Ο Μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος (NIPT), είναι η πιο σύγχρονη μέθοδος ελέγχου ενός εμβρύου για την παρουσία ορισμένων χρωμοσωμικών ανωμαλιών, ιδιαίτερα του συνδρόμου Down. Η συγκεκριμένη πρακτική δεν περιλαμβάνει τους κινδύνους που συνδέονται με πιο επεμβατικές μεθόδους, όπως η αμνιοπαρακέντηση, συνεπώς είναι ασφαλέστερη και ανώδυνη για την έγκυο. Στον μη επεμβατικό προγεννητικό έλεγχο, όλες οι απαραίτητες πληροφορίες που απαιτούνται προκειμένου να ελεγχθεί ότι το έμβρυο δεν πάσχει από σύνδρομο Down, μπορούν να ληφθούν από ένα δείγμα αίματος της μητέρας, το οποίο περιέχει μέρος από το DNA, δηλαδή το γενετικό υλικό του εμβρύου.

Ο σκοπός του Μη Επεμβατικού Προγεννητικού Ελέγχου είναι η ανίχνευση μερικών από τις πιο συχνές χρωμοσωμικές ανωμαλίες.

Ο Μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος NIPT ανιχνεύει τα παρακάτω σύνδρομα:

- Σύνδρομο Down (Τρισωμία 21)
- Σύνδρομο Edwards (Τρισωμία 18)
- Σύνδρομο Patau (Τρισωμία 13)
- Σύνδρομο Turner (44 XO)
- Σύνδρομο Klinefelter (44 ΧΧΥ)
- Σύνδρομο Jacobs (44 XYY)

Ο Μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος είναι ασφαλής καθώς είναι μία μη επεμβατική διαδικασία, σε αντίθεση με άλλες μορφές προγεννητικού ελέγχου, όπως η αμνιοκέντηση ή η λήψη χοριακών λαχνών CVS, τα οποία μεταφέρουν τον κίνδυνο πρόκλησης αποβολής. Η ασφάλεια και αξιοπιστία του, σε συνδυασμό με την ακρίβεια και ευαισθησία των αποτελεσμάτων, που είναι συγκρίσιμα με αυτά της αμνιοπαρακέντησης όσον αφορά το Σύνδρομο Down, είναι οι κύριοι λόγοι για τους οποίους συστήνεται στις εγκύους να μην τον παραλείψουν.

Ο Μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος συνιστάται κυρίως σε γυναίκες άνω των 35 ετών

Ο λόγος που ο Μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος συνιστάται ιδιαίτερα σε γυναίκες μεγαλύτερες από την ηλικία των 35 ετών, είναι γιατί καθώς η γυναίκα μεγαλώνει, η πιθανότητα για κάποια χρωμοσωμική ανωμαλία αυξάνεται. Μια γυναίκα γεννιέται με όλα τα ωάρια που θα έχει ποτέ, και καθώς μεγαλώνει, τα ωάρια της “γερνούν”. Κατά συνέπεια αυξάνεται ο κίνδυνος μερικά από αυτά τα ωάρια να αναπτύξουν ανωμαλίες. Συγκεκριμένα, όταν η γυναίκα είναι 30 ετών, ο κίνδυνος να γεννήσει ένα μωρό με σύνδρομο Down είναι περίπου 1 στα 1.000. Στην ηλικία των 35, ο κίνδυνος αυξάνεται έως 1 στα 300. Από την ηλικία των 40 ετών και έπειτα ο κίνδυνος είναι 1 στα 100. Άρα, για τις γυναίκες αυτές, ο Μη Επεμβατικός Προγεννητικός Έλεγχος αποτελεί ένα εξαιρετικά χρήσιμο μέσο, απόλυτα ασφαλές, για τον έλεγχο του Συνδρόμου Down και άλλων ανωμαλιών.

Πότε μπορεί μία έγκυος να πραγματοποιήσει το Μη Επεμβατικό Προγεννητικό Έλεγχο

Μία έγκυος μπορεί να κάνει το τεστ Μη Επεμβατικού Προγεννητικού Ελέγχου οποτεδήποτε μετά την 10η εβδομάδα της κύησης, εάν πρόκειται για μονήρη κύηση, και μετά την 12η εβδομάδα κύησης εάν πρόκειται για δίδυμη κύηση. Στην πραγματικότητα το τεστ μπορεί να πραγματοποιηθεί σε οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια του υπολοίπου της εγκυμοσύνης. Ωστόσο, η ιδανική στιγμή για μία μονήρη κύηση είναι μεταξύ της 10ης και 12ης εβδομάδας, και όχι αργότερα από τις 22 με 24 εβδομάδες κύησης. Αυτό διότι οι όποιες ανωμαλίες συνήθως παρατηρούνται κατά τη διάρκεια των υπερηχογραφημάτων στις πρώτες εβδομάδες της κύησης. Συνεπώς, στην περίπτωση που βρεθεί κάτι παθολογικό, το επόμενο βήμα είναι η λήψη αίματος για την πραγματοποίηση του Μη Επεμβατικού Προγεννητικού Ελέγχου.

Ποια είναι η διαδικασία του Μη Επεμβατικού Προγεννητικού Ελέγχου

Η διαδικασία είναι πολύ απλή και απόλυτα ασφαλής. Αρχικά το ζευγάρι λαμβάνει ενημέρωση από τους ειδήμονες σχετικά με το τεστ. Στην συνέχεια πραγματοποιείται λήψη αίματος και το δείγμα αποστέλλεται για ανάλυση. Τα αποτελέσματα του Μη Επεμβατικού Προγεννητικού Ελέγχου είναι διαθέσιμα σε περίπου 5 με 10 ημέρες.

Το τεστ μπορεί να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, και δεν έχει σημασία εάν η γυναίκα έχει καταναλώσει τροφή ή όχι.

Τι θα συμβεί αν τα αποτελέσματα είναι θετικά;

Αν κατά τον Μη Επεμβατικό Προγεννητικό Έλεγχο προκύψει ότι είναι παρούσα μία ανωμαλία, η οποία υποδηλώνει το σύνδρομο Down ή κάποιο άλλο σύνδρομο θα χρειαστεί περαιτέρω έλεγχος που θα πρέπει να επιβεβαιώσει το αποτέλεσμα. Το επόμενο βήμα είναι πιθανότατα η λήψη χοριακών λαχνών CVS ή αμνιοπαρακέντηση.

Εάν όμως το αποτέλεσμα είναι φυσιολογικό και απουσιάζουν και άλλες ενδείξεις, η έγκυος μπορεί να αποφύγει μια μελλοντική αμνιοπαρακέντηση που πάντα ενέχει τον κίνδυνο αποβολής, ακόμα και αν αυτός είναι μικρός.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις