής οικονομίας.

Οι ασβεστόλιθοι και ο ασβέστης αποτελούν βασικά υλικά, τα οποία συνέβαλαν τα μέγιστα στην εξέλιξη της ανθρωπότητας και ειδικότερα της αρχιτεκτονικής.

Ο ασβέστης χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα ως βασικό υλικό για επίχρισμα και για την κατασκευή δαπέδων. Επιπλέον, χρησίμευσε τόσο ως βασικό συστατικό για την κατασκευή γυαλιού και υαλωδών υλικών, όσο και ως συνδετικό υλικό διαφόρων κατασκευών από τους ρωμαϊκούς ακόμη χρόνους.

Η ασβεστοποιία ανέκαθεν αποτελούσε μια ήπια μορφή περιβαλλοντικής δραστηριότητας. Η λελογισμένη χρήση των παραδοσιακών ασβεστοκαμίνων βιοτεχνικού χαρακτήρα, με συνετή χρήση της δασικής καύσιμης ύλης, θεωρείτο ωφέλιμη για τα δασικά οικοσυστήματα, διότι βοηθούσε στον καθαρισμό τους εξασφαλίζοντας τη συνέχειά τους.

Τι τύπος κτηρίου είναι

Το “κουφάρι” της ασβεστοποιίας Σκαρπίδη δεν αποτελεί μοναδική περίπτωση κτηρίου στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την ομάδα Βιομηχανικά Δελτία Απογραφής (ΒΙ.Δ.Α.), παρόμοιες κατασκευές εντοπίζονται στα Τέμπη και τα Μέγαρα, ενώ στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και η ασβεστοκάμινος στην Πετρούπολη Αττικής.

Όλα τα προαναφερθέντα κτήρια μοιράζονται την ίδια αρχιτεκτονική. Αποτελούν καμίνια συνεχούς καύσης τύπου Hoffmann. Πρόκειται για ειδικά διαμορφωμένους κλίβανους που οφείλουν την ύπαρξή τους στον Γερμανό αρχιτέκτονα και μηχανικό, Φρίντριχ Χόφμαν.

Ο Χόφμαν εμπνεύστηκε και κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας την συγκεκριμένη κάμινο μαζί με τον Αυστριακό μηχανικό Άλμπερτ Λιχτ το 1858.

Θεωρείται μια από τις σημαντικότερες εφευρέσεις για τη βιομηχανική ανάπτυξη του κλάδου και, μέχρι σήμερα, αποτελεί τον πιο κοινό τύπο καμίνου για την παραγωγή ασβέστη, τούβλων και άλλων κεραμικών προϊόντων.

Το 1876, υπολογίζεται ότι λειτουργούσαν 2.000 κάμινοι τύπου Hoffmann στη Γερμανία και 2.000 σε άλλες χώρες, ενώ μέχρι σήμερα έχουν χτιστεί περισσότερες από 100.000 κάμινοι σε όλον τον κόσμο.

Ερειπωμένοι κάμινοι Hoffmann σώζονται στη Μεγάλη Βρετανία, την Αυστραλία, ακόμη και στην Ταϊβάν.

Πώς λειτουργεί η κάμινος τύπου Hoffmann

Η κάμινος τύπου Hoffmann αποτελείται από κλειστό κυκλικό ή ελλειψοειδή θάλαμο καύσης, σε σχήμα στοάς που χωρίζεται σε διαμερίσματα.

Στον θάλαμο καύσης, το μέτωπο της φωτιάς κινείται συνεχώς προς μία κατεύθυνση και ψήνει τα τούβλα, τα κεραμίδια ή τον ασβεστόλιθο που βρίσκονται τοποθετημένα στο αντίστοιχο διαμέρισμα.

Τα άψητα, νωπά προϊόντα προθερμαίνονται όσο πλησιάζει κοντά τους η φωτιά, ενώ τα ήδη ψημένα κρυώνουν σταδιακά όσο η φωτιά απομακρύνεται από αυτά.

Έτσι η θερμότητα αξιοποιείται με τον καλύτερο τρόπο και η λειτουργία είναι διαρκής, αφού στο σημείο που βρίσκεται πιο μακριά από τη φωτιά και έχει κρυώσει οι εργάτες μπορούν να πάρουν τα ψημένα προϊόντα και να τοποθετήσουν νέα.

Ο κύκλος όπτησης, δηλαδή ο χρόνος ψησίματος για κάθε νέα παρτίδα προϊόντων, διαρκεί 5-12 μέρες, ανάλογα με το μέγεθος του φούρνου.

Η όλη διαδικασία ήταν εξαιρετικά αποδοτική ενεργειακά και συνεισέφερε στη θεαματική αύξηση της παραγωγής. Σε ό,τι αφορά τα τούβλα, για παράδειγμα, έχει υπολογιστεί πως, χάρη στην κάμινο Hoffmann, μπορούσαν να παραχθούν έως και 10 εκατομμύρια τούβλα ανά εργοστάσιο ετησίως.

Οι χαρακτηριστικές φάσεις λειτουργίας στην κάμινο Hoffmann έχουν ως εξής:

Τοποθέτηση των νωπών προϊόντων

Η διαδικασία αυτή απαιτούσε ειδικές γνώσεις από τον τεχνίτη, που έπρεπε να φροντίσει για το σταθερό στήσιμο των προϊόντων, την κυκλοφορία των καυσαερίων ανάμεσά τους κατά την καύση, καθώς και την επαρκή τροφοδοσία με κάρβουνο από τις οπές οροφής του φούρνου.

Σφράγισμα των εισόδων

Μετά την τοποθέτηση των προϊόντων σε ένα από τα διαμερίσματα του φούρνου, οι μικρές είσοδοι χτίζονταν πρόχειρα με τούβλα και σοβατίζονταν, ώστε να μειωθούν οι θερμικές απώλειες. Μετά την ολοκλήρωση του κύκλου ψησίματος ανοίγονταν οι είσοδοι, για να απομακρυνθούν τα ψημένα προϊόντα.

Τροφοδότηση της φωτιάς

Ο θερμαστής εργαζόταν στο πατάρι και φρόντιζε για την καύση στο αντίστοιχο διαμέρισμα του φούρνου, ρίχνοντας σε τακτά χρονικά διαστήματα, από τις οπές της οροφής, καρβουνόσκονη με τη σέσουλα. Επίσης, έλεγχε τη θερμοκρασία παρατηρώντας το χρώμα της φωτιάς και ρύθμιζε την απαγωγή των καυσαερίων.

Σε κάποιες περιπτώσεις υπήρχε σύστημα αυτόματης τροφοδοσίας για την καρβουνόσκονη. Όμως, ο ρόλος του θερμαστή ήταν πάντοτε ιδιαίτερα σημαντικός για το σωστό ψήσιμο των προϊόντων.

Τα παλαιότερα καμίνια τύπου Hoffmann στην Ελλάδα

Τα δύο παλαιότερα καμίνια συνεχούς καύσης τύπου Hoffmann που σώζονται στην Ελλάδα βρίσκονται στον Πειραιά και το Βόλο, στο πάρκο Δηλαβέρη και στο Μουσείο Πλινθοκεραμοποιίας Νικολάου και Σπυρίδωνος Τσαλαπάτα αντίστοιχα.

Το πρώτο βρίσκεται στη συνοικία Λεύκα, όπου ξεκινάει η Λεωφόρος Θηβών, και ιδρύθηκε από τον Κυθηριώτη επιχειρηματία, Ευστάθιο Δηλαβέρη το 1902. Μετά το θάνατό του, το 1932, το εργοστάσιο κεραμοποιίας πέρασε στα χέρια του γιου του, Κρίτωνα και λειτούργησε μέχρι το 1982.

Η βιομηχανία Δηλαβέρη εισήγαγε στην αγορά τα επίπεδα κεραμίδια τύπου Μασσαλίας και τους διάτρητους οπτόπλινθους που κατασκευάζονταν με ατμοκίνητα μηχανήματα και όχι πια με τις χειροκίνητες πρέσες και ξύλινα καλούπια της παραδοσιακής πλινθοκεραμοποιίας.

Όσον αφορά το εργοστάσιο πλινθοκεραμοποιίας Τσαλαπάτα, κατασκευάστηκε τη διετία 1924-1926. Είχε περίπου 17 μέτρα πλάτος και 52 μήκος, χωριζόταν σε 20 διαμερίσματα και καλυπτόταν εσωτερικά από πυρίμαχα τούβλα, παραγωγής του εργοστασίου.

Στην ακμή του, απασχολούσε 250 εργάτες και η ετήσια παραγωγή του έφτανε τα 8 με 9.000.000 τεμάχια διαφόρων τύπων.

Λειτουργούσε αδιάλειπτα μέχρι το 1978, με εξαίρεση μόνο την περίοδο της Κατοχής και κατά τους καταστροφικούς σεισμούς του 1954-1956 που συντάραξαν το Βόλο.

Το 2004 το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς ανέλαβε να δημιουργήσει, στους χώρους του κυρίως εργοστασίου ένα πρότυπο Μουσείο Πλινθοκεραμοποιίας.

Αποτελεί ένα σπάνιο δείγμα διασωζόμενου βιομηχανικού συγκροτήματος στον ελληνικό χώρο και αναδεικνύει ένα σημαντικό μέρος της πλούσιας βιομηχανικής ιστορίας και κληρονομιάς του Βόλου.

Η μόνιμη έκθεση, που αναπτύσσεται στις κτιριακές εγκαταστάσεις όπου γινόταν η παραγωγή, πλαισιώνεται από μακέτες και πλούσιο εποπτικό υλικό που διευκολύνουν τον επισκέπτη να κατανοήσει την διαδικασία παραγωγής τούβλων και κεραμιδιών.

Στο 01:55 του ακόλουθου βίντεο μπορείτε να δείτε το εσωτερικό του θαλάμου καύσης τύπου Hoffmann του παλιού εργοστασίου πλινθοκεραμοποιίας του Βόλου:

Πηγή: mixanitouxronou.gr

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις