ΚΟΣΜΟΣ. Πολλές γενιές σ’ όλο τον κόσμο έχουν διαβάσει τα «Ανεμοδαρμένα ύψη», πασίγνωστο και κλασικό σήμερα (μόλις προ)βικτωριανό μυθιστόρημα της Έμιλι Τζέιν Μπροντέ, που πέθανε μόλις 30 χρόνων στις 19 Δεκεμβρίου 1848.

Οι αδελφές Brontë γεννήθηκαν στο χωριό Thornton του Δυτικού Yorkshire στην Αγγλία, πρώτη η Charlotte το 1816, ακολούθησε η Emily το 1818 και η Anne το 1820. Ο μοναδικός γιος της οικογένειας, ο επίσης συγγραφέας και ζωγράφος Branwell, γεννήθηκε το 1817. Υπήρχαν άλλα δύο παιδιά που γεννήθηκαν πριν την Charlotte, η Maria (1814-1825) και η Elizabeth (1815-1825) αλλά απεβίωσαν σε νεαρή ηλικία από φυματίωση. Η μητέρα τους, Maria, πέθανε από καρκίνο το 1821.

Τα τέσσερα αδέρφια μεγάλωσαν με τον πατέρα και τη θεία τους και δημιούργησαν τους δικούς τους φανταστικούς κόσμους μέσα από το παιχνίδι, καθοριστικό για τη μετέπειτα συγγραφική τους πορεία, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με τη σημασία που ο πατέρας του έδωσε στην άριστη μόρφωσή τους.

Τα αδέλφια Μπροντέ, ήταν παιδιά ευφυή, με γρήγορη αντίληψη κι αγάπη στα βιβλία. Τα πρωινά διάβαζαν, ζωγράφιζαν κι έγραφαν τις δικές τους ιστορίες, σε μικροσκοπικά χειροποίητα βιβλιαράκια, τ’ απογεύματα έκαναν ατέλειωτους περιπάτους στους λόφους, στον κρύο αγέρα και στους κελαηδισμούς. Απομονωμένα από τον υπόλοιπο κόσμο τα τέσσερα παιδιά ανάπτυξαν μια ασυνήθιστη πνευματικότητα την οποία ενίσχυε και ο λόγιος πατέρας τους.

Έγραφαν παραμύθια, ποιήματα, κρατούσαν ημερολόγιο κι ετοίμασαν ένα μικρό, χειρόγραφο περιοδικό. Κάποτε η Έμιλι και η Ανν συνεργάστηκαν κι έγραψαν το «Θρύλο των Γκόνταλς» από τον οποίο διασώθηκαν μόνο τα ποιητικά μέρη που ανήκουν στην Έμιλι και η Σαρλότ με τον Μπράνγουελ δημιούργησαν το «Βασίλειο της Άνγκρια». Πονήματα που φανερώνουν ασυγκράτητη φαντασία, δραματικότητα, τραγικότητα. Που αποδίδονται στη μοναξιά, στην αυστηρότητα της γύρω φύσης, στην κληρονομιά από τους Κέλτες προγόνους, στην ορφάνια, στο φόβο του θανάτου, στη φτώχεια, στην απουσία φίλων.

Άλλωστε τα χρόνια εκείνα (1815 – 1850) σημαδεύτηκαν από έντονες κοινωνικο-πολιτικές συγκρούσεις με συνακόλουθο την κυριαρχία της αγγλικής αστικής τάξης, τον μαρασμό του εργατικού κινήματος και την πλήρη εκμετάλλευση των ακτημόνων από τους κατά τόπους άρχοντες, γεγονότα που επηρέασαν υπερβολικά τις αδελφές Μπροντέ και ενδυνάμωσαν τη θέλησή τους να μορφωθούν και ν’ αποκτήσουν ανεξαρτησία ξεφεύγοντας από τη μοίρα της άπορης επαρχιώτισσας.

Η απόφασή τους αυτή και η –όχι τυχαία- ακμή του κοινωνικού μυθιστορήματος, το όνειρο του σοσιαλισμού, εφοδίασαν τις τρεις αδελφές με την επιθυμία και την απόφαση να παρουσιάσουν τα έργα τους στο κοινό. «Επιθυμούσα τόσο πολύ να βρω έναν τρόπο να εκφρασθώ που η λαχτάρα μου αυτή μ’ αρρώσταινε…» εξομολογήθηκε κάποτε η Σαρλότ, η οποία όταν δεκαπεντάχρονη ξαναπήγε στο σχολείο, αρνήθηκε οποιαδήποτε συμμετοχή σε συναναστροφές και παιχνίδια. Δεν ήξερε να παίξει κι ούτε ήθελε. Το ίδιο συνέβη και με την Έμιλι, η οποία έμεινε μόνο δυο μήνες.

Γυναικεία αριστουργήματα με ανδρικά ψευδώνυμα

Έπειτα άρχισαν οι βραδινές ασταμάτητες βόλτες γύρω από το τραπέζι του σαλονιού που οι αδελφές έκαναν κάθε βράδυ «σαν ακούραστα άγρια θηρία». Κι έπειτα τύπωσαν με δικά τους έξοδα τα ποιήματά τους με ανδρικά ψευδώνυμα για ευνόητους λόγους. «Ποιήματα των Κάρρερ, Έλλις και Άκτον Μπελλ» ετιτλοφόρησαν τη συλλογή η οποία πέρασε απαρατήρητη και από την οποία διασώθηκαν μόνο μερικά ποιήματα της Έμιλι: «Δεν τις έστειλαν οι ουρανοί ετούτες τις άγριες επιθυμίες… Αυτές δεν μπορούν να τις εξουσιάσουν οι ουρανοί…», και αργότερα, με επιμονή και αγωνία, με πάθος και φορτικότητα, με ελπίδα, υπέβαλλαν συνεχώς τα μυθιστορήματά τους στους εκδότες της Σκωτίας και της Αγγλίας.

Το μυθιστόρημα «Αγνή Γκρέι» της Άννας άφησε αδιάφορους τους αναγνώστες. «Η Τζέιν Έιρ» της Σαρλότ γνώρισε τεράστια επιτυχία. Όσο για τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» της Έμιλι ξεσήκωσε θύελλες διαμαρτυριών και χλευασμών. «Μια άμορφη συρραφή ανεξέλεγκτων ονείρων» ήταν ο ηπιότερος χαρακτηρισμός για το μυθιστόρημα που αργότερα θεωρήθηκε ως ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ενώ η συγγραφέας του απεκλήθη «βάναυση» και «νοσηρή».

Ο θάνατος από φυματίωση

Την λοιδόρησαν και δεν μίλησε, την περιφρόνησαν και σιώπησε, την κατακεραύνωναν κι εγκαρτερούσε. Άλλωστε η μυστική της κόλαση, οι ανεπούλωτες πληγές, τα ταραγμένα όνειρα έπαιρναν τέλος. Πέθανε από φυματίωση την ίδια χρονιά, τριάντα ετών. Η οικογένεια της είχε πληγεί βαριά από τους αλλεπάλληλους θανάτους οικείων, που βύθιζαν τους εναπομείναντες σ' ένα διαρκές πένθος καθιστώντας τη μελέτη θανάτου αναγκαστική ενασχόληση.

Η οικογένεια Μπροντέ ανέδειξε κορυφαία συγγραφικά ταλέντα καθώς η πολλή συνάφεια με τον θάνατο αποτέλεσε ίσως εκλυτικό παράγοντα για μια αντισταθμιστική δημιουργικότητα. Λόγω του πάστορα πατέρα, τα παιδιά ήταν επιπλέον εξοικειωμένα με θρησκευτικά κείμενα, που εξήπταν τη φαντασία και αποτελούσαν πηγή αδιάκοπης έμμπνευσης. Η 'Εμιλι Μπροντέ πέθανε από φυματίωση, σε ηλικία 30 ετών, ένα χρόνο μετά την έκδοση του μοναδικού της μυθιστορήματος, που έμελλε να γίνει κλασικό. Ο σκύλος της ο Κήπερ την περίμενε στην πόρτα μέχρι που γέρασε.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις