ΚΟΣΜΟΣ. Η Κριστίν (1905) και η Λέα Παπέν (1911) δεν ήρθαν στον κόσμο με τους καλύτερους οιωνούς. Ο πατέρας τους ήταν αλκοολικός και είχε κακοποιητική συμπεριφορά. Η μητέρα τους εθεωρείτο ελευθέρων ηθών και ήταν ακατάλληλη για τα μητρικά καθήκοντά της. Η μεγαλύτερη αδερφή τους, Αιμίλια, αποκάλυψε ότι είχε πέσει θύμα βιασμού από τον πατέρα τους στα δέκα χρόνια της. Τότε η μητέρα των κοριτσιών, αφού πήρε διαζύγιο, την έστειλε να ζήσει σε μοναστήρι, σαν «τιμωρία» επειδή πίστευε ότι το ανήλικο κορίτσι είχε αποπλανήσει τον πατέρα του.

Τελικά, η Αιμίλια αποδείχθηκε ότι είχε την καλύτερη τύχη και από τα τρία παιδιά, καθώς έγινε μοναχή και απομακρύνθηκε από την υπόλοιπη οικογένεια. Οι Κριστίν και Λέα, ανήλικες ακόμα, εστάλησαν από τη μητέρα τους να εργαστούν ως οικιακές βοηθοί σε διάφορα νοικοκυριά. Κατέληξαν μαζί στο σπίτι ενός συνταξιούχου δικηγόρου, του Ρενέ Λανσελέν, που ζούσε στην πόλη Λε Μαν με τη σύζυγό του και τη μία από τις δύο ενήλικες κόρες του – η δεύτερη είχε παντρευτεί και είχε εγκαταλείψει το πατρικό.

Τα πρώτα χρόνια οι Κριστίν και Λέα έμοιαζαν να είναι οι τέλειες υπηρέτριες στα μάτια της Μαντάμ Λανσελέν. Εργάζονταν σκληρά και δεν έβγαιναν καθόλου, παρά μόνο τις Κυριακές, για να πάνε στην εκκλησία και σε μια μάντισσα που ισχυριζόταν ότι τα κορίτσια στην προηγούμενη ζωή τους ήταν ανδρόγυνο. Τα πήγαιναν πολύ καλά με τους εργοδότες τους, παρά τις παράξενες αναφορές που υπήρχαν γι’ αυτές: μια προηγούμενη εργοδότρια είχε απολύσει την Κριστίν ισχυριζόμενη ότι γινόταν επιθετική όποτε εκείνη της ζητούσε να κάνει κάτι που η ίδια θεωρούσε υποτιμητικό, ενώ διάφοροι μαγαζάτορες τις θεωρούσαν αλλόκοτες, υπερβολικά ψυχρές και απόμακρες.

Ωστόσο οι αδερφές ήρθαν τόσο κοντά με τη Μαντάμ Λανσελέν, ώστε άρχισαν να την αποκαλούν «μαμά», χρησιμοποιώντας για τη βιολογική μητέρα τους το χαρακτηρισμό «εκείνη η γυναίκα». Η Μαντά Λανσελέν παραχώρησε στα κορίτσια ένα μπαλκόνι που έβλεπε στον πολυσύχναστο δρόμο της πόλης, μια «πολυτέλεια» για τις οικιακές βοηθούς της εποχής. Και όταν έμαθε ότι όλα τα χρήματα που έβγαζαν τα έστελναν στη μητέρα τους, πήρε την κατάσταση στα χέρια της και τούς ζήτησε να τα κρατούν για τον εαυτό τους.

Δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς συνέβη, αλλά σταδιακά άρχισε να αλλάζει η σχέση των δύο κοριτσιών με την εργοδότριά τους – λέγεται ότι η τελευταία έπασχε από κατάθλιψη. Η Μαντάμ Λανσελέν έγινε επικριτική, σχολιάζοντας διαρκώς αρνητικά τη δουλειά τους και έγινε ακόμα και επιθετική. Για παράδειγμα, ανάγκαζε τη Λέα να γονατίζει για να μαζέψει και το παραμικρό χαρτάκι που της είχε ξεφύγει στο σκούπισμα. Οι αδελφές, ίσως επειδή ένιωσαν ότι και εκείνη η «μητρική φιγούρα» τις είχε προδώσει, αποφάσισαν να πάρουν την εκδίκηση τους.

Αδερφές Παπέν: Οι δύο υπηρέτριες που έσφαξαν τα αφεντικά τους

Στις 2 Φεβρουαρίου 1933, το βράδυ, στην πόλη Μαν (Mans), διακόσια περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Παρισιού, οι αδελφές Κριστίν και Λέα Παπέν (Papin), είκοσι επτά και είκοσι ενός ετών αντιστοίχως, σκοτώνουν με ειδεχθή τρόπο την Λεονί Λανσελέν (Lancelin), πενήντα τριών ετών και την κόρη της Ζενεβιέβ, είκοσι επτά ετών. Οι δυο αδελφές δούλευαν από επταετίας, η Κριστίν ως μαγείρισσα και η Λέα ως καμαριέρα, στο σπίτι του επιφανούς δικηγόρου Λανσελέν.

Ο Ρενέ Λανσελέν ετοιμαζόταν μετά το γραφείο να πάει σε ένα φιλικό σπίτι για δείπνο. Εκεί θα τον συναντούσαν η γυναίκα και η κόρη του, μόνο που οι δύο γυναίκες δεν θα έφταναν ποτέ στο τραπέζι.

Ο συνταξιούχος δικηγόρος βρήκε το σπίτι του κλειδωμένο όταν επέστρεψε και δεν μπορούσε να μπει μέσα. Έτσι, κάλεσε την αστυνομία και το θέαμα που αντίκρισαν μόλις μπήκαν μέσα, μόνο αποτρόπαιο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Η μαντάμ Λανσελέν και η κόρη της είχαν δολοφονηθεί με τον χειρότερο τρόπο, ενώ στον πάνω όροφο η Κριστίν και η Λέα Παπέν, οι δύο υπηρέτριες της οικογένειας κοιμόνταν στο ίδιο κρεβάτι γυμνές.

Όπως ήταν φυσικό, οι δύο γυναίκες συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στο κρατητήριο. Η κοινή γνώμη της Γαλλίας είχε πια στραμμένη την προσοχή της στις αδερφές Παπέν και προσπαθούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που τις οδήγησε στο έγκλημα.

Τι έγινε το βράδυ της 2ας Φεβρουαρίου στο σπίτι των Λανσελέν

Οι αδερφές Παπέν είχαν πιάσει δουλειά ως εσωτερικές υπηρέτριες στο σπίτι των Λανσελέν το 1926. Στην αρχή όλα έμοιαζαν να κυλάνε ρόδινα. Μάλιστα, οι δύο γυναίκες είχαν τέτοια αδυναμία στην αφεντικίνα τους που άρχισαν να την αποκαλούν «μαμά». Φαίνεται όμως, πως και εκείνη έτρεφε ωραία συναισθήματα για εκείνες, αφού τους είχε παραχωρήσει μέχρι και δωμάτιο με δικό τους μπαλκόνι. Κάτι εξαιρετικά σπάνιο για την εποχή.

Κάποιος εξωτερικός παρατηρητής θα έλεγε πως η οικογένεια συμπεριφερόταν πολύ καλά στα δύο κορίτσια. Έτρωγαν το ίδιο φαγητό, ζούσαν σε ένα θερμαινόμενο δωμάτιο και πληρώνονταν καλά για τα δεδομένα της εποχής. Και η Κριστίν με τη Λέα όμως έμοιαζαν ιδανικές υπηρέτριες.

Ωστόσο, δεν ήταν όλα καλά στο σπιτικό του Λανσελέν, καθώς οι αδερφές είχαν μια περίεργη σχέση με τους εργοδότες τους. Για παράδειγμα, καμία από τις δύο δεν είχε μιλήσει ποτέ με τον Ρενέ Λανσελέν στα επτά χρόνια που δούλευαν εκεί.

Οι αδερφές έπαιρναν εντολές μόνο από τη σύζυγό του, αλλά και αυτές δίνονταν μόνο μέσω γραπτών οδηγιών. Η Λεονί ήταν μια γυναίκα που απαιτούσε την τελειότητα, καθώς έκανε τακτικά «δοκιμές λευκών γαντιών» στα έπιπλα για να επιβεβαιώσει ότι είχαν ξεσκονιστεί καλά, ενώ μετά από λίγο καιρό άρχισε να γίνεται και βίαιη με τις αδερφές Παπέν και να τις χτυπά αν έκαναν το παραμικρό λάθος.

Μια μέρα που η οικογένεια βγήκε έξω, όταν επέστρεψε η Μαντάμ Λανσελέν με την κόρη της στο σπίτι το βρήκε μυστηριωδώς βυθισμένο στο σκοτάδι. Άρχισε να διαμαρτύρεται και τότε οι αδελφές Παπέν τούς επιτέθηκαν. Άρχισαν να κοπανούν τα κεφάλια τους στο δάπεδο, τους έβγαλαν τα μάτια με τα ίδια τους τα δάχτυλα και τις ακρωτηρίασαν – υποβάλλοντάς τις, σε κάποια από αυτά τα βασανιστήρια, όσο ήταν ακόμα ζωντανές. Μετά μαγείρεψαν και τεμάχισαν τις σορούς τους. Επιστρέφοντας ο Ρενέ Λανσελέν στο σπίτι το βρήκε κλειδωμένο και άδειο και καθώς υποψιάστηκε ότι κάτι συμβαίνει, κάλεσε την αστυνομία. Ήταν ένας αστυνομικός που αντίκρισε το φρικτό θέαμα των δολοφονημένων θυμάτων.

Η ομολογία και το δικαστήριο

Οι αδερφές Παπέν ομολόγησαν αμέσως την ενοχή τους και το μόνο που ζήτησαν είναι να μεταφερθούν στην ίδια φυλακή, κάτι που δεν έγινε δεκτό από το δικαστήριο.

Η υπεράσπιση υποστήριξε ότι οι αδερφές ήταν προσωρινά παράφρονες κατά τη διάρκεια της δολοφονίας. Ανέφεραν έναν ξάδερφο τους που πέθανε σε άσυλο, έναν παππού επιρρεπή σε βίαιες επιθέσεις θυμού και έναν θείο που είχε αυτοκτονήσει ως απόδειξη κληρονομικής διάθεσης προς την παραφροσύνη.

Οι ειδικοί ψυχολόγοι υποστήριξαν αργότερα ότι οι αδερφές Παπέν υπέφεραν από folie à deux (κοινή ψύχωση). Τα συμπτώματα της κοινής παρανοϊκής ψύχωσης περιλαμβάνουν άκουσμα φωνών, φόβο καταδίωξης και ικανότητα υποκίνησης βίας σε αντιληπτή αυτοάμυνα ενάντια σε φανταστικές απειλές καθώς και ακατάλληλες εκφράσεις σεξουαλικότητας.

Όσοι πάσχουν από παράνοια συχνά επικεντρώνονται σε μια μητρική φιγούρα ως διώκτη, και σε αυτή την περίπτωση, ο διώκτης ήταν η κυρία Λανσελέν. Σε μια τέτοια κατάσταση, το ένα μισό του ζευγαριού συχνά κυριαρχεί στο άλλο, όπως η Κριστίν κυριάρχησε στη Λέα. Η παρανοϊκή σχιζοφρένεια μπορεί να είναι δύσκολο να διαγνωστεί, καθώς το άτομο που υποφέρει από αυτή μπορεί να συμπεριφέρεται αρκετά φυσιολογικά, κάτι που φαίνεται πως έκαναν και οι αδερφές στο δικαστήριο.

Η Κριστίν αρχικά καταδικάστηκε σε θάνατο στην γκιλοτίνα, αλλά η ποινή της μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Η Λέα από την άλλη που θεωρήθηκε χαμηλότερης νοημοσύνης, καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια καταναγκαστική εργασία, καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι ήταν υποχείριο της αδερφής της.

Η Κριστίν ζήτησε να μεταφερθεί στην ίδια φυλακή με τη Λέα, αλλά όταν δεν ικανοποιήθηκε το αίτημά της σταμάτησε να τρώει. Υπήρχαν ενδείξεις ότι οι αδερφές είχαν αναπτύξει σεξουαλική σχέση. Η Κριστίν πέθανε αποστεωμένη, μόλις στα 32 χρόνια της.

Οι αδερφές Παπέν πριν τους Λανσελέν

Οι γονείς τους ήταν ο Γουσταύος και η Κλεμένς, φτωχοί αγρότες. Παντρεμένοι από το 1901 απέκτησαν τρία κορίτσια: την Εμιλί, που έγινε μοναχή - ήταν η μεγαλύτερη και μεγάλωσε μαζί τους. Κατόπιν, γεννιέται η Κριστιν και έπειτα η Λέα που δόθηκαν λίγους μήνες μετά την γέννησή τους σε θείες από την πλευρά του πατέρα και της μητέρας, παραμένοντας εκεί μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών περίπου.

Μετά την γέννηση της Λέα το ζευγάρι κάνει αίτηση διαζυγίου. Στον πατέρα δίνεται το δικαίωμα να κρατήσει την Εμιλί, αλλά λίγους μήνες αργότερα αυτό το δικαίωμα ανακαλείται από το δικαστήριο και την επιμέλεια των τριών παιδιών αναλαμβάνει αποκλειστικά η μητέρα, διότι ο πατέρας κατηγορείται για βία, αλκοολισμό, μοιχεία, ασέλγεια ή και βιασμό με θύμα την πρωτότοκη του κόρη.

Τα δύο κορίτσια μεγάλωσαν με μια αδιάφορη μητέρα και έναν αλκοολικό και βίαιο πατέρα που είχε βιάσει τη μεγαλύτερη αδερφή τους, Αιμιλία, όταν εκείνη ήταν μόλις δέκα ετών. Όταν η Αιμιλία αποκάλυψε τον βιασμό της, η μητέρα της αντί να τη στηρίξει την έστειλε να ζήσει σε μοναστήρι, σαν «τιμωρία» επειδή πίστευε ότι το ανήλικο κορίτσι είχε αποπλανήσει τον πατέρα του.

Αυτό βέβαια φαίνεται πως έσωσε τη νεαρή κοπέλα, καθώς έγινε καλόγρια και έζησε μακριά από την υπόλοιπη οικογένεια. Οι τρεις αδελφές υπέστησαν τρομερή κακοποίηση καθ ‘όλη τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας και παρόλο που τα κορίτσια είχαν αρκετές ηλικιακές διαφορές, η Κριστίν και η Λέα ήταν πολύ κοντά.

Η Κριστίν και η Λέα πέρασαν κάποιο διάστημα σε ιδρύματα ως αποτέλεσμα της διάλυσης του γάμου των γονιών τους. Καθώς μεγάλωναν, εργάζονταν ως υπηρέτριες σε διάφορα σπίτια του Λε Μαν, προτιμώντας, όποτε είναι δυνατόν, να δουλεύουν μαζί.

Μετά την καταδίκη τους, η Κριστίν εκδήλωσε οξεία σημάδια τρέλας και διακαή πόθο για την αδελφή της. Έγινε σοβαρά καταθλιπτική και συχνά αρνιόταν να φάει. Μεταφέρθηκε σε ένα ψυχιατρικό άσυλο στη Ρεν, όπου πέθανε από καχεξία («μαρασμό») στις 18 Μαΐου 1937. Η Λέα από την άλλη αποφυλακίστηκε το 1943, αφού η ποινή της μειώθηκε σε οκτώ χρόνια λόγω καλής διαγωγής. Στη συνέχεια, ζούσε στην πόλη της Νάντης, όπου ενώθηκε με τη μητέρα της και βιοποριζόταν ως καμαριέρα ξενοδοχείου, υιοθετώντας μια ψεύτικη ταυτότητα.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις