Σαν σήμερα τα γερμανικά στρατεύματα εκτέλεσαν τον πρώτο αντιστασιακό, Μάθιο Πόταγα
«Σταθείτε, δεν θα μας σκλαβώσετε. Είμαι εδώ μόνος, αλλά ολόκληρη η Ελλάδα ακολουθεί»
ΒΥΤΙΝΑ. Το μεσημέρι, 2 Μαΐου του 1941 οι πρώτοι Γερμανοί φτάνουν έξω από τη Βυτίνα. Η Γερμανική φάλαγγα οδεύει προς τα Λαγκάδια όταν ο δεκαεπτάχρονος μαθητής Μαθιός Πόταγας, στέκεται σε ένα βράχο στη γέφυρα Κουτρουμπή. Πολλά ήταν τα ατρόμητα παλληκάρια που έδωσαν το αίμα τους, τη ζωή τους για την ελευθερία της πατρίδας τους. Ένα όμως 17χρονο παλικάρι, ο Μαθιός Πόταγας , ξεχωρίζει ανάμεσα σε όλους αυτούς. Καταγόταν από τη γειτονική μας Βυτίνα και είχε γεννηθεί το 1924. Διέμενε στην Αθήνα και ήταν μαθητής στο Βαρβάκειο. Η γερμανική εισβολή τον βρήκε στη Βυτίνα.
Ο νεαρός Μαθιός -ο οποίος ζούσε με την οικογένεια του στην Αθήνα και ήταν μαθητής στο Βαρβάκειο- εμφανίστηκε μπροστά τους και φέρεται να τούς είπε «Σταθείτε, δεν θα μας σκλαβώσετε. Είμαι εδώ μόνος, αλλά ολόκληρη η Ελλάδα ακολουθεί».
Παρότι δεινός σκοπευτής με δικό του ελαφρό όπλο, εκείνη τη στιγμή δεν χτύπησε κανέναν. Άρα δεν πήγε να σκοτώσει έναν-δυο Γερμανούς. Μίλησε επειδή ήθελε να δηλώσει κάτι. Οι Γερμανοί τον σκότωσαν επί τόπου και στη συνέχεια του συνέθλιψαν το κεφάλι.
Κατά άλλη εκδοχή, πρώτα ο Μαθιός πυροβόλησε τα αυτοκίνητα των Γερμανών, οι οποίοι τον συνέλαβαν πάραυτα και τον σκότωσαν με όπλο, συνθλίβοντάς του έπειτα το κεφάλι.
Το Ελληνικό Κράτος, αναγνωρίζοντας την ηρωική πράξη του Ματθαίου Πόταγα, έχει τοποθετήσει ανδριάντα του ήρωα στη Βυτίνα, το οποίο έχει φιλοτεχνηθεί από την αδελφή του Ελένη Πόταγα. Η τραγική απώλεια σημάδεψε την οκτάχρονη τότε Ελένη.

Παρόλο που η κοινή γνώμη θεωρεί τον Μανώλη Γλέζο σαν τον πρώτο αντιστασιακό, μαζί με τον Λάκη Σιάντα ο ίδιος ο Μ. Γλέζος επιμένει να αρνείται τον τίτλο, διευκρινίζοντας ότι επάξια ανήκει στον Μάθιο Πόταγα. «Θα μας πεινάσετε, θα μας κάψετε, θα μας σκοτώσετε, αλλά δεν θα μας νικήσετε. Είμαι εδώ μόνος. Αλλά η Ελλάδα ολόκληρη ακολουθεί.»
Ας σταθούμε μια στιγμή και ας παρακολουθήσουμε τη σκέψη του Μαθιού εκείνη την ώρα. Τι σήμαιναν για εκείνον, αλλά ίσως και για όλους εμάς, ακόμη και τώρα, τα λόγια εκείνα που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατό του;
Ο Μαθιός ήταν δεινός σκοπευτής με δικό του ελαφρό όπλο. Εκείνη τη στιγμή όμως δε χτύπησε κανέναν. Άρα δεν πήγε να σκοτώσει έναν-δυο Γερμανούς. Μιλώντας όμως ήθελε να δηλώσει κάτι. Για να υπογραμμίσει δε τη σοβαρότητα της δήλωσής του, ήταν διατεθειμένος να προσφέρει την ίδια του τη ζωή. Με τον τρόπο αυτόν έδειχνε ότι η ελευθερία είναι για τον άνθρωπο κάτι αναγκαίο, κάτι σεβαστό, κάτι ιερό.
Τα λόγια του ήταν προφητεία και αναγγελία συγχρόνως. Οι κατακτητές, αναγνωρίζοντας την αλήθεια και τον κίνδυνο που έκρυβαν τα λόγια αυτά, τον σκότωσαν με τρόπο άγριο. Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε η Ελένη Στράτου – Πόταγα, αδελφή του Μαθιού, την αναφορά σε μια από τις πρώτες ηρωικές εκφάνσεις της πνευματικής αντίστασης των Ελλήνων.

«Κατάκτηση – μα όχι υποδούλωση!»: αυτή ήταν η ηθική πίστη που ενέπνεε τον Μαθιό Πόταγα, το φρόνημα που νόμιζαν οι κατακτητές ότι μπορούσαν να το ακυρώσουν εκτελώντας το νέο παλικάρι που δεν έσκυβε το κεφάλι. Αλλά, όπως συνέχισε η Ελένη Πόταγα, «νέοι από όλες τις οργανώσεις ερχόντουσαν και κατέθεταν στεφάνια και λουλούδια στον τάφο του, ιδίως όταν σχεδίαζαν μια νέα αντιστασιακή ενέργεια».
Ποιος λοιπόν ήταν ο Μαθιός Πόταγας; Το 1941, ο Πόταγας ήταν δεν ήταν 17 χρονών. Μαθητής της Ε’ τάξης του Βαρβακείου Γυμνασίου, ο Ματθαίος βγήκε στους δρόμους με το ξίφος της νιότης γυμνό και το όπλο της τρέλας γεμάτο και πρόταξε τα στήθη του - κυριολεκτικά - στη γερμανική φάλαγγα αρμάτων που κατευθυνόταν στο χωριό του, τη Βυτίνα.
Λέγεται ότι, ο παθιασμένος έφηβος στάθηκε αγέρωχος στη γέφυρα Κουτρουμπή, στη δημοσιά έξω από το χωριό του και φώναξε στους Ναζί που τον κοιτούσαν σαστισμένοι: «Σταθείτε, δεν θα μας σκλαβώσετε. Είμαι εδώ μόνος, αλλά ολόκληρη η Ελλάδα μ’ ακολουθεί». Γράφει ο ιστορικός Γεώργιος Ντελόπουλος: «…ώσπου ξαφνικά ξεσπάει η ηχώ του μηνύματος γερμανικά τανκς στο δρόμο Πύργου-Βυτίνας-Τρίπολης, έρχονται προς τα 'δω!

Χωρίς να σκεφτεί τίποτε, λες και είχε προδιαγραφεί τότε η μοίρα του για έναν ηρωικό θάνατο, τρέχει στο σπίτι του, αρπάζει το περίστροφο του πατέρα του, που είχε κρύψει εκεί και ένα φυσίγγιο δυναμίτη από το ορυχείο της περιοχής και πάει να εμποδίσει τους εισβολείς με το να ανατινάξει με αυτό (!) το γεφυράκι της Βυτίνας απ’ όπου θα περνούσαν σε λίγο. Μόλις τους είδε ανάβει το δυναμίτη για μια ακίνδυνη, για το γεφυράκι, έκρηξη· τελειώνει τις σφαίρες του περιστρόφου του πυροβολώντας κατά των σιδηρόφρακτων γερμανικών τανκς και στέκεται όρθιος και αγέρωχος κρατώντας ως μοναδικό του όπλο μια πέτρα!»…