Γράφει η Ελεάννα Βλαστού* / kathimerini.gr

Η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου έχει έναν πίνακα που απεικονίζει ένα θαλασσινό χαοτικό τοπίο. Πλοία εν μέσω βίαιης καταιγίδας. Ο Ολλανδός καλλιτέχνης Ludolf Bakhuizen ειδικευόταν στις θαλασσογραφίες με άστατο καιρό. Μετά την πρόσφατη γενική αναδιοργάνωση της πινακοθήκης, έχει τοποθετηθεί σε αποθήκη αυτός ο άγνωστος, προσωπικώς για μένα, πίνακας. Τον είχα πρωτοδεί, τυχαία, με τον Ντίνο –τεσσάρων τότε– όταν μετακομίσαμε στη πόλη και βολτάραμε. Στην Ολλανδία του 17ου αι. αναπτύχθηκε η παράδοση να ζωγραφίζουν πολεμικά πλοία σε ακραία καιρικά φαινόμενα. Οι καμβάδες κοσμούσαν τα σπίτια και τα δημόσια κτίρια της πόλης χωρίς να στέκονται στον αμιγώς διακοσμητικό ρόλο. Ηταν παράλληλα η αφορμή ενός διδάγματος για τους θεατές της χώρας, που η οικονομία της εξαρτιόταν από το θαλάσσιο εμπόριο. Τίποτα παραπάνω από ένα εύγλωττα συμπυκνωμένο μάθημα γενναιότητας, προσαρμοστικότητας, εμπιστοσύνης στην επιβίωση σε δύσκολους καιρούς. Θα μπορούσε να έχει τίτλο: Ανθρώπινη ανθεκτικότητα στις αντί-ξοες προκλήσεις.

Ο πίνακας μου έρχεται τακτικά στον νου όχι επειδή ο Ντίνος, δεκατρία πλέον, στον ελεύθερο χρόνο του προτιμάει το κινητό αντί της παρέας μου ή της τέχνης. Μου έρχεται στον νου όταν διαβάζω άρθρα και έρευνες για νέους, που συμβαίνει τακτικά γιατί με απασχολεί το θέμα. Οι περισσότερες έρευνες εστιάζουν στην εύθραυστη και τσαλαπατημένη ψυχική υγεία των νέων. Περίπου στα μισά της προηγούμενης δεκαετίας υπήρξε μια απότομη αλλαγή στη συμπεριφορά και στη συναισθηματική κατάσταση των παιδιών. Το νούμερο των νέων που διαγνώστηκαν με κατάθλιψη και άγχος αυξήθηκε, οι αυτοτραυματισμοί και οι αυτοκτονικές τάσεις ακολούθησαν την ίδια ανοδική πορεία. Τα παιδιά που κυκλοφορούσαν με κινητά παρατηρήθηκε ότι ήταν πιο ευέξαπτα, πιο θυμωμένα. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εκεί όπου περιφέρουν τους εαυτούς τους και επικοινωνούν, άρχισαν να παρατηρούνται συμπτώματα εθισμού, μοναξιάς και απόγνωσης.

Η τεχνολογία, το μεγάλο γεγονός, αντί να μας εξυπηρετεί φέρνοντάς μας πιο κοντά, μας απομακρύνει, έτσι διαβάζω. Το Instagram ενθαρρύνει την αναζήτηση κοινωνικής αποδοχής και την επιδίωξη μιας άρτιας εικονογραφημένης μη πραγματικότητας. Το TikTok είναι ό,τι χειρότερο για τη νοητική ανάπτυξη. Μειώνει όλες τις δυνατότητες εστίασης σε οτιδήποτε. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης πράγματι, αν πάρω ως δεδομένο ότι είναι ένα ανεξέλεγκτο και διαστρεβλωμένο περιβάλλον, φέρουν ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την ψυχική υγεία και την ισορροπία των εφήβων. Αλλά για πόσο ακόμη, αναρωτιέμαι, θα μπορούμε να επιρρίπτουμε ευθύνες στην τεχνολογία –που ήρθε για να μείνει– για τα μη ανθεκτικά παιδιά μας;

Διότι από τη μία υπάρχει η τεχνολογία, από την άλλη, η αλλαγή συμπεριφοράς προς τα παιδιά. Παρ’ όλες τις τεχνολογικές εξελίξεις και τα υλικά αγαθά δεν είμαστε, νομίζω, πιο εξελιγμένοι από τις προηγούμενες γενιές στην ανατροφή των παιδιών. Μια τάση εποπτείας και υπερπροστασίας σχηματίστηκε τα τελευταία είκοσι χρόνια και κατόπιν εντάθηκε. Τα παιδιά άρχισαν να χάνουν την αυτονομία τους, για να προστατευτούν από τα δεινά της κοινωνίας. Στην Αγγλία, η «ανεξάρτητη κινητικότητα», η ανεξαρτησία να περπατήσουν οι μαθητές προς και από το σχολείο, έπεσε από το 86% το 1971 στο 25% το 2010. Την ίδια χρονική περίοδο, τα παιδιά απομακρύνθηκαν από το παιχνίδι στους δρόμους και στις γειτονιές. Για τις μικρές ηλικίες διαμορφώθηκαν ειδικοί χώροι παιχνιδιού και εκτόνωσης, που μοιάζουν με πλαστικές ασπίδες που καλύπτουν τις αιχμηρές γωνίες και τις παγίδες. Στο σπίτι εγκωμιάζουμε, στις τάξεις οι δάσκαλοι θωρακίζουν από τις αποτυχίες, τα βραβεία δίνονται ακόμη και στους τελευταίους. Ολα για το χτίσιμο αυτοπεποίθησης. Προστατεύουμε τα παιδιά από τα αναπάντεχα, επιτηρούμε ό,τι κοιτούν, επιβλέπουμε τις κινήσεις τους, ελέγχουμε τις απογοητεύσεις τους.

Η δική μου περίπτωση, της Ελληνίδας μάνας, είναι ακόμη χειρότερη: υποπτεύομαι το πρόβλημα (οποιοδήποτε) πριν προκύψει και το λύνω προκαταβολικά πριν καν εμφανιστεί. Και τι καταφέρνω με αυτό; Αφαιρώ το αντανακλαστικό να κατανοήσει την πραγματικότητα, να την αντιμετωπίσει, να θέσει σε λειτουργία τον μυ του αυτοσχεδιασμού για τη λύση ενός προβλήματος με ό,τι μέσα διαθέτει. Κάπως έτσι, αναθρέφουμε ευπαθείς οργανισμούς σε περιβάλλον απόλυτης αποστείρωσης. Παιδιά αεροστεγώς προστατευμένα από τα μικρόβια, που θα τα κολλήσουν, με πάσα βεβαιότητα, άπαξ και αφαιρεθεί η γυάλα.

Αναθρέφουμε παιδιά αεροστεγώς προστατευμένα από τα μικρόβια, που θα τα κολλήσουν, με πάσα βεβαιότητα, άπαξ και αφαιρεθεί η γυάλα.

Διάβαζα το βιβλίο ενός Καναδού ψυχιάτρου, ονομάζεται dr Micheal Ungar και ειδικεύεται στο θέμα της ψυχικής αντοχής των νέων. Υπάρχουν, γράφει, συστατικά για τη δημιουργία μιας ανθεκτικής προσωπικότητας σε έναν μεταβαλλόμενο κόσμο. Είναι τα εξής: επαφή γονιού – παιδιού, δομή, δικαιώματα – ευθύνες, συνέπειες, πολλές δυνατές σχέσεις, ισχυρή ταυτότητα, αίσθηση ότι ανήκουν, αίσθηση ελέγχου, νόημα στη ζωή, ασφάλεια και υποστήριξη.

Εάν το ψηφιακό network έχει κάνει πειρατεία και έχει αντικαταστήσει τις επαφές και τις διά ζώσης φιλίες, δηλαδή τις στέρεες και ειλικρινείς σχέσεις, αν έχει παραποιήσει την ισχυρή ταυτότητα και την αίσθηση ότι –κάπου– ανήκουν, εμείς, οι γονείς, έχουμε τροποποιήσει ή και στερήσει τα υπόλοιπα. Προσπαθούμε διακαώς για τη δομή και τη διατήρηση επαφής μαζί τους. Αφαιρούμε όμως ευθύνες, υποχωρούμε συχνά στα όρια και στις συνέπειες. Στην ουσία, ειδικότητά μας είναι να εστιάζουμε στην ασφάλεια υπερβάλλοντας στην υποστήριξη και η δεξιοτεχνία μας έγκειται στο να απομακρύνουμε ή να ακυρώνουμε τη δυνατότητα να τους δώσουμε τον έλεγχο για να βρουν το νόημα.

Για να κλείσω με κάτι ενδιαφέρον. Από όλες τις μελέτες που πέφτουν στην αντίληψή μου, συμπεραίνω ότι ακόμη και τα ωραία της ζωής, προς επίρρωσιν των παραπάνω, προκαλούν την ίδια ευαισθησία, τα ίδια αρνητικά συναισθήματα στη νέα γενιά. Η γενιά Ζ απέχει από το ποτό. Το αλκοόλ το αντιμετωπίζουν ως ανθυγιεινή συνήθεια. Είναι συνυφασμένο με «τρωτότητα», «άγχος», «χάσιμο ελέγχου». Χωρίς να αντιλαμβάνομαι ποιο είναι το κακό σε αυτά, εικάζω ότι για τους ίδιους λόγους που οι προηγούμενες γενιές πίνουν, εκείνη το αποφεύγει. Το νερό έχει γίνει το ποτό της και το μπουκάλι του νερού ένα αντικείμενο καλτ που κυκλοφορεί παντού μαζί τους. Ο λόγος, όμως, που η νέα γενιά παιδιών έχει εμμονή με την υγεία, δεν είναι άλλη από την τεχνολογία. Αφενός, δεν πολυβλέπονται γιατί ασχολούνται με το κινητό τους, άρα δεν υπάρχουν πολλές αφορμές για να πιουν, αφετέρου, θέλουν να δείχνουν όμορφοι και περιποιημένοι σε κάθε τους ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κανείς δεν αναφέρει αυτές τις θετικές –ή πληκτικότατες κατά την άποψή μου– κοινωνικές συμπεριφορές που ορίζει η εποχή της τεχνολογίας που ήρθε και θα παραμείνει. Ολα τα παραπάνω για να καταλήξουμε σε ό,τι είπε κάποτε η Ντόλι Πάρτον: «Δεν μπορείς να κατευθύνεις τον άνεμο, μπορείς να προσαρμόσεις τα πανιά».

*Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr