Γράφει η Ελεάννα Βλαστού* / kathimerini.gr

Εχει ο Κούντερα μια ευφυή πρόταση γραμμένη στην «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι»: «Οι έρωτες είναι σαν τις αυτοκρατορίες: μόλις εξαφανίζεται η ιδέα πάνω στην οποία χτίστηκαν, εξαφανίζονται και αυτοί μαζί της». Εάν καταρρεύσει η ιδέα, ακολουθεί η απομάγευση.

Μια ιδέα διέπει τo Ηνωμένο Βασίλειο. Τη διδάσκει σε όσους κάθονται στα θρανία των τάξεών του, στους μαθητές όλων των εθνικοτήτων με σκοπό να την εμπεδώσουν από νεαρή ηλικία και να τη μεταλαμπαδεύσουν στο μέλλον. Είναι το fair play. Εδώ παίζουμε δίκαια. Εδώ θα παίζετε κι εσείς με τους όρους μας, δίκαια. Δεν είναι απλώς μια στερεοτυπική σκιαγράφηση ενός λαού, πρόκειται για έναν όρο απλό αλλά ισχυρό συμβολικά και ταυτόχρονα πολύπλευρο και πολυμήχανο. Οι Αγγλοι πολιτικοί κάνουν τακτική χρήση του όρου στους λόγους τους. Χρησιμοποιούν τις δύο λέξεις για αμεσότητα και σαφήνεια όταν θέλουν να υπονοήσουν ακεραιότητα και να προσδώσουν πατριωτισμό. Αφηγείται την παράδοση, το ήθος ενός λαού, δηλωτικό τού πώς βλέπουν οι ίδιοι τους εαυτούς και πώς επιθυμούν να τους βλέπουν οι υπόλοιποι.

Σήμερα, ο όρος fair play μόνο στον αθλητικό χώρο μπορεί να χρησιμοποιηθεί, εξαντλώντας τις δυνατότητές του. Σε όλους τους άλλους τομείς έρχεται με τους περιορισμούς του. Μοιάζει περισσότερο σαν ένα αμυδρός χαιρετισμός, ένα κούνημα του χεριού που σηματοδοτεί μια ασαφή καλή πρόθεση για δίκαιο παίξιμο. Αλλά, τελικά, τι λέει αυτός ο όρος; Αφού είναι τόσο εύπλαστος και τόσο προσαρμόσιμος, που αφήνει μεγάλα περιθώρια στην προσωπική ερμηνεία. Ολα αυτά με αφορμή ένα θεσμό, ένα μουσείο πολύ βρετανικό.

Για το Βρετανικό Μουσείο, η έννοια του fair play έγκειται στο να ακολουθεί τη μόδα στις διαμαρτυρίες, να είναι πειθήνιος ακόλουθος των hashtag των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και με έναν πολύ βρετανικό τρόπο, κυρίως, να αποφεύγει τις πολλές κουβέντες, να διαφεύγει τις σαφείς εξηγήσεις. Πριν από τέσσερις μήνες βρέθηκα στο μουσείο, έκανα μια άσκοπη περιήγηση, μια ράθυμη διαδρομή χαζεύοντας τόσο το κτίριο και τον κόσμο όσο και τα εκθέματα. Επεσε στην αντίληψή μου ότι η προτομή του σερ Χανς Σλόουν κατέβηκε από το βάθρο και τοποθετήθηκε σε μια «ασφαλή» προθήκη όπως είπε, πριν από τρία χρόνια, ο διευθυντής του μουσείου, αλλά μόνο σήμερα μπορούμε να απολαύσουμε όλη τη φλεγματική ειρωνεία του επιθέτου.

Ο Σλόουν γεννήθηκε στην Ιρλανδία τον 17ο αι., ήταν γιατρός και συλλέκτης, κληροδότησε στο βρετανικό έθνος μια συλλογή 71.000 αντικειμένων, τα οποία αποτέλεσαν τη βάση των εκθεμάτων του μουσείου. Η ιστορία, κάποιοι τη γνωρίζουν, είναι ότι η περιουσία του Σλόουν προήλθε από τη σύζυγο, κληρονόμο φυτειών ζάχαρης στην Τζαμάικα και ιδιοκτήτρια σκλάβων που «έτρεχαν» τη φυτεία. Το μουσείο αποφάσισε να αντιμετωπίσει το θέμα της αποικιοκρατίας με τον τρόπο του. Κατέβασε από το βάθρο του τον Σλόουν, για να δείξει ότι κόβει τους δεσμούς με την εκμετάλλευση και τις φυλετικές διακρίσεις. Μια απόφαση που ελήφθη όταν το σλόγκαν «Black Lives Matter» ήταν παρόν και οι διαμαρτυρίες για τον θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ βρίσκονταν σε εξέλιξη.

Περνώντας από τις αιγυπτιακές αίθουσες, παρατήρησα ότι η λέξη «μούμια» έχει αποσυρθεί, για να αποκατασταθεί η αξιοπρέπειά της. Οι επιμελητές προτιμούν να χρησιμοποιούν την έκφραση «μουμιοποιημένα απομεινάρια» αντί του «μούμια», που δεν είναι λάθος, αλλά δεν είναι εντελώς σωστό, διότι εμπεριέχει –όπως ενημερώθηκα– έναν «απάνθρωπο» απόηχο. Με αυτόν τον τρόπο το μουσείο θέλει να δώσει έμφαση και να μας ενθαρρύνει να αντιληφθούμε το απλοϊκό, ότι κάποτε οι μούμιες «ήταν άνθρωποι που ζούσαν». Μάλιστα, εφεξής θα σημειώνουν στην καρτέλα επεξήγησης περισσότερες πληροφορίες –αν υπάρχουν– για το γένος ή το όνομα των μουμιοποιημένων προσώπων (γιατί σίγουρα κάποιος ενδιαφέρεται). Ολα για την υπόληψη της μούμιας.

Μιλώντας όμως για υπολήψεις, είναι μονόδρομος, η κουβέντα έρχεται στους χορηγούς του μουσείου. Ο οργανισμός αρνείται πλέον χρηματοδότηση από την οικογένεια Σάκλερ και από την BP –εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου–, που επί δεκαετίες ήταν οι πλέον γενναιόδωροι υποστηρικτές του.

Η πρώτη δουλειά ενός μουσείου πρέπει να είναι να παρου- σιάζει, να συντηρεί, να καταλογογραφεί και να διαφυλάσσει τακτικά τα εκθέματα. Και εκεί το Βρετανικό Μουσείο απέτυχε.

Η περιουσία των φαρμακοβιομηχάνων Σάκλερ προήλθε από μια απλή ιδέα: τη διοχέτευση στην αγορά ενός ναρκωτικού σε μορφή παυσίπονου. Παρήγαγαν το οπιοειδές OxyContin, πείθοντας τους γιατρούς να προτείνουν ανεπιφύλακτα ένα φάρμακο χωρίς το στίγμα αλλά με τα χαρακτηριστικά και τον εθισμό που προκαλεί η ηρωίνη. Το φάρμακο ευθύνεται για πάνω από 500.000 θανάτους στην Αμερική τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια· τις δεκαετίες όπου ήσυχα η οικογένεια ξέπλενε την υπόληψή της με φιλανθρωπίες.

Στο όνομα Σάκλερ σκόνταψα δύο φορές, μία χαραγμένο στη μαρμάρινη επιγραφή της κεντρικής εισόδου και μια άλλη, με πιο εξοικονομημένη γραμματοσειρά, σε μικρότερη αίθουσα. Το όνομα θα φύγει, θα μείνουν όμως το δελτίο Τύπου για τη λήξη της συνεργασίας και η ενοχλητική, αναξιοπρεπώς αόριστη, δήλωση του επικεφαλής, Τζορτζ Οζμπορν: «Το μουσείο ευγνωμονεί για την υποστήριξη των τριών τελευταίων δεκαετιών, αλλά από εδώ και στο εξής θα παρουσιάζει τις απίθανες συλλογές του με άλλους τρόπους απευθυνόμενο σε ένα νέο κοινό».

Εάν ο ένας χορηγός απομακρύνθηκε, έστω τελευταία στιγμή, επειδή αποδείχθηκε πολύ ανήθικος για να υποστηρίζει ευγενείς σκοπούς, η BP εκδιώχθηκε υπό ακτιβιστική πίεση και για την αποφυγή διαμαρτυριών των οικολογικών οργανώσεων. Ούτε, όμως, την ατζέντα ενός μουσείου πρέπει να την ορίζουν άλλοι, ούτε πιστεύω ότι μια εταιρεία, που μπορεί να προσφέρει στο κοινό επιδοτώντας μια έκθεση και τοποθετώντας το λόγκο της, μπορεί να μας αλλάξει την άποψη για την κλιματική αλλαγή.

Εντέλει, όμως, η δουλειά ενός μουσείου δεν είναι να εξομαλύνει τα λάθη, ούτε να απολογείται για τις αμαρτίες του παρελθόντος ούτε να μας υποδεικνύει αποκρύβοντας την ηθική των χορηγών της. Ενα μουσείο δεν καλείται να δίνει όλες τις μάχες της πολιτικής ορθότητας, ούτε να προσφέρει λύσεις σε κοινωνικά προβλήματα· δεν είναι πλατφόρμα των πολιτικών ευθιξιών του κάθε πολίτη. Η πρώτη του δουλειά πρέπει να είναι να παρουσιάζει, να συντηρεί, να καταλογογραφεί και να διαφυλάσσει τακτικά τα εκθέματα. Και εκεί απέτυχε.

Περίπου 2.000 αντικείμενα εξαφανίστηκαν, όχι με κάποια φαντασμαγορική διάρρηξη, αλλά, το πιθανότερο, από κάποιον κλεπτομανή υπάλληλο. Ενα από τα –παλιότερα– επιχειρήματα των Βρετανών σε σχέση με την επιστροφή των δικών μας Γλυπτών ήταν ότι στο Λονδίνο είναι ασφαλέστερα απ’ ό,τι στην Αθήνα. Ενα από τα πάγια επιχειρήματα είναι ότι τα Ελγίνεια είναι ιδιοκτησία της ανθρωπότητας και ανήκουν στο Βρετανικό Μουσείο, που είναι σωστός θεματοφύλακας του πολιτισμού.

Αναρωτιέμαι, η προσκόλληση στην ιδέα fair play είναι χαρακτηριστικό των Αγγλων ή απλώς το αγγλικό χαρακτηριστικό δεν είναι η ροπή παρά η προθυμία να χρεώσουν το δίκαιο παιχνίδι στους εαυτούς τους; Διότι αν καταρρεύσει η ιδέα, ακολουθεί σίγουρα η απομάγευση.

(*) Η κ. Ελεάννα Βλαστού είναι συγγραφέας και ζει στο Λονδίνο.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr